Η συλλογή δοκιμίων του Γκορ Βιντάλ «United States», που συγκεντρώνει σ’ έναν βαρύ τόμο τη δουλειά τεσσάρων δεκαετιών στο είδος στο οποίο θεωρείται μεγάλος δεξιοτέχνης, κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου ΗΠΑ για το 1993. «Είναι το ασχημότερο βραβείο που μου έχουν δώσει ποτέ», λέει ο συγγραφέας. «Είναι δύο μπρούντζινοι κύβοι, το όνομά μου δεν υπάρχει πάνω, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη περί τίνος πρόκειται. Είναι σαν τη χώρα που μου το έδωσε: άδειο».
Η συζήτηση με τον Βιντάλ έχει πάντα την τάση να εκτρέπεται προς την κατάσταση στη χώρα του, όποιο κι αν είναι το αρχικό θέμα. Στις ΗΠΑ τον θαυμάζουν –και τον εκτιμούν παραπάνω απ’ όσο ο ίδιος θέλει να παραδεχτεί– για τον ανορθόδοξο φιλελευθερισμό του, που βάζει την ατομική προτίμηση στο κέντρο των πάντων, από το σεξ έως τους φόρους. Επί εξήντα χρόνια, μέσα από μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και ποικίλα κείμενα, ο Βιντάλ έχει προβάλει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν είναι μόνο ηθικά διαβρωτική αλλά διεφθαρμένη, ότι ενώ μπορεί να υπάρχουν δύο πολιτικές παρατάξεις, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί, υπάρχει μόνο ένα κόμμα: οι επιχειρήσεις.
Στην αρχή της εκστρατείας για την προεδρική υποψηφιότητα στο Δημοκρατικό Κόμμα, ο Βιντάλ είχε εκφραστεί υπέρ της Χίλαρι Κλίντον (μια φωτογραφία στο βιβλίο απομνημονευμάτων του, το «Palimpsest», δείχνει την κ. Κλίντον να τον επισκέπτεται στο σπίτι του, στην Ιταλία), πρόσφατα όμως «γύρισε» προς την άλλη πλευρά. Οχι στον Τζον Μακέιν, βέβαια. «Ο Μακέιν είναι ο ηλίθιος του χωριού. Είναι πολύ, μα πολύ βλάκας, ακόμα και με τα αμερικανικά στάνταρντ». Ο Μπαράκ Ομπάμα έχει αρχίσει να τον εντυπωσιάζει – «μέχρις ενός σημείου, όμως. Δεν έχει πολλά να πει. Θα προτιμούσα να δω μια γυναίκα πρόεδρο, αλλά η Χίλαρι έχασε την ψυχραιμία της».
Πιστεύει ότι ο Ομπάμα θα γίνει ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. «Θα τον πυροβολήσουν, όμως, αυτό είναι το πρόβλημα. Αν ο Τζακ (ο Κένεντι) ήξερε ότι θα τον σκοτώσουν, ένας μαύρος πρέπει επίσης να το ξέρει». Οταν του ζήτησα να μου δώσει ένα λόγο για την επιμονή του Ομπάμα, ο Βιντάλ αποφαίνεται: «Η περιέργεια. Αλλά επίσης –να χρησιμοποιήσω μια λέξη που έχει εκλείψει από την αμερικανική πολιτική ζωή;– η τιμή. Η δική μου ήταν η τελευταία γενιά που πίστεψε σε αυτή την έννοια». Πίνοντας μια γουλιά από το μπράντι του, αφήνει έναν σιγανό αναστεναγμό αποστροφής. «Δεν μπορώ να πιστέψω το χάλι αυτής της χώρας».
Παρά την αηδία του, ο Βιντάλ εγκατέλειψε τη θρυλική ιταλική βίλα του, τη Ροντινάια, στην αρχή αυτού του αιώνα για να επιστρέψει στη γενέτειρά του. Το σπίτι βρίσκεται στην κορυφή ενός απότομου λόφου, με θέα την Ισκια και το Κάπρι. Η επιδεινούμενη υγεία του συντρόφου του, του Χάουαρντ Οστεν, και οι δικοί του πόνοι στα γόνατα είχαν κάνει πλέον αδύνατη την παραμονή τους εκεί. Ανάμεσα στις αποκαλύψεις του «Παλίμψηστου» ήταν ότι η 50χρονη σχέση τους όχι μόνο ήταν πλατωνική, αλλά ότι ο Οστεν είχε «περισσότερο ετεροφυλοφιλικά παρά ομοφυλοφιλικά ενδιαφέροντα». Τώρα ο Βιντάλ μένει στο Χόλιγουντ Χιλς, σ’ ένα σπίτι αγορασμένο τη δεκαετία του ’70 σαν στέκι για τις επισκέψεις του κατά καιρούς στην πατρίδα.
Στα 83 του, κυκλοφορεί κυρίως με αναπηρικό καροτσάκι – χτυπάει με την παλάμη το γόνατό του: «Καθαρό τιτάνιο», λέει, ωστόσο οι διαβρώσεις της ηλικίας είναι λιγότερο αισθητές στο ελκυστικό πρόσωπό του. Είναι ντυμένος με φόρμα γυμναστικής κι ένα μπουφάν μπέιζμπολ με αριθμούς στα μανίκια. «Το σπίτι αυτό είναι η τυπική κατοικία ενός μεροκαματιάρη σεναριογράφου της δεκαετίας του ’50», λέει. Το ντεκόρ είναι «Καλιφόρνια γκόθικ», γύψινες κολόνες και αψίδες προσφέρουν ταιριαστό φόντο για τα μυώδη δρύινα έπιπλα και τις ελαιογραφίες με τις περίτεχνες κορνίζες φερμένες από την Ροντινάια. Με τη βοήθεια του Φιλιππινέζου μπάτλερ του, κάθεται σε μια από τις «αναγεννησιακές» καρέκλες της τραπεζαρίας. «Τις αγόρασα αυτές από ένα παλιατζίδικο στη Ρώμη. Ο πωλητής με διαβεβαίωσε ότι είχαν φτιαχτεί για έναν μαχαραγιά, “α, σινιόρε… τσινκουετσέντο… αντίκο…” Κι εγώ του είπα “όχι δεν είναι. Τις πήρες από ένα ντεκόρ για την ταινία Μπεν Χουρ”».
Ο Βιντάλ πάντα αγαπούσε το σινεμά, παρά τις διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο. Εχει αφιερώσει ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο στο θέμα, το «Screening History», καθώς και πολλά δοκίμια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν πριν κλείσει ακόμα τα 30 είχε γράψει αρκετά επιτυχημένα μυθιστορήματα, ο Βιντάλ βρήκε χρόνο να γράψει σενάρια για τη MGM. Το όνομά του φιγουράρει σε τίτλους φιλμ όπως το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», διασκευή έργου του Τενεσί Ουίλιαμς με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και την Κάθριν Χέμπορν, και το «Παρίσι καίγεται» με τον Ορσον Ουέλς και τη Σιμόν Σινιορέ, αν και όχι στον Μπεν Χουρ, παρόλο που συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κρίστοφερ Φράι. Ο Βιντάλ ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να γράφει για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση όταν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» έκαναν μια εσκεμμένη προσπάθεια να τον «σβήσουν» σαν μυθιστοριογράφο. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν, όπως ειρωνικά λέει, ένας «έκφυλος συγγραφέας», επειδή έγραψε το «The City and the Pillar» (1948), ένα από τα πρώτα αμερικανικά μυθιστορήματα που περιέχουν ομοφυλοφιλικές αναφορές.
«Αν δεν εμφανιζόσουν στην εφημερίδα αυτή, ήσουν ανύπαρκτος. Ολα τα άλλα έντυπα, περιλαμβανομένων του “Τάιμ” και του “Νιούζγουικ”, ακολουθούσαν τη γραμμή». Ο Νόρμαν Μέιλερ, λέει, υπέστη παρόμοια μεταχείριση. «Γι’ αυτό ήμασταν φίλοι στην αρχή, αν και δεν παραμείναμε. Νομίζω πως τους αντιμετώπισε πιο δυναμικά από μένα, γιατί είναι εβραϊκή εφημερίδα και εκείνος ήταν μια από τις δόξες της εβραϊκής λογοτεχνίας τότε. Αλλά ήταν τόσο φριχτά πουριτανοί. Τον κατακρεούργησαν». Ο Βιντάλ πήρε το αίμα του πίσω γράφοντας τρία πολύ πετυχημένα αστυνομικά μυθιστορήματα με το όνομα Εντγκαρ Μποξ «που οι Τάιμς τα εκθειάσανε».
Η οικογένειά του
Ο Γιουτζίν Λούθερ Γκορ Βιντάλ γεννήθηκε το 1925 στο Γουέστ Πόιντ της πολιτείας της Νέας Υόρκης, γόνος μιας ισχυρής, πλούσιας και δυστυχισμένης οικογένειας. Ο πατέρας του, πιλότος και μηχανικός, ήταν διευθυντής πολιτικής αεροπορίας επί Ρούζβελτ και ένας από τους ιδρυτές της TWA. Μια φωτογραφία στο τραπέζι του λίβινγκ ρουμ του Βιντάλ δείχνει τον πρόεδρο καθιστό και τον Τζιν Βιντάλ να στέκεται πίσω του.
Τα απομνημονεύματα του Βιντάλ και τα μυθιστορήματά του, που καλύπτουν δύο αιώνες αμερικανικής ιστορίας –«Burr», «Lincoln», «1876», «Washin-gton DC» και άλλα– είναι φορτισμένα με την ατμόσφαιρα της πολιτικής και της συναλλαγής (για λεφτά και ψήφους) κι επίσης με τον νοσηρό αέρα του ταραγμένου γάμου των γονιών του. Στα παιδικά του χρόνια η στοργή των παππούδων του τον προστάτεψε κάπως από τους καβγάδες, τους χωρισμούς, τις εξωσυζυγικές σχέσεις και τα ξαναπαντρέματα του πατέρα και της μητέρας του, η οποία πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε ακριβά ξενοδοχεία «σε αναζήτηση του τέλειου μαρτίνι».
«Είχα εντελώς σβήσει τη μητέρα μου τα 20 τελευταία χρόνια της ζωής της… Δεν ερχόμουν καθόλου σ’ επαφή μαζί της, με εξαίρεση τις συνεχείς εκκλήσεις της για λεφτά, που πάντα ικανοποιούσα». Οταν ο γιος της εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του ΤΙΜΕ, η Νίνα Βιντάλ έστειλε μια επιστολή στο περιοδικό στην οποία τον κατηγορούσε, μεταξύ άλλων παραπτωμάτων, ότι έκανε παρέα με τον Εβραίο ποιητή Οστεν. Το «Τάιμ» δημοσίευσε μια ήπια εκδοχή της επιστολής, με τίτλο «Η αγάπη μιας μητέρας». Η Νίνα Γκορ πέθανε το 1978. Στο «Παλίμψηστο», ο Γκορ αναφέρεται σ’ εκείνη ως «αυτή η μέγαιρα» και φαίνεται ότι η δυσφορία του εξακολουθεί να είναι ζωηρή όσο πάντα. «Την είχα προειδοποιήσει να μην ακολουθήσει ορισμένους δρόμους… Ηταν τρομερό για μένα… Ηταν σκάρτος άνθρωπος».
Ο Βιντάλ έχει πολλά ετεροθαλή αδέλφια, που μερικά δεν τα έχει συναντήσει ποτέ. Ανάμεσά τους είναι η Ζακλίν Μπουβιέ, «η οποία παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που έγινε πρόεδρος και μετά τον δολοφόνησαν με μια σφαίρα στο κεφάλι». Το βιβλίο «Washington DC» ήταν η πρώτη απόπειρα του Βιντάλ να γράψει πολιτικό μυθιστόρημα: Ενας ήρωας είναι βασισμένος σ’ έναν τυφλό γερουσιαστή, ένας άλλος στον Τζον Κένεντι, για τον οποίο ο συγγραφέας έτρεφε συμπάθεια, και οι άλλοι είναι φανταστικοί. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, είχε θέσει τα θεμέλια για την επτάτομη σειρά ιστορικών μυθιστορημάτων που πήρε τον τίτλο «Αφηγήσεις της Αυτοκρατορίας» Τώρα ετοιμάζει τον όγδοο τόμο – βρίσκεται στη «φάση των σημειώσεων».
Η πρόθεσή του όταν έγραφε ιστορικά μυθιστορήματα ήταν «να πάω κόντρα στους κωλο-ιστορικούς. Γιατί έβλεπα ότι οι ιστορικοί των πανεπιστημίων κατασπαράσσουν την ιστορία, ενώ εγώ θα ήμουν τόσο ακριβής όσο μπορούσα με βάση αυτά που πράγματι έκαναν και είπαν οι ιστορικές φυσιογνωμίες. Η αμερικανική ιστορία διδάσκεται φριχτά στα σχολεία μας». Η παρατήρηση αυτή τον φέρνει στη βασική έγνοια του: «Η χώρα είναι τελειωμένη. Ξέρετε, όμως, με ένα νέο κράτος όπως αυτό, αν έχεις χάσει την αρχή, το επόμενο καλύτερο είναι να βρίσκεσαι εδώ στο τέλος». [The Guardian, Η Καθημερινή, 22/06/2008]
No comments:
Post a Comment