Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η Καθημερινή, 11/01/2009
Patricia Highsmith: Το παιγνίδι του Ρίπλεϋ. Μτφρ. Α. Αποστολίδης, εκδ. Αγρα
Το «Παιγνίδι του Ρίπλεϋ» είναι, ίσως, το πλέον «κωδικό» έργο της Πατρίτσια Χάισμιθ (1921–1995), στη σειρά των πέντε βιβλίων της όπου πρωταγωνιστεί ο «ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ». Η κινηματογραφική μεταφορά του, με τον τίτλο «Ο Αμερικανός φίλος» (1977), κατ’ ουσίαν μια ελεγεία για τα όρια της ανδρικής φιλίας και την αποξένωση, με πρωταγωνιστές τον Ντένις Χόπερ, τον Μπρούνο Γκαντς και τη Λίζα Κρόιτσερ, σημάδεψε το μυθιστόρημα, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της Χάισμιθ και την ύστερη αναγνώρισή του εκ μέρους της. Κι όμως, από τη «Ριπλεϋάδα», όπου διακρίνει κανείς δύο κυρίαρχα μοτίβα, την τέχνη των φόνων και τα όρια της ανδρικής φιλίας, ξεχωρίζουν έντονα τα περιγράμματα των κινηματογραφικών αντι–ηρώων, από τον Αλέν Ντελόν και τον Ντένις Χόπερ μέχρι τον Ματ Ντέιμον και τον Τζον Μάλκοβιτς, καθώς η λογοτεχνία συναντάει τον κινηματογράφο στην αιώνια διαμάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό.
Η πρόσφατη επανέκδοση αποκαθιστά μια μεταφραστική και εκδοτική αδικία εις βάρος ενός κλασικού πλέον μυθιστορήματος, που εκκρεμούσε από το 1987.
Οι όροι του παιχνιδιού
Η πρώτη κιόλας φράση του μυθιστορήματος («“Τέλειος φόνος! Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα”, είπε ο Τομ στον Ρηβς») προσδιορίζει τα «συστατικά και τους όρους του παιγνιδιού», που στήνει με τη γνωστή δεξιοτεχνία της, πρωτίστως (δια)πλάθοντας τους χαρακτήρες και προσεγγίζοντας την ψυχολογία των ηρώων της, η Πατρίτσια Χάισμιθ. Στην πραγματικότητα, αυτό που ο Ρίπλεϋ εκτιμά ότι υπάρχει μόνο σε επιτραπέζια παιγνίδια, ξετυλίγεται στο νήμα της αφήγησης ως ένα «παιγνίδι συναναστροφών», όπου η αντιπαλότητα των συμμοριών δίνει αφορμή για μία, έστω πρόσκαιρη, έστω εύθραυστη, φιλία με έναν «τρίτο άνθρωπο», τον Τζόναθαν Τρεβάννυ. Μια ανίατη ασθένεια, της οποίας όμως η διάγνωση γίνεται αντικείμενο σκοτεινών παιγνιδιών και βάση διαπραγματεύσεων για την εκτέλεση δύο μαφιόζων σε αντίπαλες συμμορίες, δύο πόλεις (Αμβούργο, Παρίσι, που ο Βέντερς αντιμεταθέτει σκηνοθετικά), οι οποίες συνδέονται με την έδρα του Ρίπλεϋ, Φονταινεμπλώ, και δύο επ’ αμοιβή φόνοι συνθέτουν τα υλικά ενός μυθιστορήματος, που αποκρυσταλλώνει όλες τις αρετές της Αμερικανίδας συγγραφέως.
Στους «ιδιωτικούς πολέμους της Πατρίτσια Χάισμιθ» (Π. Χάντκε) τα μέτωπα ποτέ δεν είναι διακριτά και σε αρκετούς από αυτούς ο φόνος, η στιγμή του φόνου, έχει την έκταση μιας λιτής πρότασης. Οπως και στο «Παιγνίδι του Ρίπλεϋ», οι περισσότεροι ήρωές της ακολουθούν τη μοίρα τους, είτε ως θύματα είτε ως θύτες, διατηρώντας μέχρι κεραίας τις ιδιότητές τους, κυρίως, κινούμενοι στα όρια του «φυσιολογικού», που κρύβει επιμελώς διαστροφές, κρυφά πάθη και ψυχικές διαταραχές: Αλλού προσαρμόζονται προσωρινά και αλλού αποτελούν την «πηγή της δυστυχίας», ως συστατικό της ανθρώπινης μοίρας, και βαθύτερο κίνητρο ενός φόνου.
«Συμμαχία με τον διάβολο»
Εδώ, ο Ρίπλεϋ έχει ισορροπήσει συναισθηματικά και ψυχικά, διάγοντας έναν βίο μικροαστικό, με σύζυγο και οικιακή βοηθό που μαγειρεύει γαλλικές συνταγές. Αυτή η χαλαρότητα δεν τον εμποδίζει πάντως να «θυμηθεί τον παλιό του εαυτό», όταν ένας καλός φίλος, ο Ρηβς Μινώ, ζητάει τη συνδρομή του στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα του υποκόσμου. Ο Ρίπλεϋ θα μηχανευτεί ένα σχέδιο, «επιστρατεύοντας» μια παλιά γνωριμία, τον Τζόναθαν Τρεβάννυ, στον οποίο θα προτείνει μια «συμμαχία με τον διάβολο», εκμεταλλευόμενος την ασθένειά του. Οι φόνοι αποκτούν μια ιδιόμορφη «απελευθερωτική» διάσταση: «Ξεκαθαρίζεται» μια βρώμικη κατάσταση και αποκαθίσταται οικονομικά η οικογένεια του «εκτελεστή». Σκοπός και μέσα εναρμονίζονται αιματηρά μεν, δικαιώνουν όμως τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς, το έγκλημα νομιμοποιείται στο όνομα της φιλίας, έστω εύθραυστης, έστω ανολοκλήρωτης.
Ο Πωλ Ινγκεντάαϋ, στο επίμετρο της γερμανικής μετάφρασης του «Παιγνιδιού», διακρίνει δύο κινητήριες δυνάμεις του μυθιστορήματος: Τους δεσμούς της ανδρικής φιλίας (ένα λάιτ–μοτίφ σε πολλά έργα της, που λίγο απέχει από ομοφυλοφιλικές συνδηλώσεις) και το ορμέμφυτο του θανάτου, που χαρακτηρίζει τον Τζόναθαν (ακόμα πιο έντονα αποτυπωμένο στο αμήχανο, αλλά πράο βλέμμα του Μπρούνο Γκαντς). Αμφότερα διαπλέκονται με ένα άλλο «δομικό στοιχείο» του κόσμου της Χάισμιθ, τον φόβο μπροστά στην αποτυχία.
Το «Παιγνίδι του Ρίπλεϋ» θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να ιδωθεί και ως μία παραλλαγή ή αντιστροφή του «Τέλους του παιγνιδιού», του Μπέκετ, ως προς τα συναισθήματα, τις σχέσεις και τα κίνητρα των βασικών ηρώων, στο επίπεδο μιας αλληλεξάρτησης με μοιραία έκβαση.
Τέλος, μια πραγματολογική διόρθωση, που οφείλεται εξαρχής στο πρωτότυπο: Η (και όχι: το) Αλστερ είναι η λίμνη του Αμβούργου (Binnen–und Aussenalster) και όχι «ένα είδος κόλπου».
No comments:
Post a Comment