Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ
Η Σιέρα Λεόνε κατέχει ένα αρνητικό ρεκόρ: τους περισσότερους ανήλικους στρατιώτες. Από το 1991 τουλάχιστον 4.500 παιδιά στρατολογήθηκαν και συμμετείχαν σε εχθροπραξίες. Ενα απ' αυτά ήταν ο 29χρονος σήμερα Ισμαήλ Μπεά, ο οποίος καταγράφει την ιστορία του στο βιβλίο «Επιστροφή στη ζωή. Ενα παιδί στρατιώτης θυμάται» («Κέδρος», μετάφραση Δ. Μιχαήλ, πρόλογος Ιόλη Δεληβάνη).
Ενας άλλος μικρός Αφρικανός, ο Βαλεντίνο Ατσάκ Ντενγκ (μάλλον για ψευδώνυμο πρόκειται) από το Σουδάν γλίτωσε τη στρατολόγηση, όχι όμως και τις θηριωδίες του πολέμου. Τις αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον αμερικανό συγγραφέα Ντέιβ Εγκερς δίνοντας τροφή για το μυθιστόρημα «Τότε που σκοτείνιασε ο ουρανός» («Μεταίχμιο», μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου).
Το ένα βιβλίο είναι αυτοβιογραφία, το άλλο συνδυάζει τη μαρτυρία με τη φαντασία του συγγραφέα, και τα δύο όμως έχουν αφετηρία τους εμφύλιους που ταλανίζουν πολλές χώρες της Αφρικής.
Μάθημα αξιοπρέπειας
*Ο ήρωάς του Βαλεντίνο Ατσάκ Ντενγκ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, με αμεσότητα και ρεαλισμό, τη βία, την εξαθλίωση, τον ξεριζωμό που συνεπάγεται ο πόλεμος. Ταυτόχρονα όμως δίνει μαθήματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αντοχής, αφού όχι μόνο κατάφερε να επιζήσει, αλλά και να σπουδάσει στην Αμερική, όπου φυγαδεύτηκε. Ο Εγκερς μας βάζει από την πρώτη στιγμή στη θέση του παιδιού-θύματος καθώς βλέπουμε να εισβάλλει στο μικρό διαμέρισμα του Βαλεντίνο, στη χώρα υποδοχής, ένα ζευγάρι Αφροαμερικανών που τον ληστεύουν και τον κακοποιούν, ξυπνώντας τους χειρότερους εφιάλτες του. Αυτό, όμως, δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με όσα έχει περάσει. Μόλις έξι χρόνων ήταν όταν οι αντάρτες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν έκαναν επιδρομή στο μαγαζί του πατέρα του, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να περιπλανηθεί κυνηγημένος από την πολιτοφυλακή, τους κυβερνητικούς στρατιώτες, τα άγρια ζώα, ώσπου να καταλήξει σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην Κένυα και την Αιθιοπία.
Ο μικρός περιγράφει τη στρατολόγηση 12χρονων παιδιών από τους αντάρτες του Σουδάν. Οσα γλίτωσαν, έγιναν «δόλωμα» ανθρωπιστικής βοήθειας, που από τους προσφυγικούς καταυλισμούς κατέληγε στα στρατόπεδα. Ο ίδιος είχε την ευκαιρία να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα του ΟΗΕ και οδηγήθηκε στην Αμερική. Ωστόσο γρήγορα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι προσδοκίες που διαψεύδονται κάνουν το όνειρο να ξεθωριάζει. Ετσι τον βρίσκουμε μπροστά σε δίλημμα:
Τι είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει, τα άγρια θηρία του Σουδάν ή τη ζούγκλα της αμερικανικής μεγαλούπολης, την ταπείνωση, τον ρατσισμό, την απαξίωση ακόμα και από τους μαύρους Αμερικανούς που τον φωνάζουν με χλευασμό «Αφρικανέ»;
«Ηρθα εδώ μαζί με τέσσερις χιλιάδες συμπατριώτες μου, με το όνειρο και την προσδοκία να ζήσουμε ήσυχα. Να βρούμε ειρήνη, ένα πανεπιστήμιο και ασφάλεια. Περιμέναμε μια χώρα χωρίς πόλεμο και επομένως μια χώρα χωρίς αθλιότητα. Ημασταν ελαφρόμυαλοι και ανυπόμονοι. Τα θέλαμε όλα αμέσως - σπίτια, οικογένειες. Αλλά για τους περισσότερους από μας, η καθυστέρηση να τα αποκτήσουμε όλα αυτά έχει προκαλέσει χάος».
*Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Επιστροφή στη ζωή» ο Ισμαήλ Μπεά με αφοπλιστική αμεσότητα, ειλικρίνεια αλλά και με μελαγχολία περιγράφει πώς στα 13 του μεταμορφώθηκε από ένα συνηθισμένο αγόρι σε πολεμική μηχανή, όταν στρατολογήθηκε μαζί με άλλους συνομηλίκους του το 1993 στον Εθνικό Στρατό της Σιέρα Λεόνε παίρνοντας μέρος στον εμφύλιο (1991-2002).
Τα «προτερήματά» του; Μεγάλη αντοχή, ικανότητα για επιβίωση και η ανικανότητά του να κατανοήσει, λόγω της ηλικίας του, την πραγματική έκταση των επιπτώσεων του πολέμου.
Ο Ισμαήλ λάτρευε τη ραπ, του άρεσε να απαγγέλλει αποσπάσματα από τον Σέξπιρ και οι μόνες πολεμικές σκηνές που είχε δει στη ζωή του ήταν στο «Ράμπο» του Σταλόνε. Τον Ιανουάριο του 1993 ξεκίνησε με φίλους του για την πόλη Ματρού Τζονγκ για να πάρει μέρος σε έναν μουσικοχορευτικό διαγωνισμό, όταν οι αντάρτες χτύπησαν το χωριό του. Τότε άρχισε γι' αυτόν μια απίστευτη περιπέτεια διαφυγής και επιβίωσης χωρίς να γνωρίζει τι απέγιναν οι δικοί του.
Περιπλανώμενος στα δάση και στα χωριά της Σιέρα Λεόνε μαζί με συνομηλίκους του, κάποια στιγμή πιάστηκε από τους αντάρτες. Την τελευταία στιγμή γλίτωσε από καθαρή τύχη την εκτέλεση, δεν γλίτωσε όμως από τον Εθνικό Στρατό, καταλήγοντας σε στρατόπεδο εκπαίδευσης να μαχαιρώνει μπανανιές με τις ξιφολόγχες. Σύντομα, με τη βοήθεια των ναρκωτικών και του αλκοόλ που του χορηγούσαν οι ανώτεροί του δεν δίσταζε να στρέψει το καλάσνικοφ εναντίον των αντιπάλων.
Ο Μπεά ήταν ένα παιδί που έβλεπε τον πόλεμο σαν παιχνίδι. «Φυλάγαμε σκοπιά με τον Αλχάτζι, και χρονομετρούσαμε ο ένας τον άλλο, για να δούμε πόσο γρήγορα μπορούσαμε να αλλάξουμε γεμιστήρες. "Κάποια μέρα θα σκοτώσω ένα ολόκληρο χωριό από μόνος μου, όπως ο Ράμπο", μου έλεγε ο Αλχάτζι, χαμογελώντας με τον καινούριο στόχο που είχε θέσει στη ζωή του. "Θα ήθελα να έχω μερικά μπαζούκας, όπως στο Κομάντο. Αυτό θα ήταν τέλειο", έλεγα εγώ και γελούσαμε».
Οταν το αιματηρό παιχνίδι τελείωσε και το σύννεφο των ναρκωτικών διαλύθηκε, ο Μπεά δέχτηκε τη βοήθεια της UNICEF και ξεκίνησε μια νέα ζωή στη Νέα Υόρκη, όπου μάλιστα σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Χωρίς όμως να ξεχνάει «τα παιδιά που τους λήστεψαν τη ζωή», στα οποία αφιερώνει το βιβλίο του.
Το ένα βιβλίο είναι αυτοβιογραφία, το άλλο συνδυάζει τη μαρτυρία με τη φαντασία του συγγραφέα, και τα δύο όμως έχουν αφετηρία τους εμφύλιους που ταλανίζουν πολλές χώρες της Αφρικής.
Μάθημα αξιοπρέπειας
*Ο ήρωάς του Βαλεντίνο Ατσάκ Ντενγκ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, με αμεσότητα και ρεαλισμό, τη βία, την εξαθλίωση, τον ξεριζωμό που συνεπάγεται ο πόλεμος. Ταυτόχρονα όμως δίνει μαθήματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αντοχής, αφού όχι μόνο κατάφερε να επιζήσει, αλλά και να σπουδάσει στην Αμερική, όπου φυγαδεύτηκε. Ο Εγκερς μας βάζει από την πρώτη στιγμή στη θέση του παιδιού-θύματος καθώς βλέπουμε να εισβάλλει στο μικρό διαμέρισμα του Βαλεντίνο, στη χώρα υποδοχής, ένα ζευγάρι Αφροαμερικανών που τον ληστεύουν και τον κακοποιούν, ξυπνώντας τους χειρότερους εφιάλτες του. Αυτό, όμως, δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με όσα έχει περάσει. Μόλις έξι χρόνων ήταν όταν οι αντάρτες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν έκαναν επιδρομή στο μαγαζί του πατέρα του, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να περιπλανηθεί κυνηγημένος από την πολιτοφυλακή, τους κυβερνητικούς στρατιώτες, τα άγρια ζώα, ώσπου να καταλήξει σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην Κένυα και την Αιθιοπία.
Ο μικρός περιγράφει τη στρατολόγηση 12χρονων παιδιών από τους αντάρτες του Σουδάν. Οσα γλίτωσαν, έγιναν «δόλωμα» ανθρωπιστικής βοήθειας, που από τους προσφυγικούς καταυλισμούς κατέληγε στα στρατόπεδα. Ο ίδιος είχε την ευκαιρία να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα του ΟΗΕ και οδηγήθηκε στην Αμερική. Ωστόσο γρήγορα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι προσδοκίες που διαψεύδονται κάνουν το όνειρο να ξεθωριάζει. Ετσι τον βρίσκουμε μπροστά σε δίλημμα:
Τι είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει, τα άγρια θηρία του Σουδάν ή τη ζούγκλα της αμερικανικής μεγαλούπολης, την ταπείνωση, τον ρατσισμό, την απαξίωση ακόμα και από τους μαύρους Αμερικανούς που τον φωνάζουν με χλευασμό «Αφρικανέ»;
«Ηρθα εδώ μαζί με τέσσερις χιλιάδες συμπατριώτες μου, με το όνειρο και την προσδοκία να ζήσουμε ήσυχα. Να βρούμε ειρήνη, ένα πανεπιστήμιο και ασφάλεια. Περιμέναμε μια χώρα χωρίς πόλεμο και επομένως μια χώρα χωρίς αθλιότητα. Ημασταν ελαφρόμυαλοι και ανυπόμονοι. Τα θέλαμε όλα αμέσως - σπίτια, οικογένειες. Αλλά για τους περισσότερους από μας, η καθυστέρηση να τα αποκτήσουμε όλα αυτά έχει προκαλέσει χάος».
*Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Επιστροφή στη ζωή» ο Ισμαήλ Μπεά με αφοπλιστική αμεσότητα, ειλικρίνεια αλλά και με μελαγχολία περιγράφει πώς στα 13 του μεταμορφώθηκε από ένα συνηθισμένο αγόρι σε πολεμική μηχανή, όταν στρατολογήθηκε μαζί με άλλους συνομηλίκους του το 1993 στον Εθνικό Στρατό της Σιέρα Λεόνε παίρνοντας μέρος στον εμφύλιο (1991-2002).
Τα «προτερήματά» του; Μεγάλη αντοχή, ικανότητα για επιβίωση και η ανικανότητά του να κατανοήσει, λόγω της ηλικίας του, την πραγματική έκταση των επιπτώσεων του πολέμου.
Ο Ισμαήλ λάτρευε τη ραπ, του άρεσε να απαγγέλλει αποσπάσματα από τον Σέξπιρ και οι μόνες πολεμικές σκηνές που είχε δει στη ζωή του ήταν στο «Ράμπο» του Σταλόνε. Τον Ιανουάριο του 1993 ξεκίνησε με φίλους του για την πόλη Ματρού Τζονγκ για να πάρει μέρος σε έναν μουσικοχορευτικό διαγωνισμό, όταν οι αντάρτες χτύπησαν το χωριό του. Τότε άρχισε γι' αυτόν μια απίστευτη περιπέτεια διαφυγής και επιβίωσης χωρίς να γνωρίζει τι απέγιναν οι δικοί του.
Περιπλανώμενος στα δάση και στα χωριά της Σιέρα Λεόνε μαζί με συνομηλίκους του, κάποια στιγμή πιάστηκε από τους αντάρτες. Την τελευταία στιγμή γλίτωσε από καθαρή τύχη την εκτέλεση, δεν γλίτωσε όμως από τον Εθνικό Στρατό, καταλήγοντας σε στρατόπεδο εκπαίδευσης να μαχαιρώνει μπανανιές με τις ξιφολόγχες. Σύντομα, με τη βοήθεια των ναρκωτικών και του αλκοόλ που του χορηγούσαν οι ανώτεροί του δεν δίσταζε να στρέψει το καλάσνικοφ εναντίον των αντιπάλων.
Ο Μπεά ήταν ένα παιδί που έβλεπε τον πόλεμο σαν παιχνίδι. «Φυλάγαμε σκοπιά με τον Αλχάτζι, και χρονομετρούσαμε ο ένας τον άλλο, για να δούμε πόσο γρήγορα μπορούσαμε να αλλάξουμε γεμιστήρες. "Κάποια μέρα θα σκοτώσω ένα ολόκληρο χωριό από μόνος μου, όπως ο Ράμπο", μου έλεγε ο Αλχάτζι, χαμογελώντας με τον καινούριο στόχο που είχε θέσει στη ζωή του. "Θα ήθελα να έχω μερικά μπαζούκας, όπως στο Κομάντο. Αυτό θα ήταν τέλειο", έλεγα εγώ και γελούσαμε».
Οταν το αιματηρό παιχνίδι τελείωσε και το σύννεφο των ναρκωτικών διαλύθηκε, ο Μπεά δέχτηκε τη βοήθεια της UNICEF και ξεκίνησε μια νέα ζωή στη Νέα Υόρκη, όπου μάλιστα σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Χωρίς όμως να ξεχνάει «τα παιδιά που τους λήστεψαν τη ζωή», στα οποία αφιερώνει το βιβλίο του.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 25/01/2009
No comments:
Post a Comment