Του Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, 17/01/2009. Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: ο 40χρονος Χρήστος Χρυσόπουλος είναι από τους σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς. Ηδη από την εποχή της «Σουνυάτα» και του «Μανικιουρίστα», η κριτική είχε ξεχωρίσει τον Χρυσόπουλο ως «στυλίστα», ωστόσο, ο Χρυσόπουλος συνέχισε να εξελίσσει αυτό το δικό του, προσωπικό στυλ, το πέρασε στο δοκίμιο, ενώ συνεχίζει έναν γόνιμο πειραματισμό πέρα από ειδολογικές διαφοροποιήσεις. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» είναι μια ανάλογη απόπειρα να μιλήσει για μια ποιήτρια και συγγραφέα που τελικά απαρνήθηκε τη λογοτεχνία. Η μυθοπλασία ερωτοτροπεί με το δοκίμιο και η πεζογραφία με την ποίηση - χωρίς όμως ποτέ να γίνεται ποιητική πρόζα. Γιατί όμως η Λώρα Τζάκσον; Γιατί μια ποιήτρια - που μάλιστα απαρνήθηκε τη γραφή; «Η Τζάκσον», λέει ο Χρυσόπουλος στην «Κ», «έγραψε ποίηση, πεζογραφία και δοκίμιο. Προσωποποιεί με παραδειγματικό τρόπο τις “φυγόκεντρες” δυνάμεις που απασχολούν και τη δική μου γραφή. Και κάτι ακόμα: στην περίπτωσή της η διαπλοκή τέχνης και βίου ήταν αξεδιάλυτη, αποτελεί υπόδειγμα “μονομανούς συγγραφέα”, δηλαδή ενός προσώπου που βιώνει την ύπαρξή του και τον κόσμο μέσα από μια ιδεοληψία για τη γραφή, η οποία ορίζει καθ’ ολοκληρίαν (θα έλεγα ότι δυναστεύει) κάθε έκφανση της πραγματικότητας. Η αποκήρυξη της Τζάκσον ήταν μια απέλπιδα –χιμαιρική– αντίδραση σε αυτήν ακριβώς την καταδυνάστευση».
Η «Λώρα Τζάκσον» μοιάζει να συνδυάζει αρμονικά δύο προηγούμενα βιβλία του Χρυσόπουλου: το πεζογράφημα «Φανταστικό μουσείο», εμπνευσμένο και αυτό από έργα και βίους συγγραφέων, και το «Γλωσσικό κουτί», συνάθροιση δοκιμίων πάνω στη θεωρία και την πράξη της γραφής. Οπως τονίζει ο συγγραφέας: «Αυτό που με ενδιαφέρει, είναι μια έκφανση της πραγματικότητας που ξεπερνά το βίωμα: το γεγονός ότι ένα πρόσωπο έζησε μια μυθιστορηματική πραγματικότητα, λειτούργησε σαν μυθοπλαστικός ήρωας, θέλησε να γίνει το ίδιο λογοτέχνημα. Αυτές είναι διαστάσεις της ζωής που στιγμιαία ή περιστασιακά αποκαλύπτονται σε όλους μας –όλοι κάποιες στιγμές νιώθουμε “σαν να ζούμε μέσα σε ένα φιλμ”– εντούτοις, στην περίπτωση των συγγραφέων αυτές οι στιγμές πολλαπλασιάζονται, παίρνουν τη μορφή έξης, εμμονής, επαγγελματικής διαστροφής. Αυτή η επίμονη, σχεδόν καταναγκαστική, συνθήκη με απασχολεί γιατί “ακουμπάει” και τη δική μου ζωή».
Κριτικοί όπως ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έχουν μιλήσει εγκωμιαστικά για το έργο του Χρυσόπουλου - ο τελευταίος ωστόσο είχε σημειώσει ότι τα βιβλία του πάσχουν από ένα είδος «λογοτεχνικής κλεισούρας». Τον ρωτήσαμε αν πρέπει ένας συγγραφέας να δίνει απαντήσεις σε σχόλια κριτικών. «Πιστεύω ότι ο συγγραφέας οφείλει να αντιμετωπίζει τα ζητήματα της λογοτεχνίας και όχι να διαπληκτίζεται με πρόσωπα. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σκόπιμο να αποδέχεται με κριτικό πνεύμα τις όποιες επιφυλάξεις, να τις στοχάζεται και, με το πέρας του χρόνου, να επιλέγει μια καθαρή θέση απέναντί τους. Οσο για το ζήτημα της “κλεισούρας”, είναι μια μεταφορά της οποίας κατανοώ (και εν μέρει αποδέχομαι) την αφετηρία. Ως αξιολογική θέση μπορεί να συσχετιστεί είτε με επίκριση είτε με επιδοκιμασία - εξαρτάται από το αναγνωστικό παράδειγμα με το οποίο θα επιλέξουμε να τη συσχετίσουμε. Αφορά –τρόπον τινά– και τον καταναγκασμό για τον οποίο μίλησα παραπάνω».
Ο Χρυσόπουλος έχει μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη της θεωρίας στο έργο ενός συγγραφέα, σαν δεξαμενή του πεζογραφικού έργου. Αυτό είναι κάτι αυστηρά δικό του ή κάτι που όλοι οι συγγραφείς θα έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη; «Σίγουρα δεν είναι “κάτι δικό μου” ούτε –κατ’ ανάγκην– κάτι “δύσκολο”, “στρυφνό” ή για τους λίγους. Εχω υποστηρίξει ότι η θεωρία είναι μια επωφελής, εξωστρεφής οδός για τη σκέψη, η οποία τοποθετεί τη λογοτεχνία σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, ζωογονεί τη συγγραφική εργασία, διευρύνει τη γκάμα των εμπλεκομένων με τα κείμενα, και μας προφυλάσσει απέναντι σε στερεότυπα, πρόδηλες “αλήθειες” και εύκολες γενικεύσεις. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα πει ότι όλοι οι συγγραφείς πρέπει να ασχολούνται με τη θεωρία, αλλά μπορώ να αναγνωρίσω ότι σίγουρα δεν είναι πολλοί εκείνοι που καλλιεργούν επισταμένως το δοκίμιο ως τρόπο γραφής».
Ο Χρυσόπουλος δεν είναι μόνον συγγραφέας αλλά και ερασιτέχνης δρομέας μεγάλων αποστάσεων - δραστηριότητα στην οποία επιδίδεται με επαγγελματική συνείδηση. Ποια η σχέση ανάμεσα στο τρέξιμο και το γράψιμο; «Σε μια παλαιότερη συνομιλία μας στο περιοδικό “Διαβάζω”, είχα παρομοιάσει τη συγγραφή με αγώνα αντοχής. Θα απαντήσω παραλλάσσοντας μιαν αποστροφή του Χαρούκι Μουρακάμι (εξίσου αφοσιωμένου μαραθωνοδρόμου) από το βιβλίο του What I talk about when I talk about running: “Οταν προσπερνάμε ο ένας τον άλλον στο δρόμο, ακούμε τον ρυθμό της ανάσας και αντιλαμβανόμαστε πώς ο καθένας μας μετράει το χρόνο - όπως κι ένας συγγραφέας μετράει αργά τη μακρά διαδρομή που χαράσσουν οι λέξεις”».
No comments:
Post a Comment