Sunday, January 18, 2009

Σωτήρης Δημητρίου: «Να σωθούμε από τους σωτήρες»

Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

Μερικές σκέψεις δεν τις μοιράζεσαι εύκολα. Το ν' αναρωτιέσαι, φερ' ειπείν, πώς θα φαίνεσαι στην κηδεία της μάνας σου -το άκρον άωτο της αυταρέσκειας!- δεν προσφέρεται για να το εκμυστηρευτείς.

Ο Σωτήρης Δημητρίου, ωστόσο, ξεκινά το τελευταίο του βιβλίο, το «Σαν το λίγο το νερό» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), αυτομαστιγωνόμενος αλύπητα. Με το πρόσχημα ενός μεταθανάτιου απολογισμού, παραθέτει όλες τις αδυναμίες του -τις φιλοδοξίες, τις προδοσίες, τις μικρότητες, τη δειλία, την «επινοητικότατη» λαγνεία του- εκθέτοντας σε κοινή θέα τον «ανεόρταστο» βίο ενός εσωστρεφούς.

Ενός πλάσματος παγιδευμένου στην «αναρμονική» εικόνα του, που έχει μετατρέψει την ανημπόρια του σε παραμυθητική ικανότητα κι αναγνωρίζει ως μόνη σανίδα σωτηρίας την «ισχυρή αίσθηση αυταξίας κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, ιδίως των κακοπαθημένων, των ολιγόνοων και των αμαρτωλών».

Αυτοκριτική γραφή

Εργο αταξινόμητο, μεταξύ μυθοπλασίας και δοκιμίου και με το ηπειρώτικο ιδίωμα να εναλλάσσεται με τη δημοτική, το «Σαν το λίγο το νερό» αποτελεί, όπως λέει ο ίδιος, το τελευταίο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, πλάι στα «Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου» (Κέδρος, 1993) και «Τους τα λέει ο Θεός» (Μεταίχμιο, 2002).

*Κι είναι ένας ακόμα φόρος τιμής του Δημητρίου στην πολύτιμη μητρική του γλώσσα, ένας ύμνος για τον παράδεισο του «χωριανικού» τρόπου ζωής, κι ένας καταπέλτης για την αποξένωση και την ομοιομορφία που συναντάμε στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, που θα μπορούσε να διαβαστεί κι ως άρνηση του δυτικού πολιτισμού.

Εξ ου και η αυτοκριτική - «Πώς θα έκρινα έπειτα τον κόσμο και την κοινωνία;».

*Ομως η αυστηρότητα, παραδέχεται, «είναι και κανάκευμα. Είναι σαν να λες, για ιδέστε, έχω την τόλμη να αυτοκατηγορηθώ. Αν πεις σε κάποιον πως είσαι δολοφόνος, κερδίζεις το ενδιαφέρον του. Αν του πεις για τα καλά σου, θα γελάσει. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από καρδονούρη σκύλο και παινεσιάρη άντρα. Τράβηξα, όμως, ζόρι. Αυτά τα πράγματα μέχρι πριν από τρία χρόνια δεν θα τολμούσα να τα πω. Τα έγραψα για ν' απαλλαγώ. Ηθελα να δείξω πως δεν διαφέρω από την πάστα των ηρώων μου. Σαν ένα αντίδωρο στον αναγνώστη. Ελπίζω πως καθάρισα πια τον κήπο μου. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για ένα κατηγορητήριο απέναντι στο άτομο. Γιατί ένας ακόρεστος ατομικιστής είμαι κι εγώ».

*Ο Σωτήρης Δημητρίου έπρεπε να καβατζάρει τα 50 για να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι δεν αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο: «Εφτασα στα 18 μου από την Ηγουμενίτσα εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα, έχοντας περάσει στο Οικονομικό της Νομικής. Αμέσως τα φόρτωσα στον κόκορα. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία -τη μίσησα τη σχολή και με μίσησε. Μεγαλύτερο όνειδος τότε από το μην παντρευτεί η κοπέλα και απ' το να μην προχωρήσει ο νέος στα γράμματα δεν υπήρχε! Σήμερα, βέβαια, δεν ισχύει αυτό, έχει και τα καλά της η εποχή μας... Κι όμως, το ότι δεν απέκτησα πτυχίο μέτραγε πολύ μέσα μου. Το κοινωνικό επεσκίαζε τη χαρά μου, την προσωπική μου δημιουργία. Από μια πλευρά καλύτερα -με προφύλαξε απ' το να επιδοθώ ολόψυχα στη λογοτεχνία. Δεν έζησα γρήγορα. Μετακύλησα τη ζωή πάντα προς το μέλλον. Και ως προς τη ζωή και ως προς τα γραψίματα η αποθήκη μου είναι γεμάτη. Δεν ξοδεύτηκα. Οργώθηκε η ψυχή μου με τα προσωπικά, αλλά να που τώρα ζω τη νεότητά μου αναδρομικά...».

*Τι άλλο έχει αλλάξει μέσα του από την εποχή που ντρεπόταν να κουβαλάει στο λεωφορείο κοφίνια με σταφύλια απ' το χωριό; «Τίποτα. Απλώς συμφιλιώθηκα με τις αδυναμίες μου. Ο δαίμων της λαγνείας, βέβαια, με κυνηγάει ακόμα. Δεν θα γινόμουν λογοτέχνης χωρίς αυτόν. Μου φαίνεται ωραίο να γνωρίζεις ανθρώπους μέσω των βιβλίων, κι αν δεν έγραφα δεν θα τους γνώριζα. Είναι ένας δαίμονας όμως που δεν μ' αφήνει να επικεντρωθώ σ' ένα πρόσωπο. Κι η ανάγκη μου γι' αγάπη όσο μεγαλώνω, γίνεται μεγαλύτερη. Βλέπω πως η κατά μόνας ζωή δεν είναι πλήρης...»

*Εχει μόλις επιστρέψει από την Ηγουμενίτσα, εκεί όπου ζούνε πάντα η μητέρα και τ' αδέλφια του. Τη γιαγιά του, τη Μηλιά, στην οποία έχει αφιερώσει το «Σαν το λίγο το νερό», δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει.

«Δολοφονήθηκε στα 44 της απ' τους αντάρτες, δι' ασήμαντον αφορμή. Κι η μάνα μου, αν και υπέργηρη πια, εξακολουθεί ν' αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σαν ένα πληγωμένο κοριτσάκι, την κόρη μιας αδικοθανατισμένης. Αυτό μου το μετέφερε. Οι ιστορίες από τον εμφύλιο ακόμη μ' ακολουθούν...».

*Υπάρχουν κάμποσες τέτοιες στο βιβλίο του, γραμμένες στο ηπειρώτικο ιδίωμα φυσικά: «Ακουσα τη μάνα μου να λέει στις αδελφές της: το δεύτερο κεφάλαιο να διαβάσετε, αυτό μιλάει για μας. Το ίδιο μου είπαν κι άλλοι συγγενείς μου. Είναι πυκνός ο λόγος στην αρχή, δεν τον καταλαβαίνουν. Δεν είναι ο κόσμος τους».

*Δεν σκέφτεται, άραγε, ότι μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο; Οτι η ντοπιολαλιά που επιμένει να διασώζει ενδέχεται να είναι απροσπέλαστη στους αναγνώστες του; «Δεν νομίζω. Η μήτρα παραγωγής της ελληνικής γλώσσας είναι ίδια από την Κύπρο ώς τη Θράκη κι από την Κρήτη ώς την Ηπειρο. Η εκφορά διαφέρει, ο τρόπος ομιλίας. Η γλώσσα της κερκυραϊκής ενδοχώρας είναι ίδια με τα ηπειρώτικα. Τις ίδιες παροιμίες έχουνε, τις ίδιες μεταφορές. Απλώς οι Κερκυραίοι τις προφέρουν πιο τραγουδιστά. Η γλώσσα που χρησιμοιώ δεν είναι άλλη από αυτήν του δημοτικού τραγουδιού, απλωμένη σε πρόζα».

*Παραμένει, ωστόσο, μια γλώσσα που ο Δημητρίου ουδέποτε μίλησε. Την αφουγκραζόταν. Και δεδομένου ότι «η γλώσσα διαπλάθει ψυχές», είναι πεπεισμένος πως θα ζούσε εντονότερα το παρόν αν δεν αποκοβόταν από το μητρικό γλωσσικό του περιβάλλον. «Στην πόλη ζεις ή με αναμνήσεις ή με προσδοκίες...». Ομως και η Πόβλα, το χωριό του, ο Αμπελώνας όπως ονομάζεται τώρα, «υφίσταται συρρικνωμένη. Αντε να ζουν εκεί δεκαπέντε -είκοσι άνθρωποι το πολύ. Σε μια δεκαετία δεν θα υπάρχει, θα έχει αφομοιωθεί από τη φύση, θα 'ναι μια βουνοπλαγιά. Οταν φεύγει ο άνθρωπος, τρέχει να καταλάβει τον χώρο η φύση. Μια φύση θαλλερή, γεμάτη δάση που χαίρεσαι να περπατάς. Ως το '50 οι συνθήκες ζωής μας ήταν ησιόδειες. Από τότε μέχρι σήμερα περάσαμε στον αντίποδα. Δεν υπήρξε ο αναγκαίος χρόνος για ωρίμανση. Γίνανε όλα τερατωδώς γρήγορα. Μας πέταξαν στην αγριεμένη θάλασσα του ατομισμού και της κατανάλωσης. Οι πρώην χωριάτες ντραπήκαμε για τα μητρώα μας. Κι όλη η Ελλάδα έγινε μια απέραντη Αθήνα, και ηθικά και πνευματικά και ψυχολογικά».

*Με το λογοτεχνικό σινάφι ο ίδιος δεν επεδίωξε να έχει ούτε μεγάλη οικειότητα ούτε και απόσταση.

«Δεν διατηρήθηκαν όλες οι σχέσεις που φρόντιζα κάποτε να καλλιεργώ. Ακόμα όμως και οι ευτελείς πλευρές των λογοτεχνών είναι μέρος και της δικής μου ψυχής. Η ζήλια για τον ομότεχνο είναι πταίσμα. Είναι καλοήθης ο ανταγωνισμός. Κι όπως έχω διαπιστώσει, ακόμα και ο πιο μικροπρεπής συγγραφέας δεν θα κάνει κακό σε άνθρωπο από πρόθεση. Επειδή είναι σκεπτόμενοι, η ζωή τους θα κινηθεί σε πλαίσιο που δεν θα πληγώσουν ανεπανόρθωτα. Βαριές κακότητες δεν θ' αναπτύξει κανείς τους».

*Συμμερίζεται μήπως την άποψη που κυκλοφορεί ότι κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ταραχών κράτησαν το στόμα τους κλειστό; «Χορτάσαμε κλισέ. Οι συγγραφείς μέρα νύχτα στις επάλξεις είναι οι κακομοίρηδες. Ποτέ δεν κλειδώνουν τα γραφεία τους. Οσοι νομίζουν ότι σιωπούν, ας πάρουν επιτέλους να διαβάσουν τα βιβλία τους. Ολοι οι συγγραφείς που γνωρίζω είναι παραγωγικοί. Κάθε δυο χρόνια, με χτικιό, δημοσιεύουν...».

Παρατηρητής στο δρόμο

Τον περασμένο Δεκέμβρη κατέβηκε κι ο ίδιος στους αθηναϊκούς δρόμους, όχι όμως ως διαδηλωτής, αλλά ως παρατηρητής. «Η πορεία ανέβαινε κι εγώ κατέβαινα από το πεζοδρόμιο. Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από τα συνθήματα, αυτήν την ασπαίρουσα λαϊκή λογοτεχνία! Να ένα που συγκράτησα: Θρανίο-Πολυθρόνα-Τάφος. Με έθλιβε, βέβαια, η εικόνα της καταστροφής. Ενα εκατοστό τζαμιού εμπεριέχει το μόχθο ενός ολόκληρου πολιτισμού. Ο δρόμος της βίας δεν έχει τέλος... Ποιος θα μας σώσει από τους σωτήρες; Αυτό με πονάει εμένα. Ποιος θα μας σώσει από τους ιδεολογικόληπτους, τους φανατικούς, αυτούς που νομίζουν ότι μόνο η δική τους γνώμη μετράει;»

*Μολονότι δηλητηριασμένος από τις ακρότητες που έπληξαν τον τόπο του στα χρόνια του εμφυλίου, ο Σωτηρίου στα νιάτα του βρέθηκε κοντά και στο ΚΚΕ και στο ΚΚΕ εσωτερικού.

«Επί ΠΑΣΟΚ, όμως, έσκασα!» λέει. «Μας έκανε μεγάλη ζημιά. Επί των ημερών του χάθηκε η ποιότητα. Απέκτησαν όλοι το άλλοθι του γρήγορου κέρδους με τον ελάχιστο κόπο. Κι η κολακεία εκ μέρους του του λαού, ευθύς εξαρχής, έκανε τον λαό ακόμη πιο αχόρταγο». Καιρό τώρα έχει στραφεί προς το κέντρο. Και η άποψή του για τους πολιτικούς συνοψίζεται στο εξής: «Αφήστε με ήσυχο να γράφω αυτό που θέλω, κι εσείς φτιάξτε δρόμους, σχολεία και νοσοκομεία. Δεν θέλω να με σώσετε. Μόνος θα βρω τη σωτηρία για τον εαυτό μου».

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 18/01/2009

No comments: