The Observer
Με τη διφορούμενη σημασία του, ο τίτλος του βιβλίου της Μάργκαρετ Γουίλς «Reading Matters» («Αναγνωστικές υποθέσεις» ή «Το διάβασμα έχει σημασία») είναι λογοπαίγνιο αλλά και σοβαρή προειδοποίηση, γιατί το διάβασμα κινδυνεύει να γίνει μια χαμένη τέχνη, όπως η καλλιγραφία και η στενογραφία. Oπως λέει ο Χένρι Χίτσινγκς στο «Πώς να μιλάτε για βιβλία που δεν έχετε διαβάσει» (ελλ. έκδοση «Πατάκης»), ένα βιβλίο που ο συγγραφέας το απευθύνει ειρωνικά σε μη αναγνώστες, ζούμε σε μια εποχή όχι τόσο αγραμματοσύνης όσο «αδιαβασίας». Σερφάρουμε στο Διαδίκτυο, συλλέγουμε πληροφορίες από ψηφιακές πηγές και ακρωτηριάζουμε λέξεις για να στείλουμε ηλεκτρονικά μηνύματα, αλλά δεν κάνουμε τον κόπο να εισχωρήσουμε στα βιβλία, να προσαρμοστούμε στο τέμπο τους, να βυθιστούμε στη θησαυρισμένη εμπειρία που προσφέρουν.
Η Γουίλς εκθειάζει αυτήν την απειλούμενη δραστηριότητα σε μια μελέτη του εμπορίου βιβλίων που ξεκινά από τα μεσαιωνικά χρόνια, όταν μόνο ένα βιβλίο υπήρχε – το αποκαλούμενο «καλό βιβλίο», η Βίβλος, με την πληθώρα των εντολών, συμβουλών και διδακτικών παραβολών. Ευτυχώς, μεταγενέστεροι αναγνώστες και συλλέκτες αρνήθηκαν να δεχθούν το μονοπώλιο της αλήθειας της Βίβλου και αγάπησαν τα βιβλία για σαφώς κοσμικούς λόγους. Ο Σάμιουελ Πέπις χρονοτριβούσε στα βιβλιοπωλεία για να φλερτάρει με νεαρές πελάτισσες. Και οι ηρωίδες της Τζέιν Οστεν πήγαιναν στις βιβλιοθήκες για να αποκτήσουν τη διανοητική ελευθερία που τους ήταν απαγορευμένη.
Πολυπρόσωπες πινακοθήκες
Για τους πιο ένθερμους βιβλιόφιλους, τα βιβλία δεν επιπλώνουν απλώς τα δωμάτια: αλλάζουν τη φύση αυτών των δωματίων μετατρέποντας το σπίτι σε πολυπρόσωπη πινακοθήκη. Ο Τόμας Τζέφερσον –που η προσωπική του συλλογή έγινε η βάση της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου– είχε εγκαταστήσει κινητά ράφια στο σπίτι του, στο Μοντισέλο, ώστε να μπορεί να αλλάζει τη θέση των βιβλίων του για να ταιριάζουν με τις αλλαγές στη σκέψη και τη διάθεσή του. Στο Λίνκολνς Ινς Φιλντ, ο αρχιτέκτονας Τζον Σόαν είχε γεμίσει τους τοίχους της τραπεζαρίας του με ράφια βιβλίων, σωριάζοντας τους περισσευούμενους τόμους πάνω στα τραπέζια και κάτω από τα παράθυρα. Κοινωνικές δραστηριότητες όπως το γεύμα ή η συζήτηση περιορίζονταν σε γωνιές του δωματίου. Οπως ένα βιβλίο, το σπίτι του Σόαν ήταν το καταφύγιο ενός μοναχικού διανοητή.
Η αφήγηση της Γουίλς φτάνει στην κορύφωσή της τη δεκαετία του 1930, όταν οι εκδόσεις Πένγκουιν εκδημοκράτισαν την ιδιοκτησία των βιβλίων. Ο καταναλωτισμός, που κατέληξε να πλημμυρίσει τον κόσμο με pulp fiction, ξεκίνησε με υψηλές, ιδεαλιστικές προσδοκίες. Ο Αλεν Λέιν εξέπληξε τους συντηρητικούς βιβλιοπώλες με τον «Penguincubator», αυτόματη μηχανή που ξεφούρνιζε βιβλία του Τζορτζ Μπέρναρ Σο ή του Τ. Χ. Γουέλς όταν έριχνες στη σχισμή έξι πένες.
Η χρησιμότητα των βιβλίων
Στα βιβλία τους, ο Χένρι Χίτσινγκς και ο Τζον Σάδερλαντ ασχολούνται με διαφορετικές «χρήσεις» της λογοτεχνίας. Ο Χίτσινγκς καταπιάνεται με τα βιβλία ως κοινωνικό αξεσουάρ, ένα νόμισμα που σε βοηθάει να κερδίσεις στα ανταγωνιστικά παιχνίδια που παίζουν οι γιάπις στα τραπέζια των επαγγελματικών ή κοσμικών γευμάτων. Στο βιβλίο του «Magic Moments», o Σάδερλαντ ανατρέχει στα εφηβικά του διαβάσματα τη δεκαετία του ‘50, όταν η λογοτεχνία συχνά γινόταν βοηθός σεξουαλικής αφύπνισης. Ο ίδιος και οι συμμαθητές του ψάχνουν να βρουν ένα αντίτυπο του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» και το διαβάζουν μανιωδώς, με το ένα χέρι, στον σχολικό κοιτώνα.
Γράφει πολύ παραστατικά για την πλήξη της εφηβείας τα χρόνια πριν από την ηλεκτρονική διασκέδαση, όταν η βαρεμάρα μας έκανε όλους αναγνώστες. «Τα βιβλία», λέει, «γέμιζαν τα χασμώδη κενά της μέρας από την ώρα που θα ξυπνούσες μέχρι την ώρα που έσβηναν τα φώτα». Είναι κι αυτός ευγνώμων για τους πολυσέλιδους τόμους «τσέπης» που κυκλοφορούσαν στη σειρά Penguin Classics: αιώνες κενού χρόνου μπορούσαν τώρα να γεμίσουν με την καταβύθιση στον Θερβάντες ή στον Ραμπελέ. Δεν ήταν μικρό κίνητρο για να αγαπάς τα βιβλία.
Ο Χένρι Χίτσινγκς, από τη μεριά του, έχει διαβάσει όλα τα βιβλία που οι αντι-διανοούμενοι στους οποίους υποτίθεται ότι απευθύνεται δεν έχουν καν ξεφυλλίσει. Διδάσκει τους αδιάβαστους μαθητές του ακόμα και πώς να προφέρουν σωστά τα ονόματα ξένων συγγραφέων όπως ο Προυστ και ο Φλομπέρ. Ομως η ειρωνεία του εγχειρήματός του κάπου φαλτσάρει. Γιατί ένας σοβαρός λόγιος, συγγραφέας μιας έξοχης μελέτης για το λεξικό του Σάμιουελ Τζόνσον, παριστάνει πως είναι το ίδιο αδαής κι ακαλλιέργητος με τους γιάπηδες φίλους του; Πιθανόν επειδή κανένας εκδότης αυτές τις μέρες δεν θα πλήρωνε για ένα βιβλίο που θα εξυμνούσε τα μεγάλα βιβλία, ο Χίτσινγκς αναγκάζεται να υιοθετήσει μια πιο πλάγια, ύπουλη τακτική, κοροϊδεύοντας αυτά που στην πραγματικότητα λατρεύει.
Ειρωνεία και νοσταλγία
Συχνά, βέβαια, αφήνει να πέσει αυτή η μάσκα και γράφει σαν τον φανατικό της λογοτεχνίας που πραγματικά είναι. Εκθειάζει τα «ευτυχισμένα νησιά, φορτωμένα με χρυσούς καρπούς» του Δάντη και το «υπέροχο» παραλήρημα βωμολοχίας της Μόλι Μπλουμ στον «Οδυσσέα» του Τζόις. Η αληθινή έγνοια του δεν είναι να εξοπλίσει τους αδιάβαστους ώστε να μπορούν να μιλάνε για τα βιβλία που δεν γνωρίζουν· κατά βάθος, θέλει να τους μετατρέψει σε αναγνώστες.
Η ελαφράδα του Χίτσινγκς και η νοσταλγία του Σάδερλαντ φαίνονται πολύ ρηχές όταν αντιπαραβάλλονται με τους παθιασμένους, απεγνωσμένους ύμνους για τα βιβλία που έχει γράψει ο Φερνάντο Μπάεζ, βιβλιοθηκονόμος και συγγραφέας από τη Βενεζουέλα. Στα στερημένα παιδικά του χρόνια, το διάβασμα βοήθησε τον Μπάεζ να ξεχνά την πείνα, το φόβο και τη δυστυχία του· έκλαιγε απαρηγόρητος όταν ο πλημμυρισμένος ποταμός Ορινόκο πήρε μαζί του τους φτηνούς τόμους που ήταν ο θησαυρός του. Στο «Η παγκόσμια ιστορία της καταστροφής των βιβλίων» (εκδ. Atlas) διεκτραγωγεί τέτοιου είδους συμφορές και επιτίθεται στους βάνδαλους που ηθελημένα λεηλάτησαν βιβλιοθήκες – καλβινιστές εικονοκλάστες, ναζί πυρπολητές βιβλίων, τους χυδαίους Αμερικανούς στρατηγούς που επέτρεψαν σε ληστές να λεηλατήσουν τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες της Βαγδάτης. Για τον Μπάεζ, τα βιβλία εμπεριέχουν τη συλλογική μας μνήμη: αν καταστραφούν, πώς θα ξέρουμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος;
Βιβλιοφάγος αρουραίος
Ενα μεγάλο βιβλίο, έλεγε ο Μίλτον, είναι «το πολύτιμο αίμα ζωής ενός σπουδαίου πνεύματος» και τρέφει την ψυχή όποιου το διαβάζει. Ο μύθος του Σαμ Σάβατζ «Φέρμιν» (ελλ. έκδοση «Λιβάνης»), με ήρωα έναν αρουραίο που κατοικοεδρεύει σ’ ένα μαγαζί μεταχειρισμένων βιβλίων της Βοστώνης, κάνει κυριολεκτική τη μεταφορά του Μίλτον. Ο Φέρμιν ροκανίζει βιβλία γιατί δεν έχει τίποτ’ άλλο να φάει. Και χωνεύοντας τα γεύματά του από λέξεις, μαθαίνει κατά κάποιο τρόπο να διαβάζει, πράγμα που του δίνει τη δυνατότητα να πάει παντού χωρίς να φύγει από το λημέρι του. Διασχίζει την Αφρική μαζί με τον Μάρλοου και χαϊδεύει τη Νατάσα του Τολστόι, καθώς χορεύει μαζί της βαλς. Παρά την ποντικίσια χάρη του, ο Φέρμιν αναπτύσσει δηκτικό κριτικό αισθητήριο. Απεχθάνεται την «ποντικολογοτεχνία» γενικά, περιφρονεί τον Ράτι στο The Wind in the Willows και κατουράει αλαζονικά τον Ποντικομικρούλη.
Καθώς το χαρτί γίνεται ντεμοντέ και οι λέξεις μεταλλάσσονται σε ψηφιακά σημάδια που αναβοσβήνουν σε οθόνες, η λογοτεχνία χρειάζεται τέτοιους λάτρεις. Ο Μπάεζ αποτίει φόρο τιμής στο επάγγελμα του βιβλιοθηκονόμου, που ασκούσε και ο Μπόρχες, ο οποίος περιέγραφε τα βιβλία ως το πιο εκπληκτικό απ’ όλα τα εργαλεία που επινόησε ο άνθρωπος. Αλλες τεχνολογίες ασκούν τα άκρα μας ή τα αισθητήρια όργανά μας· το αλέτρι κάνει δυνατότερο το χέρι μας, το μικροσκόπιο και το τηλέφωνο επεκτείνουν την εμβέλεια των ματιών και των αυτιών μας. Το βιβλίο όμως είναι ένα εργαλείο που μάς επιτρέπει να ασκήσουμε τη φαντασία μας. Οπως ανακαλύπτει ο Φέρμιν όταν διασχίζει ωκεανούς και γεφυρώνει αιώνες, το διάβασμα πολλαπλασιάζει τη ζωή. [Η Καθημερινή, Kυριακή, 4 Iανoυαρίου 2009]
No comments:
Post a Comment