Tuesday, January 27, 2009

Ο «χωριανικός» κόσμος του Σωτήρη Δημητρίου



Του Παντελη Mπουκαλα, Η Καθημερινή, Tρίτη, 27 Iανoυαρίου 2009

Σωτήρης Δημητρίου: «Σαν το λίγο το νερό». Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2008, σελ. 197.

Το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (εκδ. Πατάκη, 2005), ο Σωτήρης Δημητρίου το είχε χαρακτηρίσει «Αφήγημα», με επεξηγηματικό υπότιτλο – ήθελε προφανώς να υποδείξει από μιας αρχής στον αναγνώστη ότι διέφερε ως προς τη μέθοδο και τη σκόπευση από τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα που είχε δημοσιεύσει ώς τότε. Και πράγματι το βιβλίο εκείνο, με τον μεικτό χαρακτήρα του, μυθοπλαστικό αλλά και αυτοαναφορικό – αυτοσχολιαστικό, βρισκόταν σε απόσταση από τη φόρμα ενός διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος.

Σε απόσταση επίσης βρίσκεται και το καινούργιο του έργο, το «Σαν το λίγο το νερό». Το κείμενο δύσκολα ταξινομείται, ακριβώς επειδή είναι και πάλι μεικτό, άλλοτε εσωστρεφές και αυτοσχολιαστικό και άλλοτε τυπικά αφηγηματικό, όπως όλο και συχνότερα βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, στη διεθνή και την ελληνική πεζογραφία, με τον δοκιμιακό λόγο (άλλοτε αυστηρό κι άλλοτε εκλογοτεχνισμένο και σχεδόν λυρικόηχο) να εισχωρεί στην επικράτεια της μυθοπλασίας. Χρειάζεται ιδιαίτερη μαστοριά σε αυτές τις δοκιμές και αναζητήσεις για να κατακτηθεί η ισορροπία, η «νομιμότητα» του υβριδικού είδους, για να θυμηθούμε τον Σολωμό. Χρειάζεται δηλαδή να αποδειχθεί πως η επιλογή υπήρξε λογοτεχνικά αναγκαία κι όχι απόρροια είτε μιας κάποιας κόπωσης της φαντασίας είτε μιας αγχωμένης επιθυμίας συντονισμού με τις νέες τάσεις.

Αν, όπως είχε ειπωθεί, οι ιστορίες που έχουμε να αφηγηθούμε και να ξανααφηγηθούμε αμέτρητες φορές είναι κατά βάση τρεις–τέσσερις (ο πόλεμος, η ξενιτιά κι ο δύσκολος νόστος, η αγάπη…), δεν πρέπει να είναι πολύ περισσότερες οι ιδέες που εμπνέουν και συνέχουν το έργο ενός συγγραφέα στην εξέλιξή του, οι «εμμονές» του: Μια παλιά πλην αμείωτα συνεχιζόμενη αιμορραγία της μνήμης, ένα «τραύμα» σαν κι αυτά τα «μείζονα» που ανακαλύπτουν ή επινοούν οι ψυχαναλυτές για να στηρίξουν πάνω τους τις ερμηνείες τους, η αντίληψη του συγγραφέα για τη γλώσσα στη λογοτεχνία (αν και δεν είναι λίγοι οι μάλλον ανυποψίαστοι συγγραφείς για τους οποίους η γλώσσα δεν είναι παρά ταπεινός αχθοφόρος των βαρύτατων υποτίθεται διανοημάτων τους).

Οι «εμμονές» της γραφής του Σωτήρη Δημητρίου, όσες επιβεβαιώθηκαν με τα χρόνια κι από βιβλίο σε βιβλίο, είναι η συμπόνια του για τους ζορισμένους αυτού του κόσμου, εσωτερικούς ή εξωτερικούς μετανάστες, η τάση του να ενσωματώνει στα κείμενά του στίχους από τραγούδια, ιδίως δημοτικά, σαν τιμαλφή της συλλογικής μνήμης ή σαν κτερίσματα, η θερμότατη αγάπη του για τον «χωριανικό άνθρωπο» και τον «χωριανικό τρόπο ζωής», τέλος, η πίστη του πως όσα έχει να πει η μνήμη του πρέπει να ιστορηθούν με το ηπειρωτικό ιδίωμα, και μάλιστα όχι σε κάποια αμβλυμμένη, ήπια μορφή του αλλά στην αυθεντικότερη δυνατή, άρα και την πιο κλειστή για τον σημερινό αναγνώστη που η γλώσσα του είναι η κοινή, στρογγυλεμένη ελληνική, σχολική ή τηλεοπτική. Αντίθετα, στις αποστασιοποιημένες σκέψεις του για τη λογοτεχνία (του δικού του έργου συμπεριλαμβανομένου) ή για την κοινωνία που τώρα τον περιβάλλει, στο άξενο άστυ, ο Δημητρίου επιφυλάσσει μια τυπική δημοτική με κάπως «επίσημες» στιγμές ή κορυφώσεις, που ερωτοτροπούν με μια λόγια καθαρεύουσα.

Τις «εμμονές» του αυτές τις βλέπουμε ανεπτυγμένες και στο καινούργιο του βιβλίο, ένα κείμενο επίσης μεικτό όπως ήδη είπα, ως προς τη γλώσσα και το περιεχόμενό του, δοκιμιακό και μυθοπλαστικό συγχρόνως, που έρχεται σαν συνέχεια των «Οπωροφόρων». Από τέσσερα κεφάλαια αποτελείται το «Σαν το λίγο το νερό», διαφορετικού τόνου αλλά και γλωσσικής φόρμας το καθένα: αλλού επικρατεί η αστική δημοτική, κι αλλού, πρωτίστως στο δεύτερο κεφάλαιο και σε πολλές σελίδες του τέταρτου, επιβάλλεται το ηπειρωτικό ιδίωμα, μουσικότατο αλλά δυσπέλαστο έχω την εντύπωση ακόμα και για αναγνώστες που έχουν τη ρίζα τους στην Ηπειρο, κι αυτός ο σχετικός αποκλεισμός του αναγνώστη από το πλήρες νόημα και η σαγήνευσή του διά του ήχου των λέξεων παρακολουθούν τη γραφή του Δημητρίου από τα πρώτα της βήματα.

Με παράδοξο τρόπο, πάντως όχι καινοφανή στην ιστορία των γραμμάτων, αρχίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του ο συγγραφέας: σαν ήδη νεκρός: «Οταν πέθανα, είχα μια έντονη εξ ύψους αίσθηση του σώματός μου. (…) Βρέθηκα σ’ ένα γαλάζιο έμπεδο όπου ήταν χιλιάδες, άσπροι, αχνοφωτισμένοι σβόλοι. Ητανε ψυχές, ο νωπός θερισμός του θανάτου. Μια αλυπία με κυρίεψε αλλά δεν έχασα τη συνείδηση της εν ζωή ζωής μου. Κυρίως τη μνήμη. Ζωντάνεψε διαολεμένα». Η μνήμη του λοιπόν «προβάλλει με φοβερή ενάργεια» τα πάντα, πρωτίστως τα δυσάρεστα. Ετσι ο αφηγητής, μυθιστορηματικό πλάσμα αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας ταυτόχρονα, προβαίνει σε σκληρότατο απολογισμό του επί γης βίου του και αυτοκατηγορείται δριμύτατα για την «κατά κανόνα έλλειψη της συμπόνιας», για το ότι «κολάκευε αχρείους ανθρώπους», για τη «μισανθρωπία» και την «ψευδοευφυΐα» του, για το ότι «άπλωνε τα ράκη της λογοτεχνικής του ενασχολήσεως δημοσίως», για το «κομματάκι της συλλογικής εθνικής αυταρέσκειας που του αναλογούσε», για το ότι «παγιδεύτηκε πρωτίστως στην εικόνα του» και «με τα χρόνια φάσκιωσε την εκφραστικότητά του». Σ’ αυτή τη «μεταθανάτια προβολή», όπου ο ήρωάς μας, με τη μορφή μεταλούδας, κινείται μπρος–πίσω στο χρόνο και πάνω–κάτω στο σύμπαν, στα σύμπαντα μάλλον, και συναντάει έναν «απεσταλμένο» (που δεν είναι ο θεός αλλά ο απεσταλμένος ενός απεσταλμένου, κι αυτό επ’ άπειρον), τα «ερμάρια της μνήμης» μόνο πικρά πράγματα έχουν να προσφέρουν. Το μόνο που έχει για να κρατηθεί σ’ αυτή την παράξενη άζωη ζωή του ο άνθρωπος–πεταλούδα είναι «η μητρική του γλώσσα». Κι ακούει λοιπόν, «σαν σε μισόυπνο όνειρο», τη μάνα του και την αδερφή της να κουβεντιάζουν και να ανασταίνουν τη δική τους «χωριανική ζωή», με τα μικρά της θαύματα και τις πολλές πληγές της. Εισερχόμαστε έτσι στο δεύτερο κεφάλαιο, γεμάτο αίμα και εμφύλια φονικά – τα θύματα των εξιστορούμενων φονικών είναι της μιας πλευράς, αφού οι θύτες, «παλιανθρώποι» ή «βρικολάκοι», είναι αντάρτες. Η ιστορία, το ξέρουμε, δεν είναι ποτέ μονόπλευρη, με αυστηρά μοιρασμένους τους ρόλους των «αγίων» και των «αγρίων», η μνήμη ωστόσο, ατομική και συλλογική, δύσκολα αποφεύγει τη μεροληψία. Η λογοτεχνία πάντως, απολύτως ελεύθερη στις επιλογές της επί ποινή αυτακυρώσεως, μάλλον ωφελημένη βγαίνει όταν, για να αποδώσει δικαισύνη κατά κάποιον τρόπο, κατορθώνει να επιβληθεί στις προκαταλήψεις της μνήμης, στην έστω εύλογη μονομέρειά της.

Στο «Σαν το λίγο το νερό» οι κατακτήσεις της γραφής του Σωτήρη Δημητρίου επιβεβαιώνονται, απειλούνται όμως από το εξής: ό, τι μέχρι τώρα πρόβαλλε φυσικό (η χρήση λόγου χάρη του ηπειρωτικού ιδιώματος), θεωρητικοποιείται πλέον και ιδεολογικοποιείται. Η εξύμνηση, η εξιδανίκευση μάλλον, του «χωριανικού τρόπου ζωής» (εξιδανίκευση που αφορά ακόμα και τα προξενιά, που «απήλλασσαν απ’ το ευμετάβολο της ατομικής επιλογής και απ’ τη χοντράδα και τη φενάκη της ατομικής, μοναδικής ευτυχίας», και επιπλέον «απελευθέρωναν –κυρίως το σώμα– λόγω της μηδενικής εκκινήσεως και των χαμηλών προσδοκιών») είναι ένα φορτίο βαρύ για την καθαυτό λογοτεχνία, όσο λεπταίσθητες κι αν είναι ορισμένες από τις παρατηρήσεις του Σωτήρη Δημητρίου, ενός όντως οξυδερκούς παρατηρητή, κινδυνεύουν εξαιτίας της ίδιας της εσωτερικής τους εκκρεμότητας, της ταλάντευσής τους, αφού, για να το πω σχηματικά, χρησιμοποιούν το στόμα της λογοτεχνίας για να μιλήσουν με τη φωνή της κοινωνιολογίας. Αν χρειαζόμαστε αντιφάρμακο, όπως είναι πολύ πιθανό, για ν’ αντέξουμε στον «απομαγευμένο» αστικό κόσμο μας και για να μετριάσουμε τη δυσφορία μας, μάλλον δεν θα μας το προσφέρει η «λύπη θανάτου για το παρελθόν» ή η αχρείαστη έτσι κι αλλιώς υπερβολή της νοσταλγίας και η μυθοποίηση των περασμένων.

No comments: