Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 11/01/2009
Γιώργος Σκαμπαρδώνης: Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
«Οταν είμαι λίγο στενοχωρημένος, γράφω κάπως καλύτερα», έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Διαβάζοντας το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ένα μυθιστόρημα για τον Μάρκο και το ρεμπέτικο, για την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από τα «σαντουρόβιολα» του σμυρναίικου στους «μπουζουκομπαγλαμάδες», έχει κανείς την αίσθηση ότι το κείμενο παρακολουθεί την ανάπτυξη της φράσης αυτής, σε ποικίλες παραλλαγές και τονικότητες. Διότι από το 1930 ώς το 1940 ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν στενοχωρημένος, όλα ήταν εναντίον του: η γυναίκα του που τον απατούσε με τον στενό του φίλο και κουμπάρο του, η οικογένειά του που δεν τον καταλάβαινε, οι καθωσπρέπει που πολεμούσαν το ρεμπέτικο, η αστυνομία που τους κυνηγούσε, η ίδια η έμπνευση που συχνά στόμωνε. Κι όμως, την ίδια περίοδο έγραψε τα καλύτερα τραγούδια του, τα ηχογράφησε, τα εκτέλεσε στο πάλκο με την ξακουστή Τετράδα του Πειραιώς, μαζί τον Μπάτη, τον Δελιά και τον Παγιουμτζή, στο μαγαζί του που δεν πήρε ποτέ άδεια, αφού αρνήθηκε να «πάει με τα νερά» της αστυνομίας, στα μαγαζιά των άλλων, στον Πειραιά και την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. «Το μέσα του, ζωντανός ασβέστης, πολεμάει το απ’ έξω, το μαύρο». Η λαμπερή ιδέα έρχεται έστω και την τελευταία στιγμή, το δυνατό που κρύβεται βαθιά μέσα του δεν το κάνει ζάφτι τίποτα και κανείς.
Κερδίζει το στοίχημα
Αυτόν τον σπαραγμό, αυτόν τον πόλεμο, του καλλιτέχνη με τον κόσμο και τον εαυτό του αποτυπώνει ο Σκαμπαρδώνης στο μυθιστόρημά του, περνώντας από το ιστορικά και προσωπικά εντοπισμένο στο καθόλου της ανθρώπινης συνθήκης. Κερδίζοντας το στοίχημα που έβαλε τόσο σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς επιστρέφει σε ένα πεδίο που έχει ήδη εξερευνήσει αλλά διαφορετικά με το «Ουζερί Τσιτσάνης», όσο και με τα κείμενα και τις εικόνες των άλλων, για το ρεμπέτικο, τον Μάρκο, την εποχή.
Ετσι, στις σελίδες του «Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας», ρυθμικά κατανεμημένες και κινηματογραφικά μονταρισμένες, διαβάζει κανείς αφενός τον καημό για μια γυναίκα και αφετέρου τον σεβντά για τη δημιουργία, για τον τόνο, τον στίχο στη σωστή του ώρα, στη σωστή του μορφή, για την έμπνευση που ξεχειλίζει και αναστέλλεται, δικαιώνει και διαφεύγει: σκηνές από ένα γάμο και πορτρέτο του καλλιτέχνη. Στο βάθος το λιμάνι, ο Πειραιάς, η φτωχολογιά, η προσφυγιά, η μαγκιά. Το εμβληματικό λιμάνι των μπλουζ, των φάδος, των τάνγκος και των ρεμπέτικων κι ο λαϊκός καλλιτέχνης, βασισμένος στο ένστικτο και τη διαίσθηση, χωρίς τεχνικές γνώσεις, που τον πνίγουν τα αισθήματα, οι εικόνες, τον κατακλύζουν και πρέπει να εκφραστεί για να σωθεί, για να υπάρξει. Λέει και πάλι ο Βαμβακάρης για την πρώτη επαφή του με τα γράμματα: «Οταν έμαθα την αλφαβήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τι δεν θα ’δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που ’γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή μου από τη φούντωση. Τα γράμματα μου παίρναν την στενοχώρια». Αυτή τη φούντωση και αυτό το αλάφρωμα πασχίζει να συλλάβει το μυθιστόρημα· την ασύνειδη επίγνωση του προορισμού, του αναπότρεπτου της δημιουργίας, όπως ορίζεται από μια ζωή και μια ψυχή που κινούνται εκτός κανόνων.
Πικρό χιούμορ
Ο Σκαμπαρδώνης αφήνει να μιλήσουν τα γεγονότα, οι κινήσεις, οι διάλογοι, οι σιωπές. Αφήνει τα πρόσωπα να αυτοπροσδιοριστούν με φυσικότητα, μέσα στο χώρο τους, ως απλοί άνθρωποι που τραγουδάνε μικρά, απλά τραγούδια, όπως έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Καταρχήν ερωτικά, αλλά μάλλον με κοινωνικό περιεχόμενο. Τραγούδια του βγαίνουν από «το περίσσεμα του μπελά της μέρας» και τα γράφει εντέλει το όργανο μόνο του. Με άφθονο όπως πάντα χιούμορ, συχνά μαύρο και πικρό, να φωτίζει λοξά τη φτώχεια και την καταστολή, το φόβο και την απόρριψη, με μια γλώσσα ολοζώντανη, μιλημένη, ο Σκαμπαρδώνης μας μιλάει για το «μπλουζ της Ανατολής» αλλά και για τον καημό του ποιητή, που ζει μέσα και μαζί έξω από τον κόσμο, καταλήγοντας, εντέλει, να σχολιάζει σπαρακτικά την ανθρώπινη συνθήκη.
No comments:
Post a Comment