Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Σαράντα εννέα δελτάρια και είκοσι οκτώ γράμματα του ποιητή προς τον Αρη Αλεξάνδρου και, κυρίως τη σύντροφό του, ποιήτρια Καίτη Δρόσου, συγκεντρώθηκαν στον τόμο «Τροχιές σε διασταύρωση» Σταλμένα από τόπους εξορίας, δεν είναι μόνο τεκμήρια μιας μεγάλης φιλίας, αλλά και ντοκουμέντα με ιστορική και λογοτεχνική αξία.
«Καιτούλα μου αγαπημένη». «Καιτούλα μου γλυκιά». «Μικρούλα μου Καιτούλα». Δεκατρία χρόνια χώριζαν τον 43χρονο Γιάννη Ρίτσο από την 30χρονη ποιήτρια και μεταφράστρια Καίτη Δρόσου, σύντροφο του Αρη Αλεξάνδρου. Ανάμεσά τους δημιουργήθηκε μία μακρά φιλία, η οποία τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους ήταν μία σχέση «πατρική» και προστατευτική: ο ώριμος ποιητής συμβουλεύει τη νεότερη δημιουργό τι να κρατάει και τι να πετάει από την ποίησή της. Αργότερα, που θα μπει στη ζωή τής Καίτης Δρόσου ο συγγραφέας του «Κιβωτίου», ο Γιάννης Ρίτσος θα απευθυνθεί στο ζεύγος ως σάρκαν μίαν.
Αυτή η συνομιλία διασώζεται μέσα από επιστολές στον τόμο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αγρα»: Γιάννης Ρίτσος «Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Αρη Αλεξάνδρου» (πρόλογος: Καίτη Δρόσου, επιμέλεια - εισαγωγή - σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου, σελ. 416, ευρώ 29). Τα δελτάρια της εξορίας και πολλές επιστολές αναπαράγονται έγχρωμα στις σελίδες του βιβλίου (λινόδετο με κουβερτούρα), δίνοντας έτσι την αίσθηση του χειρογράφου στον αναγνώστη.
Τα σαράντα εννέα δελτάρια, που σήμερα βρίσκονται στα χέρια της Καίτης Δρόσου, επιμερίζονται σε τρεις ενότητες: 15 από το Κοντοπούλι και τον Μούδρο της Λήμνου (9 Οκτωβρίου 1948 - 12 Ιουλίου 1949). 17 «Μακρονησιώτικα» (31 Σεπτεμβρίου 1949 - 20 Μαΐου 1950). 17 από τον Αϊ-Στράτη (1 Ιουλίου 1950 - 3 Μαΐου 1952).
Από την αλληλογραφία του ζεύγους Αλεξάνδρου με τον Γιάννη Ρίτσο σώζονται είκοσι οκτώ επιστολές του τελευταίου από το 1971, το 1972 (10), το 1973 (3), το 1974 (2), το 1976 (1), το 1977 (1) και το 1978 (μετά τον θάνατο του Αρη Αλεξάνδρου). Τέλος, πέντε επιστολές απευθύνει ο Αρης Αλεξάνδρου στον μέντορά του ποιητή, την εποχή που ο αυτοεξόριστος συγγραφέας ολοκληρώνει στο Παρίσι το αριστούργημά του «Το κιβώτιο».
Τα δελτάρια και οι επιστολές του Γιάννη Ρίτσου περνούν από τη λογοκρισία. Ετσι, οι πολιτικές νύξεις, όπου υπάρχουν, είναι κωδικοποιημένες. Επειδή δεν μπορούν τα ειπωθούν τα πράγματα με τ' όνομά τους, ο ποιητής προκρίνει κυρίως την περιγραφή του τοπίου με λυρικούς τόνους:
Επισημαίνει η επιμελήτρια του βιβλίου Λίζυ Τσιριμώκου: «Το βλέμμα του εξόριστου γίνεται φωτογραφικό: υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει καθημερινά μία επαναλαμβανόμενη μονοτονία και μη δυνάμενος να κοινολογήσει παρά τα τετριμμένα και ανώδυνα, γίνεται εξαντλητικά περιγραφικός - ένας μεγεθυντικός φακός που αποτυπώνει πιστά μικρολεπτομέρειες και στιγμιότυπα, ένας ευαίσθητος σεισμογράφος που προσπαθεί να αναμεταδώσει στους "απέξω" τις υπόγειες δονήσεις και αντιδράσεις».
Ιδού ορισμένα δείγματα γραφής του Γιάννη Ρίτσου: «Φτάσαν οι αγέρηδες - σφυρίζουν απ' έξω - τριζοβολάν τα τζάμια. Είναι μια αγριάδα και μια δύναμη». «Σήμερα κρύο κι αγέρας - τι αγέρας - δεν μπορείς να βγεις ένα βήμα -ατέλειωτη βουή- το χιόνι στροβιλίζεται- δε στέκει - μια τρομερή ζωντάνια και δύναμη [...] κι από μέσα η καρδιά σου αποκρίνεται - βουή στη βουή - κάτι πρέπει να φτιάξουμε μεγάλο».
Η Καίτη Δρόσου, με την απόσταση του χρόνου, μόνον θετικά έχει να θυμάται από τον Γιάννη Ρίτσο της εξορίας και της καθημερινής συνύπαρξης:
«Ολη η συμπεριφορά, η πολιτεία του Γιάννη, όπου κι αν βρέθηκε, στις εξορίες, στα στρατόπεδα, στις φιλικές συναντήσεις, με όποιους και αν βρέθηκε, συναδέλφους ή απλούς αγωνιστές, η συμπεριφορά του, λοιπόν, ήταν μία και μόνη: να εμψυχώνει. Σε τέτοιον βαθμό, ώστε για ένα διάστημα ψυχράνθηκαν οι ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τον Αρη. Συνέβη στον Αϊ-Στράτη. Ο Ρίτσος δικαιολογεί, δικαιώνει, ευλογεί έως και διακοσμεί».
Ομως, ο Αρης Αλεξάνδρου, σε επιστολή του 1972, θα εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Γιάννη Ρίτσο, γιατί σ' αυτόν όφειλε την ολοκλήρωση της συγγραφής του «Κιβωτίου»: «Δίχως τις παροτρύνσεις σου το "Κιβώτιο" δε θα 'τανε ακόμα γραμμένο, το διάβασες, το βρήκες έξοχο, μου έδωσες την άδεια να το πω σε όποιον θέλω, και από πάνω μου λες κι ευχαριστώ».
Αυτή η συνομιλία διασώζεται μέσα από επιστολές στον τόμο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αγρα»: Γιάννης Ρίτσος «Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Αρη Αλεξάνδρου» (πρόλογος: Καίτη Δρόσου, επιμέλεια - εισαγωγή - σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου, σελ. 416, ευρώ 29). Τα δελτάρια της εξορίας και πολλές επιστολές αναπαράγονται έγχρωμα στις σελίδες του βιβλίου (λινόδετο με κουβερτούρα), δίνοντας έτσι την αίσθηση του χειρογράφου στον αναγνώστη.
Τα σαράντα εννέα δελτάρια, που σήμερα βρίσκονται στα χέρια της Καίτης Δρόσου, επιμερίζονται σε τρεις ενότητες: 15 από το Κοντοπούλι και τον Μούδρο της Λήμνου (9 Οκτωβρίου 1948 - 12 Ιουλίου 1949). 17 «Μακρονησιώτικα» (31 Σεπτεμβρίου 1949 - 20 Μαΐου 1950). 17 από τον Αϊ-Στράτη (1 Ιουλίου 1950 - 3 Μαΐου 1952).
Από την αλληλογραφία του ζεύγους Αλεξάνδρου με τον Γιάννη Ρίτσο σώζονται είκοσι οκτώ επιστολές του τελευταίου από το 1971, το 1972 (10), το 1973 (3), το 1974 (2), το 1976 (1), το 1977 (1) και το 1978 (μετά τον θάνατο του Αρη Αλεξάνδρου). Τέλος, πέντε επιστολές απευθύνει ο Αρης Αλεξάνδρου στον μέντορά του ποιητή, την εποχή που ο αυτοεξόριστος συγγραφέας ολοκληρώνει στο Παρίσι το αριστούργημά του «Το κιβώτιο».
Τα δελτάρια και οι επιστολές του Γιάννη Ρίτσου περνούν από τη λογοκρισία. Ετσι, οι πολιτικές νύξεις, όπου υπάρχουν, είναι κωδικοποιημένες. Επειδή δεν μπορούν τα ειπωθούν τα πράγματα με τ' όνομά τους, ο ποιητής προκρίνει κυρίως την περιγραφή του τοπίου με λυρικούς τόνους:
Επισημαίνει η επιμελήτρια του βιβλίου Λίζυ Τσιριμώκου: «Το βλέμμα του εξόριστου γίνεται φωτογραφικό: υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει καθημερινά μία επαναλαμβανόμενη μονοτονία και μη δυνάμενος να κοινολογήσει παρά τα τετριμμένα και ανώδυνα, γίνεται εξαντλητικά περιγραφικός - ένας μεγεθυντικός φακός που αποτυπώνει πιστά μικρολεπτομέρειες και στιγμιότυπα, ένας ευαίσθητος σεισμογράφος που προσπαθεί να αναμεταδώσει στους "απέξω" τις υπόγειες δονήσεις και αντιδράσεις».
Ιδού ορισμένα δείγματα γραφής του Γιάννη Ρίτσου: «Φτάσαν οι αγέρηδες - σφυρίζουν απ' έξω - τριζοβολάν τα τζάμια. Είναι μια αγριάδα και μια δύναμη». «Σήμερα κρύο κι αγέρας - τι αγέρας - δεν μπορείς να βγεις ένα βήμα -ατέλειωτη βουή- το χιόνι στροβιλίζεται- δε στέκει - μια τρομερή ζωντάνια και δύναμη [...] κι από μέσα η καρδιά σου αποκρίνεται - βουή στη βουή - κάτι πρέπει να φτιάξουμε μεγάλο».
Η Καίτη Δρόσου, με την απόσταση του χρόνου, μόνον θετικά έχει να θυμάται από τον Γιάννη Ρίτσο της εξορίας και της καθημερινής συνύπαρξης:
«Ολη η συμπεριφορά, η πολιτεία του Γιάννη, όπου κι αν βρέθηκε, στις εξορίες, στα στρατόπεδα, στις φιλικές συναντήσεις, με όποιους και αν βρέθηκε, συναδέλφους ή απλούς αγωνιστές, η συμπεριφορά του, λοιπόν, ήταν μία και μόνη: να εμψυχώνει. Σε τέτοιον βαθμό, ώστε για ένα διάστημα ψυχράνθηκαν οι ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τον Αρη. Συνέβη στον Αϊ-Στράτη. Ο Ρίτσος δικαιολογεί, δικαιώνει, ευλογεί έως και διακοσμεί».
Ομως, ο Αρης Αλεξάνδρου, σε επιστολή του 1972, θα εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Γιάννη Ρίτσο, γιατί σ' αυτόν όφειλε την ολοκλήρωση της συγγραφής του «Κιβωτίου»: «Δίχως τις παροτρύνσεις σου το "Κιβώτιο" δε θα 'τανε ακόμα γραμμένο, το διάβασες, το βρήκες έξοχο, μου έδωσες την άδεια να το πω σε όποιον θέλω, και από πάνω μου λες κι ευχαριστώ».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 05/01/2009
No comments:
Post a Comment