Με αφορμή τη συλλογική έκδοση του Γιώργου Χρονά: «Τα ποιήματα 1973-2008», εκδόσεις «Οδός Πανός»
Μετά από λίγο καιρό στο ιστορικό βιβλιοπωλείο «Ελπήνωρ» στο Κολωνάκι, η αγαπημένη παρέα - που, αν και έχει χαθεί, την προσκυνώ: Αλέξης Ακριθάκης, Γιώργος Κούνδουρος, Γιάννης Λελούδας και Κώστας Ταχτσής - μιλούσε για μια ποιητική συλλογή που μόλις είχε κυκλοφορήσει και τους είχε προκαλέσει αίσθηση. Ενα αντίτυπο μου το έκανε δώρο ο Ακριθάκης και είδα με χαρά ότι ήταν του Χρονά. Η γραφή του με κατέκτησε αμέσως. Το ζητούμενο σ' ένα βιβλίο είναι η αυθεντικότητα, όλα τ' άλλα τα χαρίζω στους ανέραστους κριτικούς. Ο Χρονάς έκανε γενναία την εμφάνισή του και μ' εντυπωσίασε το γεγονός πως βρέθηκε ανάμεσά μας με ανοιχτά τα χαρτιά του. Εκτοτε παίζει στα ίσα μέσα στο αποτρόπαιο περιβάλλον της λογοτεχνίας, που είναι βαθιά συντηρητικό, γεμάτο ανθρώπους που κρύβονται αδέξια πίσω από τα βιβλία τους, τρελοί και παλαβοί για κοινωνική καταξίωση, ασκούμενοι στην υπομονή εν αναμονή ενός κρατικού βραβείου. Χωρίς να το καταλάβουμε, γεννήθηκε το μοντέλο του ποιητή που έρχεται πάντα από κάποια μακρινή επαρχία για να κερδίσει το πολυπόθητο κέντρο. Πρόκειται για ολέθρια επινόηση της γενιάς του '30, που έκανε πολλές φορές τον Ζήσιμο Λορεντζάτο να παραμιλά όποτε αισθανόταν ότι το κέντρο αυτό κλονιζόταν και κινδύνευε να χαθεί. Η ιστορία του κέντρου δημιούργησε το χειρότερο εμπάργκο στο χώρο των Γραμμάτων. Ορισμένοι ποιητές και μόνο με την παρουσία τους αντιστάθηκαν σ' αυτό, ανάμεσά τους και ο Χρονάς. Οι αποσκευές του έχουν τώρα δεκαοχτώ βιβλία, ποιήματα, πεζογραφία, θέατρο. Τα ποιήματά του σε κάνουν να κοιτάξεις στα μάτια το φίλο σου, τη μάνα σου, την παρέα, τον ίδιο το χώρο που ζεις.
Ηταν κι αυτά μέρος της γενικευμένης ψευδαίσθησης που κερδίζει προσώρας, γιατί δίπλα στους λιγοστούς σημαντικούς δημοσιεύουν και τα ψώνια, νομίζοντας έτσι πως αποκτούν εξουσία.
Το περιοδικό «Οδός Πανός» γεννήθηκε μέσα στον Χρονά από τα πρώτα του ποιήματα, όπως το «Θρήνος για μυημένους ταξιδιώτες»: «Εκείνοι που γεννήθηκαν για ν' ανήκουν στον Κάτω Κόσμο / δε θ' αγαπηθούν όσο και να το γυρεύουν, δε θα / υπάρξουν ποτέ παρά σε κάτι μικρές στο χρόνο / ιστορίες ασήμαντες. Ενα πρωί θ' ακουστεί ο δικός τους / θρήνος στο δρόμο με τα κόκκινα ρόδα, θα φύγουν για τον / Κεραμεικό - μάνες μαύρες, φίλοι μαύροι, τυφλοί οργανοπαίχτες. Η ταφή ήταν εικονική. Αυτοί γεννήθηκαν / για ν' ανήκουν στη γη κάτω από το χώμα (...)».
No comments:
Post a Comment