Τσέσλαβ Μίλος, Η κοιλάδα του Ισσα, μετ.- επιμ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη
«Πάντοτε πίστευα ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ανήκει σε μια [...] ιδεώδη λιθουανική λογοτεχνία. Στη λογοτεχνία αυτή, [...] έχουμε αυτούς τους χαρακτήρες και αυτά τα μοτίβα, αυτά τα τοπία και αυτές τις εποχές, αλλά, δυστυχώς, δεν έχουμε κανένα μυθιστόρημα που να τα συναιρεί όλα σε ένα τόσο ολοκληρωμένο και όμορφο έργο. Το εν λόγω μυθιστόρημα ανήκει στην πολωνική λογοτεχνία. Υπό μία έννοια όμως, αυτό δεν έχει τελικά καμία σημασία».
Η περιγραφή της «Κοιλάδας του Ισσα» από τον φίλο του Τσέσλαβ Μίλος, Λιθουανό ποιητή Τομάς Βενκλόβα μας εισάγει κατευθείαν στην ιδιαιτερότητα του έργου: ο Πολωνός νομπελίστας Μίλος, σημαδεμένος από την ξενότητα και την εξορία, έγραψε ένα αριστουργηματικό πολωνικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ακρογωνιαίος λίθος της λιθουανικής μυθιστοριογραφίας. Γεννημένος στη Λιθουανία, που απ’ όταν έπαψε να είναι ένα «απάτητο δάσος που το επισκέπτονταν λιγοστά πλοία των Βίκινγκς και μόνο» δεν σταμάτησε να αλλάζει χέρια. Εζησε στην Πολωνία, υπηρέτησε αρχικά ως διπλωμάτης το κομμουνιστικό καθεστώς και στη συνέχεια ζήτησε πολιτικό άσυλο στο Παρίσι (1951). Το 1960, μετακόμισε στις ΗΠΑ. Γύρισε στην Πολωνία μετά το Νόμπελ του 1980 και όταν πια τα έργα του κυκλοφορούσαν ελεύθερα, όπου και πέθανε.
Αντιφρονών, όχι ως λαμπρό πνεύμα αλλά ως ευαίσθητο στομάχι όπως έλεγε, συγγραφέας ενός θρυλικού δοκιμίου για τον ολοκληρωτισμό («Η αιχμάλωτη σκέψη», Ευρωεκδοτική), ο Μίλος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του καιρού μας, καθώς εντάσσει την Ιστορία σε μια ποίηση έντονα μεταφυσική, όσο και ριζωμένη στα πράγματα καθαυτά, τα οποία μεταμορφώνει. Αρνήθηκε τη λειτουργία της «υγιούς» σοσιαλιστικής τέχνης, διεκδικώντας το δικαίωμα της τέχνης στην πλάνη και προείπε τα κακά του πολέμου, αλλά και την πτώση του ολοκληρωτισμού – την ώρα που «εκατομμύρια οπαδοί της Νέας Πίστης θα στραφούν εναντίον της».
Πολιτική κριτική. Ενα από τα σημαντικότερα έργα του, η «Κοιλάδα του Ισσα», γραμμένη στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και δημοσιευμένη το 1955, μιλάει για τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη Λιθουανία, μακριά από τους γονείς του, στο σπίτι των παππούδων του. Από το έργο δεν λείπει η πολιτική σκέψη και κριτική, όπως στην πραγμάτευση της σχέσης αφεντάδων - χωρικών· ή στη θαυμάσια παρωδία με τη συνέλευση των διαβόλων που ενημερώνονται από την Κεντρική Επιτροπή τους για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς τους: «λήγουν τα χοροπηδητά στα δάση και στους αγρούς» [...], η πρόοδος τους εγκλωβίζει σε ζοφερές γωνιές της γης». Είναι οι πάμπολλοι διάβολοι που αποτελούν το πλέον διακριτικό γνώρισμα του Ισσα και της κοιλάδας του και κάνουν τον συγγραφέα να αναρωτιέται: «πώς να ξεχωρίσει κανείς τα όντα που ήρθαν στην περιοχή με την εμφάνιση του Χριστιανισμού από τα άλλα τα αρχαιότερα;».... [συνεχίζεται, Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 1/6/2008]
No comments:
Post a Comment