Τον τίτλο του βιβλίου του με θέμα τη ζωή του νομπελίστα συγγραφέα Β.Σ. Νάιπολ, ο Φίλιπ Φρεντς παίρνει από ένα από τα γνωστότερα βιβλία του βιογραφούμενου. Το «Γύρισμα του ποταμού» και συγκεκριμένα την πρώτη φράση που λέει τα εξής: «Ο κόσμος είναι αυτό που είναι· εκείνοι που δεν είναι τίποτα, που αφήνουν τον εαυτό τους να γίνει ένα τίποτα, δεν έχουν θέση μέσα του». Τέτοιες αποστροφές μόνο αγανάκτηση προκαλούν στους ανοιχτόμυαλους ανθρώπους, ενστικτώδη σχεδόν αγανάκτηση. Η προσεκτικά σχεδιασμένη πρόταση που χωρίζεται με μια άνω τελεία σε δύο μέρη, ίσως να είχε αυτόν τον σκοπό. Σίγουρο όμως είναι ότι περικλείει απολύτως τον άνθρωπο, τον φόβο του του κενού, την περιφρόνησή του για τους ηττημένους. Και σίγουρα η περιέργεια που παράλληλα προκαλεί, είναι ένας καλός λόγος για να διαβάσει κανείς τη βιογραφία. Οπως γράφει ο «Εκόνομιστ», είναι μια διεισδυτική, αντικειμενικά και πλατιών οριζόντων προσπάθεια. Τίτλος: The World is what it is (εκδ. Picador, 400 σελ., 20 στερλίνες).Ο γεννημένος το 1932, στο Τρινιδάδ, ινδικής καταγωγής, Β.Σ. Νάιπολ, σήμερα σερ Βίντια Νάιπολ, κατανοείται σαν περίπτωση, μόνο εντός του κοινωνικοϊστορικού περιβάλλοντος από το οποίο προήλθε. Το κενό, όπως γράφει ο βιογράφος, είναι το κέντρο του Τρινιδάδ. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα, οι Ισπανοί, οι Ολλανδοί, οι Γάλλοι και οι Αγγλοι ξεκλήρισαν και αφάνισαν τον ντόπιο πληθυσμό του νησιού. Το κενό γέμισαν μετανάστες από παντού - απόγονοι των εξολοθρευτών, Ελληνες, Πορτογάλοι, Δυτικοαφρικανοί, Κινέζοι, Ινδοί, Βενεζουελάνοι και Μαδεϊράνοι, όλοι τους, διαιρεμένοι από τη ράτσα και τη γλώσσα και χωρισμένοι ακόμα από τη θρησκεία και την κάστα στην οποία ανήκαν· και οριοθετημένοι τελικά από το χρώμα, άσπρο, ασπρουλό, τσαγιένιο, καφένιο, σοκολατένιο, μαύρο, κατάμαυρο, όπως το λέει ένα τραγουδάκι της Καραϊβικής.
Οι πρόγονοι του Νάιπολ αξίωναν το στάτους των Βραχμάνων, αλλά στο Τρινιδάδ έφθασαν ως ανειδίκευτοι εργάτες, οι πιο καταφρονεμένοι των καταφρονεμένων, φορτωμένοι σε πλοία και προερχόμενοι από τη λιμοκτονούσα Ινδία του 19ου αιώνα. Σκοπός ήταν να αναπληρώσουν το κενό που άφησαν οι απελευθερωμένοι σκλάβοι. Από την πλευρά της μητέρας του, κατάφεραν να αποκτήσουν ένα μεγάλο σπίτι και ένα μαγαζί, καταλαμβάνοντας μια θέση που τους επέτρεπε αυτοί να περιφρονούν τους άλλους. Από τη μεριά του πατέρα του, παρέμεναν κοντά στη γη και στη δούλεψή της. Αξιοπερίεργα όμως, ο πατέρας του Σεσπερσάντ Νάιπολ ήταν εκείνος που απέδρασε όχι μέσω της απόκτησης μαγαζιού, αλλά μέσα από την κατάκτηση της γλώσσας. Εμαθε μόνος του αγγλικά και κατάφερε να πιάσει δουλειά ως δημοσιογράφος στην «Γκάρντιαν της Τρινιδάδ». Εγραψε και διηγήματα που το στυλ τους ο γιος καμάρωνε ότι είχε πρότυπό του. Το να ζεις όμως σε δυο κόσμους, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είναι και ριψοκίνδυνο. Μια ημέρα, ο πατέρας κοίταζε τον καθρέφτη και είδε το τίποτα, σαν να είχε εξαφανισθεί σε κάποιο πολιτισμικό αδιέξοδο. Ο σερ Βίντια δαπάνησε τη ζωή του πασχίζοντας να ανοίξει δρόμο στο ίδιο αδιέξοδο. Μες στη φασαρία της πολυμελούς οικογένειας, πάνω από 20 ξαδέλφια, 40 άτομα που κοιμώνταν στο ίδιο σπίτι, ο πατέρας διάβαζε στον γιο Τσαρλς Ντίκενς, Γκι ντε Μοπασάν, Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Σόμερσετ Μομ. Το καλύτερο σχολείο του νησιού, το Κουίνς Ρόαγιαλ Κόλετζ, τον μεταμόρφωσε σε Αγγλο του δημόσιου σχολείου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1950, άδραξε την ευκαιρία, σαν φοιτητής στο Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ της Οξφόρδης, να νικήσει τους Αγγλους στο ίδιο το παιχνίδι τους, τη γλώσσα. Εξυπνος, γοητευτικός, με αψεγάδιαστη προφορά, έμοιαζε τακτοποιημένος. Φλερτάρισε και κέρδισε τη φοιτήτρια της Ιστορίας, Πατρίτσια Χέιλ, όντας αρκετά δυνατός για να τα βάλει με τις φυλετικές προκαταλήψεις των γονιών της. Αλλά, μετά την Οξφόρδη, στη δεκαετία του 1950, η Αγγλία του έκλεισε τις πόρτες. Σε μια συνέντευξη εργασίας του BBC, οι εξεταστές τού γέλασαν κατάμουτρα. Θύμωνε και ανέλυε. Στα γράμματά του στην Πατρίτσια λέει πράγματα που προοιωνίζονται το μετέπειτα έργο του. Ουδέποτε γύρισε πίσω. Ηταν συγγραφέας και όχι ένας περιφερόμενος συγγραφέας από το Τρινιδάδ... [The Economist, Η Καθημερινή, 30/5/2008]
No comments:
Post a Comment