- ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ* Η ΑΥΓΗ: 07/02/2010
- MARTIN JAY, Η διαλεκτική φαντασία. Mια ιστορία της Σχολής της Φραγκφούρτης και του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας (1923-1950), πρόλογος-μετάφραση Φώτης Τερζάκης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 384
Η σχολή της Φραγκφούρτης είναι η πιο φημισμένη ομάδα αιρετικών στοχαστών με αριστερό στίγμα, και ο Μάρτιν Τζέυ είναι αδιαμφισβήτητα ο κλασικός ιστορικός της. Υπό μία έννοια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ένα μεγάλο μέρος της φήμης που απέκτησε η σχολή οφείλεται στη Διαλεκτική φαντασία του Μάρτιν Τζέυ.
Ο Τζέυ είναι η προσωπικότητα που με αξιοζήλευτη φροντίδα συνέλεξε, μεσούσης της κοσμογονίας του '68, το σκόρπιο ίσαμε τότε έργο όσων πλαισίωσαν τη σχολή στα πιο δημιουργικά της χρόνια (1923-50) για να το εκθέσει μέσα σε μια ολοκληρωμένη αφήγηση, με αρχή, μέση και τέλος. Η εξιστόρησή του αρχίζει με ορισμένα σταθερά μοτίβα κι ανοίγει για να προστεθούν χαρακτήρες και σκηνές ενός δράματος, για το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε πως αντιστοιχεί στην τραγικότητα του ριζοσπαστικού δυτικού στοχασμού. Μέσα από τη διήγηση του Τζέυ βλέπουμε όχι μόνον να εκτυλίσσεται η περιπετειώδης ιστορία αυτών των Γερμανοεβραίων διανοητών, που το αποτύπωμά τους φέρουν ορισμένα από τα μείζονα έργα του εικοστού αιώνα, μα και το αντικειμενικό πνεύμα το οποίο έμελλε σιγά-σιγά να σβήσει μαζί με όσους αγωνίστηκαν για να το κατανοήσουν και να περισώσουν την αρνητική του στιγμή.
Την περίοδο κατά την οποία ο Τζέυ συνέθετε το έργο του (1968-73) μεσουρανούσε το αστέρι του Χέρμπερτ Μαρκούζε σε Αμερική και Ευρώπη, ο οποίος χάρη στον Μονοδιάστατο άνθρωπο είχε αναδειχθεί σε μέντορα της νέας αριστεράς. Την ίδια εποχή, οι δύο βασικοί στυλοβάτες της σχολής, ο Χόρκχαϊμερ και ο Αντόρνο, είχαν διανύσει για μία ακόμη φορά τον Ατλαντικό και βρίσκονταν εγκατεστημένοι στη Φραγκφούρτη. Είχαν πλέον κερδίσει την επίσημη αποδοχή μα και την αμφισβήτηση από το καινοφανές τότε νεολαιίστικο κίνημα. (Ένα ανέκδοτο της εποχής θέλει τον Αντόρνο να έχει υποστεί καρδιακό επεισόδιο ύστερα από χάπενινγκ φοιτητριών στη διάρκεια του μαθήματός του το 1968, πράγμα μάλλον ανακριβές, οπότε κι έγραψε το ελεγειακό δοκίμιό του «Παραίτηση», ενώ έναν χρόνο μετά απεβίωσε).
Ο Μάρτιν Τζέυ συνδέθηκε στενά στην Αμερική με ένα από τα βασικά μέλη του κύκλου της Φραγκφούρτης, τον Λέο Λόβενταλ, ο οποίος του παρείχε ένα πλήθος πληροφοριών και υλικού για να γράψει την ιστορία του Ινστιτούτου και τον έφερε σε επαφή με τα περισσότερα από τα επιζώντα μέλη και συνεργάτες του. Η αφήγηση αρχίζει από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Ινστιτούτου, το 1923, στο εργαστήρι των εξελίξεων του δυτικού πολιτισμού: τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Το Ινστιτούτο ιδρύεται αφού έχει εξασφαλίσει την ανεξαρτησία του (οικονομική και θεσμική) από το πανεπιστήμιο, μια και όσοι το συναπαρτίζουν έχουν την πεποίθηση ότι η έρευνα και η διδασκαλία είναι αδύνατον να προχωρήσει με βάση τις παραδεκτές πανεπιστημιακές κατευθύνσεις. Έκτοτε παρέμεινε αταλάντευτο στην αρχή της ανεξαρτησίας του, γεγονός στο οποίο οφείλει κι ένα μεγάλο μέρος της δημιουργικότητας και του κύρους του. Το πρόταγμά του ήταν η μαρξιστική θεώρηση των πραγμάτων σε μια νέα προοπτική, πρόταγμα που θα περάσει μέσα από μια σειρά αναθεωρήσεις, για να καταλήξει σε μια ανθρωπολογική κριτική της κυριαρχίας και του δυτικού ανθρώπου εν γένει.
Αυτή η εξέλιξη στη σκέψη των βασικών συντελεστών του βρίσκεται σε αμοιβαία σχέση με την περιπλάνηση των μελών και του Ινστιτούτου, μετά την άνοδο του ναζισμού, σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης και κατόπιν στην Αμερική. Εκεί, οι εκπατρισμένοι στοχαστές θα προχωρήσουν σε μια σειρά καινοφανών μελετών, συνδυάζοντας την ψυχανάλυση με τον μαρξισμό, αλλά πάντοτε με αναφορά στις ευρωπαϊκές παραδόσεις. Συγχρόνως, θα διεξάγουν εμπειρικές έρευνες, σε συνεργασία με αμερικανικά ιδρύματα και φορείς. Τα συμπεράσματά τους θα εδραιώσουν την απαισιοδοξία για την πράξη, για τη δυνατότητα πραγμάτωσης θεωρητικών συλλήψεων από κάποιο υποκείμενο (κατ' ουσίαν οι εμπειρικές έρευνές τους έχουν σαν στόχο να επικυρώσουν τις θεωρητικές συλλήψεις τους). Κοινή διαπίστωσή τους είναι ότι η κατίσχυση του υποκειμενικού ή εργαλειακού λόγου στο ευρωπαϊκό στερέωμα έχει ως υπεραναπλήρωμά της σ' αυτήν την ήπειρο την άλλη όψη της παρακμής του αστικού ατόμου, την ακμαία πολιτιστική βιομηχανία.
Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι οι κοινοί τόποι του στοχασμού τους διόλου δεν αίρουν τις αντιθέσεις και διαφωνίες που οδήγησαν στην περαιτέρω επεξεργασία τους. Ο Μάρτιν Τζέυ παρακολουθεί κατά πόδας όλη αυτή την ιστορική περίοδο και παρουσιάζει εκτενώς τις διαφορετικές θεωρητικές συλλήψεις των μελών, καθώς και τις θεωρητικές συγκρούσεις τους: τις αντιθετικές φιλοσοφικές ερμηνείες του Έριχ Φρομ και του Μαρκούζε για την ψυχανάλυση, τη διαμάχη μεταξύ του Πόλλοκ και του Νόυμαν για την ερμηνεία του ναζισμού και κατ' επέκταση του φιλελευθερισμού, θεωρητικές έριδες που σιγά-σιγά απομάκρυναν τον κύριο κορμό της σχολής από τον μαρξισμό και έφεραν μια σειρά από αναμεταξύ τους ρήξεις.
Η οδύσσεια τριών δεκαετιών δεν έφτασε στο τέλος της με τον μεταπολεμικό επαναπατρισμό της μερίδας των μελών του Ινστιτούτου που έλεγχε και τις κατευθύνσεις του. Ακολουθώντας τη δική τους αλληγορική ερμηνεία της ομηρικής Οδύσσειας στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, θα 'λεγε κανείς ότι η συνέχεια της επανόδου τους αντιστοιχεί στην αναμέτρηση του Οδυσσέα με τους επίδοξους μνηστήρες. Ωστόσο, όπως τονίζει κατ' επανάληψη ο Τζέυ, για τους ίδιους η επιστροφή στη Γερμανία ήταν λύτρωση, αφού η γερμανική γλώσσα τούς καθόριζε, ήταν ο «οίκος του είναι» τους, για να δανειστούμε μια έκφραση του Χάιντεγγερ, ο τόπος όπου μπορούσαν να εκφράσουν την αλήθειά τους. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η επίσημη Γερμανία είχε την ανάγκη να εξιλεωθεί για τη ναζιστική πολιτική της και να επανασυνδεθεί με το φιλοσοφικό παρελθόν της· άρα είχε κάθε λόγο να τους δεχθεί με τιμές και δόξες. Η αφήγηση του Τζέυ τελειώνει ουσιαστικά σ' αυτό το σημείο, όταν η καθαρή θεωρία της σχολής αρχίζει να γίνεται το κυρίαρχο υπόδειγμα ακαδημαϊκού και ριζοσπαστικού στοχασμού. Οι επισημάνσεις του γι' αυτήν την περίοδο είναι αναντίρρητα καίριες κι αντικατοπτρίζουν μεγάλο μέρος της αλήθειας για το ιστορικό παρόν της σχολής:
Τη στιγμή κατά την οποία η μεταπολεμική αναγέννηση του μαρξιστικού «παραδείγματος» έχανε την κυρίαρχη θέση της, η σχολή της Φραγκφούρτης εξακολούθησε να παίζει πρωτεύοντα ρόλο για πάνω από μια δεκαετία. Με μελαγχολία θυμάται κανείς ότι υπήρξε καιρός που προϋπόθεση για τις κάθε λογής σταδιοδρομίες ήταν και το «τσιτάρισμα» κάποιου, πολλές φορές άσχετου, εδαφίου από τους αστέρες της σχολής. Πολλά έχουν λεχθεί γύρω απ' αυτά. Γεγονός όμως είναι ότι η αρνητική στάση των ίδιων έναντι της πράξης ή της πολιτικής και συνάμα η αρνητική υποδοχή κάθε νεωτερισμού στην κουλτούρα, άφηναν ανοιχτή την πόρτα για κάθε λογής ελιτισμό και μάλιστα από ανθρώπους που δεν διέθεταν καν μία ανάλογη κουλτούρα, αλλά απλώς οι υπολογισμοί τους βολεύονταν με το άρωμα μιας αριστερίζουσας απαισιοδοξίας.
Το σίγουρο είναι ότι η σοσιαλδημοκρατική στροφή της δεύτερης γενιάς, με ηγετική φυσιογνωμία τον Γιούργκεν Χάμπερμας, άσκησε σημαντική επιρροή στα ακαδημαϊκά πράγματα και σε φιλόδοξους ακτιβιστές. Η «έφοδος στους θεσμούς» σχετίζεται με το δικό του εγχείρημα. Όμως ο θλιβερός απολογισμός ήταν η κυριαρχία του ακραίου κυνικού λόγου, για τον οποίο ασφαλώς ο ίδιος δεν ευθύνεται, πέρα από το γεγονός ότι επέμενε να δείχνει κληρονόμος μιας παράδοσης την οποία είχε μεταποιήσει κατά το δοκούν. Έχοντας ως βάση την επικοινωνία, κατασκεύασε μια θεωρία που συγχέει το δέον με την πραγματικότητα και ό,τι την καθορίζει. Η περίφημη ανάλυση των Αντόρνο και Χορκχάιμερ, ότι η άλλη όψη του καντιανού δέοντος είναι ο ντε Σαντ, δηλώνει τη μοίρα όσων από τον ακραίο επαναστατικό ή μεταρρυθμιστικό ηθικισμό πέρασαν στις ελίτ των νεόπλουτων, αλλά συγχρόνως χλευάζει κι εκείνους που νόμιζαν ότι είναι σε θέση να τη διαψεύσουν.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, δεν μπορεί να ξεχνά κανείς ότι για όσους δεν έστερξαν στα κελεύσματα της νέας τάξης η κριτική θεωρία ήταν μια παρηγοριά μέσα στη λαίλαπα των τελευταίων δεκαετιών. Κι όχι μόνον· γιατί η ανθρωπολογική κριτική της κυριαρχίας έγινε το όχημα μετάβασης στην έρευνα για τις επιμέρους εκφάνσεις της στις σφαίρες του πολιτικού, του κοινωνικού και βέβαια της αισθητικής θεωρίας.
Έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία απ' όταν ο Τζέυ, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, μου παραχώρησε προς δημοσίευση μια διάλεξή του για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, έναν στοχαστή στενά συνδεδεμένο με τη σχολή. Η διάλεξη αυτή κυκλοφόρησε στην ελληνική πριν από το πρωτότυπο αγγλικό. «Αναρωτιέμαι», μου έγραφε τότε, «τι θα έλεγε ο Μπένγιαμιν σ' αυτήν την περίπτωση, που η αναπαραγωγή προηγείται του πρωτότυπου». Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για το δικό του έργο από την αντίστροφη σκοπιά, καθώς η δημοσίευσή του στην ελληνική γλώσσα έρχεται εκ των υστέρων να σφραγίσει τρεις δεκαετίες γόνιμων ερευνών και μεταφράσεων για τη σχολή της Φρανκφούρτης με βάση το δικό του σύγγραμμα. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, που η έκδοση της Διαλεκτικής φαντασίας στην ελληνική έρχεται, αφού έχει προηγηθεί τεράστιος όγκος μελετών για τη σχολή (διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα) και τα βασικά έργα έχουν πια μεταφραστεί, ο Τζέυ διατηρεί τη δύναμη της αίγλης του πρωτότυπου έργου σε σχέση με την πιο τέλεια αναπαραγωγή.
Ήταν και πάλι ο Μπένγιαμιν που έγραφε ότι «το καθήκον του μεταφραστή [...] είναι να ελευθερώσει μέσα στη δική του γλώσσα εκείνη την καθαρή γλώσσα που βρίσκεται κάτω από την επήρειά της [...] αναδημιουργώντας εξαρχής αυτό το έργο». Ο Τζέυ θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος, γιατί η μετάφραση του Φώτη Τερζάκη και όσων τον συνέδραμαν επιτέλεσε στο ακέραιο αυτό το καθήκον. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει για το σύνολο της κοπιώδους εργασίας όσων, ο καθένας ανάλογα με της δυνάμεις του, μόχθησαν να ελευθερώσουν στην ελληνική γλώσσα τα μηνύματα της κριτικής θεωρίας.
*Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και μεταφραστής
No comments:
Post a Comment