- Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: Τα Ονειρα και οι Μοίρες, μτφρ: Νίκος Δομαζάκης, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, σ. 230, 19,17 ευρώ
Η Γιουρσενάρ έχει αναγνωριστεί ως μεγάλη πεζογράφος του κριτικού ρεαλισμού. Μια οξυδερκής πραγματίστρια και φιλόσοφος τής ιστορίας. Οταν μαθαίνεις ότι έχει ασχοληθεί με ένα τόσο απροσδόκητο για τη θεματολογία της ζήτημα, όπως τα όνειρα και οι μοίρες, δεν μπορείς παρά να θελήσεις με περιέργεια να τη διαβάσεις. Αλλωστε η Γιουρσενάρ με τα πρωτότυπα κάθε φορά θέματά της συνηθίζει να εκπλήσσει ευχάριστα τους αναγνώστες της.
«Τα Ονειρα και ο Μοίρες» είναι μια συλλογή πεζών της όχι πολύ γνωστή. Πρωτοεκδόθηκε το 1937 και περιέχει καταγραφές ονείρων της εκείνης της περιόδου, όνειρα που η ίδια θεωρούσε σημαντικά ή αντιπροσωπευτικά της ζωής της και του ψυχισμού της. Από τους επιμελητές της γαλλικής, μεταθανάτιας επανέκδοσης μαθαίνουμε ότι λογάριαζε να ξαναβγάλει το βιβλίο αναθεωρημένο κι εμπλουτισμένο με νέα στοιχεία, αλλά, δυστυχώς δεν πρόλαβε.
Σήμερα, έχουμε στα χέρια μας το υλικό που βρέθηκε στα κατάλοιπά της, δηλαδή τα κείμενα στην οριστική τους μορφή με την προσθήκη σημειώσεων και παρατηρήσεων δοκιμιακού, επιστημονικού ή αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, που συναντάμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, στις ενότητες «Φάκελος» και «Ποικίλα έγγραφα».
Τη συγγραφέα δεν την απασχολεί μόνον η ιδιότυπη θεματική τού ονείρου, που είναι αχανής βεβαίως και απεριόριστη, αλλά και η ίδια η λειτουργία αυτής καθεαυτήν της ψυχικής δραστηριότητας του εν υπνώσει ανθρώπου. Το όνειρο ως ύλη οπτικών και ψυχικών ερεθισμών γεννά ένα γεμάτο μυστήριο και γοητεία, ανεξερεύνητο σύμπαν, γνώσης και αγνωσίας, που από την αρχαιότητα υπήρξε αντικείμενο μελέτης.
«Η ευκολία που επικρατεί στο όνειρο -γράφει κάπου- είναι τέτοια που απολαμβάνω, συχνά με άτομα για τα οποία δεν θα έδειχνα ενδιαφέρον στη ζωή, ηδονές που δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους το φύλο και λίγο τη συγκατάθεση ή την ομορφιά των συντρόφων, αλλά που περιορίζονται σχεδόν πάντα "στο απλούστερο". Σε πλήρη αντίθεση με τις σχεδόν μυθώδεις φαντασιώσεις τού εν εγρηγόρσει ονείρου, το καθαυτό όνειρο φαίνεται να αγνοεί τους άθλους και τις περίπλοκες συνταγές των ερωτολόγων».
Η Γιουρσενάρ μάς αφηγείται 22+11 όνειρά της, τα οποία καταγράφει συνδέοντάς τα με τις μοίρες, επειδή θεωρεί ότι τα όνειρα εμπεριέχουν τον εσώτερο ψυχισμό του συλλογικού και ατομικού ασυνειδήτου του ονειρευόμενου και καθορίζουν τα έργα και τις ημέρες του.
Επειδή το όνειρο ως συστατικό της αφήγησης την έχει απασχολήσει στο «Αδριανού Απομνημονεύματα» και στην «Αβυσσο», η όλη διάθεση αυτοενδοσκόπησης που συναντάμε εδώ, καθόλου δεν αποκλείει να υποκρύπτει τη διάθεση της να αναμετρηθεί με ένα υλικό συγγραφής, μια φόρμα πεζού λόγου που έχει τους δικούς του κανόνες, συχνά διαφορετικούς, αν όχι και ενάντιους αυτών που ακολουθεί ο κλασικός αφηγηματικός λόγος.
Οι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί στη λογοτεχνία με το όνειρο, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μας έχουν αποδείξει ότι το είδος αυτό προϋποθέτει μιαν ιδαίτερη ικανότητα στον γραπτό λόγο, δηλαδή πρωτότυπη φαντασία, ελιγμούς και ανατροπές στην πλοκή και κυρίως δυναμική και πειστική απόδοση των έντονων ψυχολογικών διακυμάνσεων του ονειρευομένου.
Η μακρά λογοτεχνική παράδοση περιγραφής ονείρων την οδηγεί στο να ομολογήσει ότι: «Στο τέλος τέλος όλες οι λέξεις της γλώσσας δεν θα έφταναν για να περιγράψει κανείς με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια την πραγματικότητα ενός και μόνον ονείρου» (σ. 186).
Η Γιουρσενάρ μάς παρουσιάζει τοπία και φιγούρες τόσο της πραγματικότητας από τις χώρες, τους τόπους που επισκέφθηκε στα ταξίδια της ανά τον κόσμο και τους οικείους της ή τους αγνώστους που συνάντησε εκεί, όσο και χώρους της φαντασίας με άγνωστα πρόσωπα. Κι όλα αυτά διηθημένα πάντα από το ιδιαίτερο συγγραφικό της ύφος.
Ωστόσο ο ρυθμός τής αφήγησης συχνά ανακόπτεται ή σκαλώνει σε μια παρομοίωση ή μεταφορά ή σ' έναν στοχασμό, μια δηκτική παρατήρησή της, εμποδίζοντας τον αναγνώστη να παρασυρθεί, να αφεθεί στην ατμόσφαιρα που υποβάλλει η συγγραφέας ή στον λαβύρινθο του υποσυνειδήτου, γιατί αιφνιδιαστικά καλείται να σκεφτεί, να συγκρίνει ή να στοχαστεί - δηλαδή να ξαναγυρίσει στη λογική. Γεγονός που τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Οι σκηνές βίας, καταδίωξης ή άμυνας ή ερωτικής διάθεσης έχουν λειανθεί μετριάζοντας τα έντονα ή μακράς διάρκειας συναισθήματα που πάντα μας γεννά το όνειρο, ελαχιστοποιώντας ακόμα και τη νοσταλγία που αισθανόμαστε από ένα όνειρο δικό μας ή άλλου που ξαναζούμε περιγράφοντάς το. Κι αυτό νομίζω συντελεί ώστε ο αναγνώστης ενίοτε να δυσπιστεί για την ακριβή περιγραφή και την κατάσταση κάποιων ονείρων της, για το αν δηλαδή είναι μια πιστή καταγραφή των εικόνων ενός βιώματος και όχι ελιγμός της συγγραφικής της τέχνης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι πρώτοι αναγνώστες τους θεώρησαν ότι είναι «ποιητικά πεζά που συντέθηκαν λίγο - πολύ ελεύθερα με αφορμή κάποια όνειρα» (σ. 192).
Οταν όμως η Γιουρσενάρ αρχίζει να εκτυλίσσει το νήμα των σκέψεών της για μια φυσιολογία του ονείρου, εκεί ο αναγνώστης αφήνεται στη γοητεία των γνώσεών της, στην αγάπη της προς τη φύση και τη γυναίκα, και παραδίνεται αμαχητί στην ευστροφία και στην ευφράδειά της, με τη συμβολή βεβαίως της μετάφρασης του Νίκου Δομαζάκη.
- Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010
Wednesday, February 17, 2010
Τα όνειρα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment