«...Την εξελικτική ανυπακοή στα επιβεβλημένα ιδεολογικά και αισθητικά πρότυπα. Δηλαδή την προβολή των ιδεών εκείνων που δεν έχουν ως σκοπό τους την αναπαραγωγή ή την ανατροπή των καθοδηγητικών ιδεολογικών και ασθητικών προτύπων, αλλά την προαγωγή εκείνης της πνευματικής συμπεριφοράς που απλά δεν επιθυμεί να καθοδηγείται από τα πνευματικά πρότυπα, αλλά αντιθέτως επιθυμεί να εξελίσσεται διαρκώς. Τα καθοδηγητικά πρότυπα είναι αντιεξελικτικά... Ομως και η, ας πούμε, «συγκρουσιακή ανυπακοή» στα ιδεολογικά και αισθητικά πρότυπα οδηγεί στο τέλμα της παραγωγής ιδεών. Η συγκρουσιακή ανυπακοή είναι εγκλωβισμένη σε μια στείρα και κατά μέτωπο πολεμική αντιπαράθεση με τα καθοδηγητικά πνευματικά πρότυπα. Ετεροκαθορίζονται δηλαδή τα χαρακτηριστικά της από τα καθοδηγητικά πρότυπα... Η εξελικτική ανυπακοή επιθυμεί απλώς να εξελίσσεται η σκέψη. Να παρακολουθεί την υπογείως, διαρκώς και απροβλέπτως εξελισσόμενη πραγματικότητα».
Αν υπάρχει ένας ορισμός, ένας δρόμος για το πώς αναπτύσσεται και εξελίσσεται ένας πολιτισμός, μια κοινωνία και τα πρόσωπα που την αποτελούν και τη δημιουργούν, τότε ο δρόμος αυτός είναι μόνον η εξελικτική ανυπακοή ως έκφραση της πιο ανυπόκριτης ανάγκης μας, μια συγκλονιστική θεωρία που συνέλαβε και ανέπτυξε ο Κώστας Βουκελάτος, εκδότης και διευθυντής του σπουδαίου και πολυδιάστατου περιοδικού Ιχνευτής. Μια μικρή πολιτιστική-ιστορική αναδρομή θα μας πείσει για την ορθότητα της θεωρίας, τη μεγαλύτερη προσφορά και παρακαταθήκη, κατά τη γνώμη μου, στην ελληνική σκέψη, κοινωνία και πολιτισμό που μας προσφέρει ο στοχαστής και διανοητής Κώστας Βουκελάτος. Αλλά τα σχόλια αυτά δεν γράφονται προς έπαινο, γράφονται, δυστυχώς, ως επικήδειος και νεκρολογία για τον πιο ένδοξο άνθρωπο της πιο ένδοξης επινόησης του ανθρώπου και του ανθρώπινου πολιτισμού, του βιβλίου. Κι αυτό γιατί, από το 1985, που ο Κώστας Βουκελάτος ίδρυσε, μαζί με την αγαπημένη του φίλη Τζέλλα Ρήγου, η οποία έφυγε από τη ζωή το 1989, βυθίζοντας στο πένθος τον Κώστα, το περιοδικό: Ιχνευτής. Βιβλία και Στατιστικές, ήταν ο μόνος άνθρωπος που έπιασε στα χέρια του και ξεφύλλισε σχεδόν όλα τα βιβλία της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, τα οποία μέχρι το 2002 ανέρχονταν σε 75.000 βιβλία, δεν ξέρω πόσα μέχρι σήμερα, ο Κώστας που ξέρει, δεν υπάρχει πια. Τόσες χιλιάδες βιβλία παρουσίασε ο Ιχνευτής, τόσες χιλιάδες βιβλία έπιασε με τα χέρια του και ξεφύλλισε ο Βουκελάτος. Ασύλληπτο. Κανείς δεν αγάπησε περισσότερο απ' αυτόν ΟΛΑ τα βιβλία, όχι ως προϊόν, αλλά ως αποτύπωμα του ανθρώπινου πολιτισμού, ως κατάθεση ιδεών και συμπύκνωση της ιερής ανθρώπινης αγωνίας που δίνει ένα μικρό προβάδισμα στον άνθρωπο σε σχέση με τα άλλα, ισότιμά του, ζώα και οργανισμούς του πλανήτη, κανείς δεν αγάπησε τους συγγραφείς, τους εκδότες, τους ανθρώπους που δουλεύουν στους εκδοτικούς οίκους, στα βιβλιοπωλεία, στις επιχειρήσεις που έχουν σχέση με την παραγωγή και τη διακίνηση του βιβλίου. Κανείς. Αμφιβάλλω κι αν υπήρξε ποτέ άλλος σ' όλοκληρο τον κόσμο.
Ούτε οι ίδιοι οι εκδότες ήξεραν τόσα πράγματα για τα βιβλία που εξέδιδαν, όσα ο Κώστας. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά είναι αλήθεια. «Ρώτα τον Κώστα», έλεγαν και λέγαμε για οτιδήποτε είχε σχέση με το βιβλίο. Σχεδόν τίποτα δεν διελάνθανε της ερευνητικής προσοχής του, ακόμα και βιβλία από εκδοτικούς οίκους ιδρυθέντες εφάπαξ, για να κυκλοφορήσουν ένα και μόνο βιβλίο, του συγγραφέα και εκδότη του δηλαδή, ακόμα κι αυτό καταγραφόταν, αρκεί να κυκλοφορούσε στην αγορά, που για τον Βουκελάτο δεν ήταν άθροισμα και χώρος εμπορικών πράξεων και συναλλαγών, ήταν η αγορά με την κυριολεκτική της έννοια και σημασία, αγορά ως τόπος όπου συναντιούνται, συζητούν, διαφωνούν οι πολίτες, που εμπεδώνουν και αναπτύσσουν τη δημοκρατία, όπως στην αρχαιότητα. Κι αν στην ελληνιστική αρχαιότητα ήταν διάσημος ο Αλεξανδρινός Δίδυμος ο Βιβλιολάθας, γιατί είχε γράψει περί τα 3.500-4.000 βιβλία και ξεχνούσε τους τίτλους τους, ο Κώστας αναδείχτηκε σε Βιβλίο-αλάθα: Δεν ξεχνούσε τίποτα, κανένα βιβλίο, κανέναν συγγραφέα, κανέναν εκδοτικό οίκο, ούτε βέβαια τα δικά του άρθρα και θεωρίες, τις οποίες δημοσίευε στον Ιχνευτή και δυστυχώς δεν πρόλαβε ή δεν θέλησε να κυκλοφορήσει σε βιβλίο. Δηλαδή αυτός που ήξερε όλα τα βιβλία από το 1985 μέχρι τέλη του 2009, δεν είδε ποτέ το όνομά του σε βιβλίο, παρά μία και μόνο φορά, στον συλλογικό τόμο: «Οι παπαγάλοι δεν διαβάζουν βιβλία».
Ο τόσο ιδιαίτερος, προικισμένος και ταλαντούχος αυτός άνθρωπος γεννήθηκε στη Λευκάδα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην ΑΣΟΕΕ, εργάστηκε για μικρό διάστημα σε κάποια τράπεζα, απ' την οποία γρήγορα παραιτήθηκε, με σκοπό να ιδρύσει ένα έντυπο-στέγη για την «εξελικτική ανυπακοή». Αρχικώς ίδρυσε, με την Τζέλλα Ρήγου, το «Κέντρο παροχής πληροφοριών για το βιβλίο», πρωτοβουλία που δεν καρποφόρησε, και στις 21 Μαρτίου 1985 κυκλοφόρησε τον πρώτο Ιχνευτή (σε μικρό σχήμα, με μαύρο εξώφυλλο), περιοδικό που άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορία του ελληνικού βιβλίου και της σκέψης. Περίπου τότε γνώρισα τον Κώστα Βουκελάτο και την Τζέλλα Ρήγου, ένα μεσημέρι, στο παλιό βιβλιοπωλείο του «Ελεύθερου Τύπου», στη Ζωοδόχου Πηγής. Φτάσαμε συζητώντας μέχρι τη γωνία Χ. Τρικούπη και Φειδίου. Τον ξανασυνάντησα, χωρίς καμία ενδιάμεση επικοινωνία κι έχοντας ξεχάσει ο ένας τον άλλον, στα γραφεία του Ιχνευτή τον Αύγουστο του 1995, αφού είχα βγάλει το πρώτο μου μυθιστόρημα. Με ευεργέτησε 15 χρόνια με τη στενή φιλία του. Τον είδα τελευταία φορά όταν άνοιξαν το φέρετρό του στο νεκροταφείο Παπάγου. Ηταν πάντα «ωραίος ως Ελλην» και ανώλεθρος ως βιβλίο. Ηταν ο πνευματικός μου πατέρας.
«Χωρίς τον Ιχνευτή θα ήμασταν στα σκοτάδια» είχε γράψει εγκαίρως ο αέιμνηστος Κώστας Σταματίου, και δεν ήταν φιλοφρόνηση. Μέχρι την εμφάνιση του Ιχνευτή, δεν υπήρχαν στατιστικές έρευνες και μελέτες για το βιβλίο, αλλά η σημασία του Ιχνευτή δεν είναι η αυτονόητη των στατιστικών μελετών, καθώς ο Κώστας επινόησε δεκάδες νέα πεδία. Ακούμε τον ίδιο: «Ο Ιχνευτής ενημερώνει 700 πεδία πληροφόρησης, πράγμα αδιανόητο για οποιαδήποτε άλλη έντυπη ή ηλεκτρονική βάση δεδομένων, που φτάνουν το πολύ στα 50 πεδία. Εχω σχεδιάσει και διευθύνει 18 ερευνητικά προγράμματα, διά των οποίων έχουν σχηματιστεί λεπτομερείς χρονολογικές σειρές ποσοτικών δεδομένων για τη συνολική ετήσια βιβλιοπαραγωγή των εκδοτικών επιχειρήσεων και των επιμέρους κλάδων τους. Εχω δημοσιεύσει περί τις 50 ειδικές μελέτες για το βιβλίο σε ειδικές εκδόσεις του Ιχνευτή, μεταξύ των οποίων και 18 μελέτες κλαδικού ενδιαφέροντος (για τις εκδοτικές επιχειρήσεις), πλαισιωμένες από 350 στατιστικούς πίνακες και 75.000 βιβλία (δεν εμπεριέχονται οι ανατυπώσεις) ...στοιχεία τού Ιχνευτή χρησιμοποιούν τα υπουργεία Πολιτισμού και Εμπορίου, ερευνητικά ιδρύματα και οικονομικές υπηρεσίες τραπεζών, το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας, η UNESCO, η Eurostat, η Διεθνής έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης, η Διεθνής Ενωση Εκδοτών, ο ΟΣΔΕΛ για τη διανομή των μερισμάτων των εκδοτών και πολλοί άλλοι...». Μικρά περαιτέρω δείγματα του κύρους και της υπόληψης του περιοδικού και του ίδιου είναι ότι προτάθηκε από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ως ειδικός πραγματογνώμονας στο υπουργείο Παιδείας για την επιλογή των βιβλίων που προορίζονταν για τις σχολικές βιβλιοθήκες, οι διακρίσεις του από διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς, οι πρεσβείες που σε αυτόν κατέφευγαν για στοιχεία, οι ολοσέλιδες αναφορές στον Ιχνευτή σε ξένες εφημερίδες, μεταξύ των οποίων οι Financial Times κ.ά.
Είχε δίκιο λοιπόν ο Κώστας που έγραφε: «Είναι πάντως η αλήθεια ότι στα βάθη της ψυχής μου ήλπιζα ότι η πατρίδα μου θα έβρισκε κάποιον τρόπο να με τιμήσει για όσα έχω προσφέρει στον χώρο του βιβλίου, όπως με έχουν τιμήσει όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί για το βιβλίο, με το να εμπιστεύονται κάθε χρόνο τις μετρήσεις του Ιχνευτή. Αντ' αυτού με οδηγεί σήμερα στα δικαστήρια για να τιμωρηθώ, επειδή αγάπησα πολύ την ανεξαρτησία των ιδεών και την υπηρέτησα με πάθος, με αυτοθυσία και αυταπάρνηση επί μία εικοσετία...».
Ο απολύτως αυτοχρηματοδοτούμενος Ιχνευτής και ο Βουκελάτος βρέθηκαν από τις σελίδες του ξένου Τύπου στα δικαστήρια, λόγω της αδιανόητης ενέργειας του ΕΚΕΒΙ, το 2002, να του υποβάλει αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση, ζητώντας του το εξωφρενικά παράλογο ποσόν των 415.000 ευρώ, επειδή άσκησε έλεγχο στα πεπραγμένα του. Το ΕΚΕΒΙ, δηλαδή το κράτος, που αποφάσισε ή ενετάλη να ασκεί ηγεμονική επιστασία στον χώρο του βιβλίου, στράφηκε εναντίον ενός πολίτη, παραβλέποντας ότι η αγωγή είναι όπλο των πολιτών για να αντισταθούν στις αυθαιρεσίες των κρατούντων και όχι μέσο του κράτους και της πάσης φύσεως εξουσίας για να εξοντώσουν όποιον διαφωνεί μαζί τους. Αρκούσε μια συνέντευξη Τύπου για να καταρρίψουν τους ισχυρισμούς του Βουκελάτου, εφόσον βέβαια διέθεταν τα αναγκαία αντεπιχειρήματα.
Η ουσία της επίθεσης κατά Βουκελάτου ήταν με λίγα λόγια η εξής: Παρουσιάζοντας το ΕΚΕΒΙ εσφαλμένα, διογκωμένα στοιχεία για την αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα, δημιουργούσε ασφυκτικές συνθήκες στον χώρο των ιδεών και της σκέψης, αφού ιδέες και βιβλίο ταυτίζονται. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν το ΕΚΕΒΙ, που θεωρούσε ότι «το ελληνικό κοινό βρίσκεται σε σχέση ομηρίας με τον "Ιχνευτή"», παρουσίασε την αγορά του βιβλίου μεγαλύτερη απ' την αγορά των τυχερών παιχνιδιών και του τζόγου, πράγμα γελοίο και καταφανώς ανυπόστατο, που σήμαινε όμως ότι αλλάζει η φορολογική κλίμακα για τους εκδοτικούς οίκους κι έτσι οι μικρότεροι θα οδηγούνταν σε μαρασμό και διακοπή της λειτουργίας τους. Αυτό σήμαινε χειραγώγηση της σκέψης και των ιδεών, ή τουλάχιστον έλεγχό τους, και σε αυτό ακριβώς αντέδρασε (μόνος, αρκετοί το αποδέχτηκαν σιωπηρά) με όλο του το πάθος και την ασίγαστη μαχητικότητα του ο Βουκελάτος, αλλά η συνειδησιακή, ψυχολογική και νοητική υπακοή είχε ήδη βρει εύφορο χώμα. Συνοπολογίστε την «αλλοτρίωση στοιχείων του "Ιχνευτή" από το ΕΚΕΒΙ», δηλαδή τη χρήση στοιχείων του Ιχνευτή για να εξαγάγει το ΕΚΕΒΙ άλλα, δικά του συμπεράσματα, κι έχετε πληρέστερη εικόνα.
Ηταν, δυστυχώς, η αρχή του τέλους για τον Κώστα και τον Ιχνευτή. Ηταν εξ αντικειμένου αδύνατο ένας άνθρωπος που είχε τις δεκάδες ανάγκες για την ολοκλήρωση των ερευνητικών προγραμμάτων τού Ιχνευτή, για την ανάπτυξη και την παρουσίαση πρωτότυπων ιδεών και διεθνών ρευμάτων σκέψεων και κινημάτων, να αντεπεξέλθει και στην αποπνικτική πίεση που άσκουσε η εξοντωτική αυτή αγωγή. Του έκλεψαν χρόνο και ηρεμία, τον υποχρέωσαν να αλλάξει προσανατολισμό, τον τραυμάτισαν βαρύτατα. Ο, και εικαστικώς πρωτοπόρος, Ιχνευτής καθυστερούσε την έκδοσή του, οι ετήσιοι ογκώδεις τόμοι με τη βιβλιοπαραγωγή κάθε έτους αναβάλλονταν. Ο Κώστας έπαθε δύο εγκεφαλικά, άντεξε όμως. Μάταια τον ρωτούσα να μου πει, καθώς έβλεπα ότι κάτι έχει συμβεί. Στην πρώτη δίκη, που αναβλήθηκε, ήμασταν κοντά του ο πολυσχιδής Δ. Νόλλας κι εγώ. Από σπάνια σωρεία συμπτώσεων, μία ημέρα πριν διεξαχθεί η αναβληθείσα δίκη, το 2004, έμαθα ότι δεν θα γινόταν. Ανένδοτος ο Κώστας, μου απάντησε: «Αύριο θα είμαι εκεί να τους κονιορτοποιήσω». Το ειδοποιητήριο, απ' τη νέα διοίκηση του ΕΚΕΒΙ, ότι ανακαλούσε την αγωγή, ήρθε το πρωί, ούτε καν μία μέρα πριν, να τον απαλλάξει νωρίτερα απ' την αγωνία, αλλά ο Κώστας είχε ήδη πάει στην Ευελπίδων μαζί με τον Γιώργο Χατζόπουλο, των εκδόσεων Κάλβος. Οταν τους συνάντησα λίγο αργότερα, μου είπε κρατώντας δύο μεγάλα μπλε ντοσιέ: «Κρίμα που το 'σκασαν, τα είχα έτοιμα όλα».
Η υπόθεση με το ΕΚΕΒΙ διαίρεσε βαθύτατα τον κόσμο του βιβλίου. Δεν έτειναν όλοι οι ενδιαφερόμενοι ευήκοον ους στις αντιρρήσεις και στον αγώνα του, πράγμα φυσιολογικό, «τα εκδοτικά και οι συγγραφείς έχουν τα σεβαστά συμφέροντά τους, μην το ξεχνάμε». Επιπλέον ποτέ ένας πόλεμος δεν αφορά μόνο δύο ούτε περνάει χωρίς συνέπειες για τους τρίτους. Αλλωστε η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι ο χώρος μας είχε κι έχει αποδεχθεί την προστατευτική και επιβληθείσα παρουσία του ΕΚΕΒΙ, παραχωρώντας, κατά τη γνώμη μου, τμήμα των δικαιωμάτων του. Ωστόσο: «Ολες οι ιδέες είναι πλασμένες με αίμα. Σήμερα με τη μεσογειακή αναιμία που θερίζει μνήμες και συνειδήσεις συγγραφέων και κοινωνιών, για ποιο αίμα και για ποιες ιδέες να μιλάμε;», αναρωτιόταν, πάντα με εξαιρετικές μεταφορές, ισοδύναμες των καλύτερων συγγραφέων, ο Κώστας, που αντιμαχόταν την προϊούσα χειραγώγηση, με διάφορα δέλεαρ, των συγγραφέων και των ιδεών που οφείλουν να έχουν και να διατυπώνουν ελεύθεροι, μόνοι και ανεμπόδιστοι.
Ακριβώς όπως ήταν με κόπους και θυσίες ο ίδιος. Αεικίνητος, ακατάβλητος, ανεξάρτητος, αξιοπρεπής, δεν δέχτηκε ποτέ καμία επιχορήγηση, καμία απ' τις πολλές «προσφορές» που του έγιναν ούτε έκανε παραχώρηση ή συμβιβασμό. Ηξερε καλύτερα απ' όλους μας την οικονομική, πολιτική, ιστορική σημασία του βιβλίου, κάθε βιβλίου, μας θύμιζε ότι αντίστοιχες στατιστικές μελέτες χρηματοδοτούσε σε FYROM, Αλβανία κ.ά. το Ιδρυμα Σόρος. Η απώλειά του είναι μεγάλη. Ποιος άλλος είναι δυνατόν να ζει, να κοιμάται, να ξυπνάει με το μυαλό του στα βιβλία, παρά μόνον ένας πρωτοφανής και μοναδικός άνθρωπος; «Ο Κώστας είναι ή τρελός ή άγιος, ποιος άλλος θα έκανε τέτοια δουλειά», έλεγε ένας φίλος, ποιος άλλος θα σκεφτόταν και θα πραγματοποιούσε έναν τέτοιο τιτάνιο άθλο, να ζει για να προσφέρει, να κοιμάται συχνά στο γραφείο, για να μη χρονοτριβεί στις μετακινήσεις, να γυρίζει νυχθημερόν στους εκδοτικούς οίκους, στα βιβλιοπωλεία, στα περίπτερα και να ψάχνει για βιβλία, μέγας περιπατητής των δρόμων και των ιδεών; Η απάντηση για το πώς τα κάταφερε ήταν χαρακτηριστικώς ιδιάζουσα: «Πώς θα έβγαζα τον Ιχνευτή, αν δεν βάραγα παλαμάκια στην Αλιφραγκή, στο Σου-Μου, στο Αιγάλεω;». Διασφαλίζοντας και χωροταξικά την ανεξαρτησία του, ο θρύλος αυτός των βιβλίων, που διάβαζε κυριολεκτικά τα πάντα, είχε το γραφείο του μακριά απ' την επικράτεια του βιβλίου, Σόλωνος-Εξάρχεια· προτιμούσε την πληβεία Ομόνοια. Αξονας της σκέψης και της συμπεριφοράς του ήταν: «Στη ζωή σου μην έχεις αποσκευές, να μπορείς να φεύγεις» και αργότερα υιοθέτησε με ενθουσιασμό, και συμπληρωματικώς, μία φράση απ' την ταινία «Ενταση»: «Μη δένεσαι με τίποτα που δεν μπορείς να ξεφορτωθείς σε τριάντα δευτερόλεπτα». Αυτός είναι ο Κώστας. Υπερμανιώδης καπνιστής, συχνά και αιτιωδώς αυτοεπαινετικός προς τον Ιχνευτή, επίμονος, πολεμιστής, «πελταστής», γενναιόδωρος, σκληρός, ενθουσιώδης, λιτοδίαιτος, ολιγαρκής, ακατέδεχτος, ακέραιος, σεμνός, ευγενικός, πρωτοφανώς ανιδιοτελέστατος, ανοιχτόκαρδος και εσωστρεφής ταυτόχρονα, αδάμαστος, γενναίος, δίκαιος, πολυμαθέστατος, με νόον, με κατανόηση, οξύνους, ιδιοφυέστατος- όλα τα δυνατά επίθετα να παραθέσω, δεν αποδίδουν την προσωπικότητά του. Δεν φιλοτεχνώ φωτοστέφανο, την αλήθεια που ζήσαμε ΟΛΟΙ γράφω. Οσο για τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του, του άρεσαν τα μυθιστορήματα που έθεταν σύγχρονα ή αιώνια θέματα, αντιπροσώπευαν την αγωνία της κοινωνίας και επιτάχυναν την εξέλιξη, συνεπώς δεν ενδιαφερόταν για όσα μυθιστορήματα κείνται εκτός εξέλιξης, αναφέρομενα σε παρελθούσες εποχές, σε άλλο χρόνο, ούτε για τα μυθιστορήματα «των οιστρογόνων και της Ευρωπαϊκής Ενωσης», όπως έγραφε στις σπουδαίες αναλύσεις του, τα μυθιστορήματα ιδιωτείας, με καρικατούρες ηρώων, μυθιστορήματα της διαρκώς διογκούμενης ευθυγράμμισης και ακινησίας. Η δίψα του για ζωντανά, σύγχρονα και ανυπάκουα μυθιστορήματα, ο ενθουσιασμός του για οποιαδήποτε αντικαθεστωτική ιδέα, δεν τον προστάτευσαν ωστόσο απ' τη, συναισθηματικών λόγων, στήριξη σε γνωστές συγγραφικές περιπτώσεις, που έθεταν μεν κάποια θέματα, δεν είχαν όμως παρά ελάχιστο, αν όχι μηδαμινό, λογοτεχνικό πάθος και σπίθα, πράγμα που παρέκαμπτε.
Η αδικία όμως, όπως έγραψα πριν και για τον πόλεμο, δημιουργεί ομόκεντρους κύκλους και παρασύρει περισσότερους των εμπλεκομένων. Ετσι, όταν, αμυνόμενος, έκανα αγωγή σ' έναν γνωστό συκοφάντη, ο Κώστας, αν κι ήταν εκείνος που μου πρότεινε να ζητήσω ένα ευρώ, για να αποδείξω εξαρχής ότι επιδιώκω αποκλειστικώς την ηθική μου αποκατάσταση, στενοχωρήθηκε από το ότι χρησιμοποιούσα ένα μέσο που είχαν χρησιμοποιήσει οι άλλοι για να τον φιμώσουν και να τον εξαγοράσουν. Συζητήσαμε και του τα εξήγησα πολλές φορές, δεν ξερίζωσα όμως την πίκρα του, την οποία ποτέ δεν μου εξέφρασε, αλλά ένιωθα. Απομακρύνθηκαμε κάπως ψυχικώς, λιγόστεψε η επικοινωνία μας. Αυτό δεν θα το συγχωρέσω ποτέ στους συκοφάντες μου, ούτε και τα υπόλοιπα, βέβαια. Μιλάγαμε, του πήγαινα κόκκινα σταφύλια απ' την κληματαριά μου που του άρεσαν, αλλά υπήρχε απόσταση. Τελευταία φορά τον είδα στον δρόμο πέρσι τον Φεβρουάριο, πήγαμε για καφέ, μου είπε ότι κάποιες ενέργειες μου τον στενοχωρούν. Παλαιότερα μου έλεγε: «Διά των αποχωρισμών η εξέλιξη», και ότι τον στενοχωρώ πολύ, γιατί είμαι συναισθηματικός. Ασε μας να θρηνήσουμε τον φίλο μας με την ησυχία μας, ρε Κώστα. Χωρίσαμε στη γωνία Σόλωνος και Ζωωδόχου Πηγής, εκεί σχεδόν που είχαμε πρωτοσυναντηθεί. Πέθανε χαράματα Πρωτοχρονιάς, όταν εγώ γεννιόμουνα πριν από 51 χρόνια. «Κουράγιο, Αλέξανδρε. Κοιτάμε μπροστά, συνεχίζουμε», μου είπε, με χτύπησε στην πλάτη κι έφυγε. Δεν ξαναμιλήσαμε. Θορυβημένος απ' τον θάνατο του φίλου μου Κώστα Κωτσάκη, στελέχους της αντιδικτατορικής αντίστασης, του τηλεφώνησα δύο φορές τον Οκτώβριο, δεν απάντησε. Θα τον δω σε κάνα μήνα που θα βγάλω βιβλίο. Δεν τον ξανάδα παρά στο φέρετρο. Ηταν ο πνευματικός μου πατέρας.
Κι ήταν αυτός που είχε ανάγκη για κουράγιο, αλλά τέτοιο είχε μπόλικο, είχε αποθέματα, χάριζε πλουσιοπάροχα στους άλλους, δεν τους φόρτωνε ποτέ με τα δικά του. Ξαφνικά ο Κώστας είχε χαθεί, όπως είχε κάνει κι άλλες φορές, αλλά αυτή τη φορά, «Μέσα σε κάποια μάντρα που έγραφε "Πωλείται", πέθανε κάποιος μάγκας και να τον συγχωρείτε. Κάποτε ήταν νέος και ζούσε ευτυχισμένος, μα κατάντησε στη μάντρα και πέθανε σαν ξένος. Τον βρήκαν τα παιδάκια στο πρωινό το κρύο, καθώς σφιχτά κρατούσε ένα παλιό βιβλίο. Σαν ζούσε ο μακαρίτης μες στης ζωής τον βίο, ό,τι έβλεπε στον κόσμο τα 'γραφε στο βιβλίο. Μάταια ήταν όλα, χωρίς καμιά αχτίδα, έτσι την ετελείωνε την κάθε του σελίδα», λέει ένα βαρύ δεξιθάνατο ζεϊμπέκικο που ακούω τώρα καθώς γράφω. Λοιπόν, τη φορά αυτή που χάθηκε ήταν η οριστική. Εκανε μια τελευταία, θερινή, επίσκεψη στο στρατηγείο του Ιχνευτή, και δεν ξαναεμφανίστηκε. Είναι εγκληματική η αδράνεια της κοινωνίας του βιβλίου, της πολλαπλώς ευεργετηθείσης απ' τον Κώστα, που δεν προσπάθησε να μάθει τι συνέβαινε. Εκτός αν κάποιοι ανακουφίστηκαν. Ομως: «ΜΗ ΖΗΤΑΣ ΑΠ' ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΟΥΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ». Κανείς μας βέβαια δεν ήξερε πολλά για τον Κώστα, «Διαφεύγει της αντιλήψεως μου ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να είναι κάποιος περίεργος για τα ιδιωτικά», έγραφε, κανείς δεν ήξερε το σπίτι του, το τηλέφωνό του. «Στη ζωή σου μην έχεις αποσκευές». Χάθηκε. Οσοι ενδιαφέρθηκαν δεν έπαιρναν απάντηση στα αγωνιώδη σημειώματά τους, όπως δεν πήρα κι εγώ, αφ' ότου έμαθα από τη θυρωρό ότι απουσιάζει μήνες, όταν πήγα να του δώσω το βιβλίο μου. Περίμενα κάποια απάντηση, περίμενα, τίποτα. Τηλεφώνησα στον Γιώργο Χατζόπουλο, μου έδωσε ένα παλιό τηλέφωνο που δεν απαντούσε ποτέ, τηλεφώνησα, απάντησαν. Ηταν της οικογένειας του Κώστα, τον έβλεπαν, θα του έλεγαν ότι τηλεφώνησε ένας φίλος του, ο Ασωνίτης. Μίλησα με τη Μαίρη Παπαγιαννίδου, την οποία αγαπούσε και εκτιμούσε πολύ. Τον έψαχνε ανήσυχη. Πού ήταν ο Κώστας; Πέθαινε, αλλά δεν το ξέραμε. Ηταν Παρασκευή βράδυ, 11-12-09. Θα βρω τη διεύθυνση τη Δευτέρα, της είπα, θα τη βρω πάση θυσία. (Η διεύθυνση υπήρχε στους τελευταίους Ιχνευτές. Η ανυποληψία του προς τις ιχνηλατικές μας ικανότητες θα ήταν εντελώς αιτιολογημένη.) Τη βρήκα. Πήγαμε το ίδιο απόγευμα απροειδοποίητα. Μας άνοιξε ο γαμπρός του. Μας δέχτηκε ευγενέστατα. Είστε φίλοι του, είστε και δικοί μας. Ο Κώστας ήταν στο νοσοκομείο. Το πάλευε. Θρόμβωση αρτηριών. Μπαινόβγαινε. Θα μας ειδοποιούσαν. Μιλήσαμε τηλεφωνικώς με την ευγενέστατη αδελφή του. Αγωνιούσαμε. Ξανατηλεφωνήσαμε. Κανονίσαμε να συναντηθούμε την Κυριακή 3-1. Στις 20.06' και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς χτύπησε το τηλέφωνο, νόμισα ότι ήταν ο ανιψιός μου από τη Γερμανία που μιλάγαμε πριν. Ηταν η Κάιτη Βουκελάτου. «Χρόνια πολλά, καλή χρονιά. Πρέπει να αναβάλουμε τη συνάντηση της Κυριακής, Αλέξανδρε. -Γιατί, Καίτη, το περιμένουμε πώς και πώς. -Δεν υπάρχει λόγος. Ο Κώστας έφυγε. Ησυχα». Αυτό ήταν. Στην κηδεία του ήμασταν, εκτός της οικογενείας, τα τρία προαναφερθέντα πρόσωπα. Κατά παρέκκλιση: Δεν ήθελε κανέναν. «Μην έχεις αποσκευές». Ούτε θεατές στον θάνατό σου. «...Το διαλυθέν αναισθητεί, το δ' αναισθητούν ουδέν προς ημάς». «Αντε σαν πεθάνω στο καράβι ρίχτε με μες στο γυαλό, να με φάν' τα μαύρα ψάρια και το αρμυρό νερό». Ο Κώστας Βουκελάτος πέθανε. Ο Ιχνευτής δεν θα ξανακυκλοφορήσει. Οσοι ουτιδανοί, σπιλώστε τον μετά θάνατον, αφού εν ζωή τραπήκατε σε φυγή. Χαρείτε. Στιγμιαίως. Γιατί το έγκλημά σας είναι διαρκές. Απαράγραπτο.
Είναι σπάνια και μοναδική εμπειρία, οι δεσμοί πνευματικής συνάφειας και συγγένειας, εφάμιλλοι και ίσως ισχυρότεροι με τους δεσμούς αίματος. Η συναναστροφή μου με έναν τόσο αξεπέραστο άνθρωπο ήταν ευτυχία, ευδαιμονία. Το να είσαι γενναίος στα 20 είναι εύκολο, το να είσαι γενναίος στα 60 είναι το δύσκολο. «Στην πραγματικότητα της δημόσιας ζωής είναι που δοκιμάζονται οι ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης». Ο ορισμός της Δημοκρατίας απ' τον στοχαστή Κώστα Βουκελάτο, που εξηγεί κιόλας γιατί δεν αναπτύχθηκε η Ψυχολογία ως επιστήμη στην αρχαιότητα. Ολα στο φως, τίποτα στο σκοτάδι. Βρίσκομαι στη φριχτά ανυπόφορη, φυσιολογική, ως νεότερος, θέση να νεκρολογώ τον άνθρωπο που με γαλούχησε με αρετή και ήθος, με πάθος και αξιοπρέπεια, μετατρέποντας τη ζωή του σε κείμενο, έτσι είναι όμως η ανθρώπινη μοίρα: Ολα να γίνουν κείμενα. «Διά των αποχωρισμών η εξέλιξη». Νιώθω πιο ώριμος, νιώθω απολύτως συντετριμμένος. Σε κατευοδώνω για τον Αδη με τραγούδια της Μπέλλου, που λάτρευες. Σε αποχαιρετώ, κλαίγοντας, με αιώνια τιμή και ευγνωμοσύνη, αήττητε και ασύγκριτε, Κώστα Βουκελάτε. Συνεχίζουμε, κοιτάμε μπροστά.
- Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010
Friday, February 19, 2010
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΚΕΛΑΤΟΣ Ο ιχνευτής της σκέψης, του πολέμου και του ήθους
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment