Τέσσερις επαγγελματίες εξομολογούνται τις φοβίες, τις αγωνίες και τις χαρές τουςΕίναι δημιουργία ή διαμεσολάβηση; Τι είναι ακριβώς η μετάφραση; Πολλά έχουν ειπωθεί για τη συμβολή της στην ιστορία των Γραμμάτων. Αλλοι ακολουθούν αυτό το δρόμο μόνο για βιοπορισμό. Για άλλους είναι διέξοδος και αναπλήρωση της δημιουργικής διαδικασίας, ιδιαίτερα σε δύσκολες στιγμές, προσωπικές ή πολιτικές. Και παρότι η θέση τους στην ιστορία της λογοτεχνίας είναι ξεχωριστή, πάντα κάτι λείπει από τη γνωριμία μας με την πορεία τους, μια που οι μεταφραστές είναι τα πιο αφώτιστα πρόσωπα στο χώρο της τέχνης. Κι ας τυπώνεται πάντα το όνομά τους, ακόμα και στο εξώφυλλο, κάτω από εκείνο του συγγραφέα.
Την ερχόμενη εβδομάδα, πάντως, στις 20 και 21 Φεβρουαρίου, θα έχουμε την ευκαιρία να τους δούμε και να τους ακούσουμε, στο συνέδριο που διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) σε συνεργασία με την Ελληνοαμερικανική Ενωση. Τίτλος του, «Το μεταφραστικό εύρημα», που ίσως ακούγεται ως εσωτερικό «δικό τους» λεξιλόγιο. Στη διάρκεια αυτού του διημέρου θα συζητήσουν μεταξύ τους πολλά: για τη διδασκαλία της μετάφρασης, για τις αμοιβές των μεταφραστών, αλλά και τις δυσκολίες τους, και άλλα συντεχνιακά ή διαδικαστικά.
Σε μια προσπάθεια γνωριμίας μ’ αυτούς τους «άγνωστους» δημιουργούς, τους ζητήσαμε να μας αφηγηθούν στιγμιότυπα, να μας εξομολογηθούν φοβίες, αγωνίες και χαρές αυτής της περίεργης ενασχόλησης με τα κείμενα και τη γραφή.
Ανδρέας Παππάς: Τάξη πραγμάτων...
«Ηταν νομίζω το σωτήριον έτος 1970 όταν παρέδωσα την πρώτη μου μετάφραση. Ηταν ένα εκλαϊκευτικό βιβλιαράκι του Γάλλου κομμουνιστή Ζαν Μπαμπύ, με τίτλο “Οι θεμελιώδεις νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας”. Θα κυκλοφορούσε, με μεταφραστικό ψευδώνυμο (για ευνόητους λόγους), από τις εκδόσεις “Στοχαστής”. “Ηρωικές” εποχές, “ηρωικά” εκδοτικά ήθη και έθιμα, με ό, τι καλό και κακό συνεπάγεται αυτό.
Πρέπει να ήταν επίσης 1970, όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά τα γραφεία του “Κάλβου”, θρυλικού εκδοτικού οίκου εκείνης της εποχής, για να προτείνω την πραμάτεια μου, αλλά και για να δηλώσω θρασύτατα (;) μεταφραστής. Ανέλαβα, λοιπόν, να κάνω “δείγμα” από το βιβλίο The Rise of European Liberalism του Harold Laski, Αγγλου μαρξιστή. Υπεύθυνος για να ελέγξει το δείγμα ήταν ο μακαρίτης Τάκης Κονδύλης, ο οποίος ήξερε ήδη τότε έξι (!) γλώσσες. Η απάντησή του; Πραγματική ανακούφιση για έναν επίδοξο μεταφραστή, ηλικίας μόλις 20 ετών: “Εχει κάποια προβληματάκια, αλλά κάποιος που μεταφράζει το order τάξη πραγμάτων νομίζω ότι μας κάνει”.
Τριάντα χρόνια αργότερα, συζητώντας τηλεφωνικά με τον Κονδύλη το ενδεχόμενο να μεταφράσω ένα από τα βιβλία της σειράς Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός που ετοίμαζε τότε για τη “Νεφέλη”, του θύμισα το περιστατικό και γελάσαμε. Και τότε μεν, η συνεργασία δεν προχώρησε. Ειρωνεία της τύχης, όμως: πολύ πρόσφατα έμελλε να μεταφράσω το τελευταίο από τα βιβλία αυτής της ίδιας σειράς, το Σεξουαλικότητα, έρωτας και οικογένεια, του Edward Shorter.
Οσο για το αν η μετάφραση είναι, λέει, τέχνη ή επιστήμη, και πάλι συγγνώμη, αλλά αυτά τα ακούω και λίγο βερεσέ. Η μετάφραση είναι πριν και πάνω απ’ όλα δεξιότητα. Craftsmanship, που λένε και στο… χωριό μου. Κάτι σαν την ξυλογλυπτική, την εβενουργία, την αργυροχοΐα. Μόνο που, να, αντί για το ξύλο, τον έβενο, το ασήμι, για πρώτη ύλη της έχει τις λέξεις. Τον τρόπο με τον οποίο τις “διαβάζει” κανείς, τις κατανοεί, και κυρίως τις “βάζει στη σειρά”, στη δική του γλώσσα. Στη γλώσσα–στόχο, που λένε και οι μεταφρασιολόγοι».
Μελίνα Παναγιωτίδου: Ανθυγιεινή ενασχόληση
«Η λογοτεχνική μετάφραση είναι μοναχική και χρονοβόρα τέχνη, και κυριολεκτικά ανθυγιεινή ενασχόληση. Δεν λέω επάγγελμα, επειδή αυτή η δουλειά μόνο πνευματικά μας τρέφει – γι’ αυτό άλλωστε μπορεί να γίνει εξ ανάγκης πάρεργο. Επίσης, στην Ελλάδα, παρότι μεταφράζεται και ευτυχώς διαβάζεται ξένη λογοτεχνία, η ίδια η μετάφραση ακόμα παλεύει να ξεφύγει από την αγνόηση ή την αντίληψη ότι πρόκειται για μια περίπου μηχανική διαδικασία μεταφοράς λέξεων από μια γλώσσα σε μιαν άλλη».
Τιτίκα Δημητρούλια: Πάντα μια κατάχρηση
«Στη μετάφραση βρέθηκα πάρα πολύ φυσικά, ένα βράδυ σε ένα ουζερί, στα δεκαεννιά μου χρόνια, όταν μιλούσα με πάθος για τον αγαπημένο μου Λουί Αραγκόν και ένας από τους συνδαιτυμόνες, άγνωστός μου και εκδότης όπως αποδείχτηκε, μου πέταξε το γάντι: θες να μεταφράσεις κάτι δικό της; Η απάντηση ήταν αυθόρμητη και αφελής, καθώς οι οφειλές μου, στους επώνυμους και ανώνυμους μεταφραστές που μου άνοιγαν δρόμους στην παγκόσμια λογοτεχνία ήταν ήδη τεράστιες.
» Αυτό το “ναι” καθόρισε και τη σχέση μου με τη μετάφραση, ως ιδιαιτέρως επίμοχθη χειρωναξία, ως ένα αέναο ψυχόδραμα, με την αγωνία του χρόνου που πιέζει, το κυνήγι της αντιστοιχίας και της ισοδυναμίας, της σωστής λέξης, της «καλής» μετάφρασης που δεν μπορεί παρά να είναι πάντα μια κατάχρηση κατά τον Ντεριντά, το άγχος της –αναπόφευκτης– παρανόησης, τη συνείδηση όλων όσοι μένουν τελικά εκτός μεταφρασμένου κειμένου, όσων καταποντίζονται στην άβυσσο της διαφοράς των γλωσσών και της ιδιαιτερότητας του ύφους. Κάθε μικρή νίκη όμως στην πάλη αυτή με τις λέξεις, με τις γλώσσες, με τους πολιτισμούς, είναι τόσο σημαντική που τελικά δικαιώνει τη σχέση έρωτα και μίσους του μεταφραστή με το πρωτότυπο και το μετάφρασμα, με τη μετάφραση σε όλες τις εκφάνσεις της».
Ιωάννα Μεϊτάνη: Μια δουλειά είναι
Η Ιωάννα Mεϊτάνη είναι απόφοιτος της Γερμανικής Φιλολογίας και του ΕΚΕΜΕΛ και καταπιάστηκε τυχαία με τη μετάφραση. «Μια δουλειά είναι όπως όλες. Τα κακά της είναι η μοναξιά και η απομόνωση. Στα καλά είναι η φορητότητα της δουλειάς, πας σ’ ένα νησί και δουλεύεις απερίσπαστα, αλλά και το ότι μαθαίνεις καινούργια πράγματα από κάθε βιβλίο, ιδέες, πρόσωπα, τόπους». Πιστεύει ότι υπάρχουν πολλά κείμενα που χρειάζονται νέα μετάφραση. «Ο Κάφκα σίγουρα, γιατί έχει μεταφραστεί κυρίως από τα γαλλικά». Τη δυσκολεύει η αυτοπειθαρχία, ο χρόνος, το ωράριο και το χρονοδιάγραμμα. Το πιο αγαπημένο της βιβλίο, από αυτά που έχει μεταφράσει, «με απόσταση» είναι το «Αούστερλιτς» του Sebald. «Το διάβασα σε δυο μέρες και όσο το διάβαζα έλεγα: Ωχ, πού πας; Οταν άρχισα να μεταφράζω είπα τρεις φορές “ωχ”, γιατί όπως το διαβάζει ο μεταφραστής δεν το διαβάζει κανείς. Δούλευα σ’ ένα νησί και ήμουν απελπισμένη, έλεγα αυτό δεν είναι ο Sebald στα ελληνικά. Κάποια στιγμή είπα: αυτό είναι Sebald στα ελληνικά. Ηταν μεγάλη χαρά αυτή. Είναι μια στιγμή που αναγνωρίζεις τον συγγραφέα στη γλώσσα σου, συμβαίνει σε κάθε βιβλίο λογοτεχνίας, και είναι μοναδική».
Το συνέδριο θα φιλοξενηθεί στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης (Μασσαλίας 22). Ξεκινάει το Σάββατο, 20/2, στις 10 το πρωί.
- Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/02/2010
Saturday, February 13, 2010
Μεταφραστές, οι άγνωστοι τεχνίτες των έργων
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment