Sunday, February 14, 2010

Η ανθρωπογεωγραφία της απομόνωσης

  • Η ΑΥΓΗ: 14/02/2010
  • ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ*
  • ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Τα ζύγια του προσώπου, διηγήματα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 159

Ας σταθούμε λίγο στον πίνακα του εξώφυλλου - απ' το έργο της Μαριλίτσας Βλαχάκη «Χωρίς τίτλο» 2004. Ένα άνυδρο τοπίο, άγονο και χέρσο, κατάστικτο από τριχοειδείς αποφύσεις, όμοιες με τους νευρώνες του εγκεφάλου. Στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που η σκοτεινή γη ενώνεται με τον φωτεινό ουρανό, μια θαμπή ανθρώπινη φιγούρα, υποφωτισμένη με κίτρινο χρώμα, που έχει σκυμμένους ώμους και ενωμένα στον κορμό χέρια. Ολόγυρα απλώνεται η ερημιά, αλλά η μορφή συνεχίζει να βαδίζει, έστω και χωρίς ορατό προορισμό, με μοναδική παρέα τη σκιά της.

Αν επιμένω είναι γιατί πιστεύω πως ο πίνακας αυτός εικονίζει με απόλυτη πιστότητα τον λογοτεχνικό κόσμο του Δημητρίου. Τον κόσμο που φιλοτεχνεί, τον κόσμο που διακονεί, τον κόσμο που αφηγείται σε όλα του τα πεζογραφικά έργα, από το πρώτο ως το τελευταίο, τη συλλογή διηγημάτων Τα ζύγια του προσώπου.

Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με θαμπές ανθρώπινες φιγούρες που βαδίζουν σε ένα κατάξερο τοπίο, κατά κανόνα ηπειρώτικο ή αθηναϊκό. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς χώρους, που για διαφορετικούς λόγους τροφοδοτούν από κοινού το ίδιο οδυνηρό βίωμα. Είναι το βίωμα της αποκοπής, είτε από το γενέθλιο τόπο, ως αποτέλεσμα της αναγκαστικής απομάκρυνσης του ατόμου και της συνακόλουθης διάλυσης των τοπικών κοινοτήτων, είτε από το ανθρώπινο περιβάλλον, ως αποτέλεσμα της μαζικής συνοίκησης και της συνακόλουθης κατάλυσης των κοινωνικών δεσμών. Έτσι ιδωμένες οι «τριχοειδείς αποφύσεις» του πίνακα μοιάζουν περισσότερο με τις κομμένες ρίζες. Με τις ρίζες απ' τις οποίες βλάσταινε το αίσθημα του ανήκειν ως την ώρα που απλώθηκε παντού η έρημη γη της ξενότητας.

Μπορεί σ' όλα αυτά να λανθάνει μια διάθεση εξωραϊσμού του κοινοτικού παρελθόντος∙ μπορεί όλα αυτά να σχηματίζουν μια μονόπλευρη ερμηνεία του αστικού παρόντος, αλλά το αφηγηματικό σύμπαν που οργανώνουν αποδίδει πλευρές της ανθρώπινης αγωνίας και αναδεικνύει στιγμές από τα πιο ιδιωτικά της πάθη.

Με εξαίρεση τους μετανάστες («Οδηγέ, ε οδηγέ», «Σταθερές συντεταγμένες», «Η θερμοκρασία μιας χαρτοπετσέτας»), που μένουν ακόμη ανεπηρέαστοι από το αστικό περιβάλλον και συνεχίζουν να αποπνέουν μια αίσθηση ανθρωπιάς, αλτρουισμού και αυτοθυσίας, οι ήρωες του Δημητρίου διαβιούν στα έγκατα της πιο ζοφερής μοναξιάς, που κουβαλάει το υπαρξιακό άγος του θανάτου («Μάι πέρσοναλ γούρ»). Είναι μια μοναξιά που δεν έχει απλώς να κάνει με μια περιστασιακή δυστοκία των σχέσεών τους, αλλά πηγάζει μέσα από την καρδιά της μεγαλούπολης, απλώνεται μέσα από τους δρόμους, μεταδίδεται μέσα από τις λέξεις και κατοικεί μέσα στις πολυκατοικίες, για να μολύνει τελικά και τους ίδιους.

Έτσι, ακόμη κι όταν προκύπτουν κάποιες επαφές έξω από τα όρια των τυπικών συμβάσεων ή της υποχρεωτικής ανεκτικότητας, διατηρούνται πάντα φευγαλέες, και είτε ολοκληρώνονται σ' έναν μαγικό χώρο («Σταθερές συντεταγμένες») είτε καταλήγουν συγκεχυμένες και αντιφατικές χειρονομίες («Παράξενη αγάπη»), αλλά σε κάθε περίπτωση αδυνατούν να στερεώσουν μόνιμους δεσμούς («Οι άγγελοι των οδοστρωμάτων»). Συνηθέστερα εκπορεύονται από μια αμοιβαία ιδιοτέλεια («Η Βάλια κι ο Δημήτρης», «Εδώδιμα - αποικιακά»), προδίδουν συγκαλυμμένη επιθετικότητα («Το λεωφορείο 110»), προσλαμβάνουν το χαρακτήρα της πιο ακραίας διαστροφής («Στο χέρι του Θεού», «Το τατουάζ», «Το όριο της ευχαριστήσεως»), υποθάλπουν την τρέλα («Κι εγώ φοβάμαι αγάπη μου», «Το έκζεμα», «Ο Φούλης», «Ομόκεντροι κύκλοι», «Θα βρεις στοιχεία») και καλλιεργούν τη μυθομανία («Η δεξίωση»).

Η ανθρωπογεωγραφία του Δημητρίου απαρτίζεται από απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Από ανθρώπους της διπλανής, κλειστής πόρτας. Που επιχειρούν να διαχειριστούν τη μοναξιά τους, αλλά τις πιο πολλές φορές χτυπάνε σε άλλες κλειστές πόρτες. Που επιχειρούν να προστατέψουν την ιδιαιτερότητα («Ενσωμάτωση») ή να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους («Τα ζύγια του προσώπου») σε ένα περιβάλλον αλλοτρίωσης. Που επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη, αναζητώντας το χαμένο νόημα, για να βρουν έναν άγνωστο πια χώρο («Πριν τους σκεπάσει ο λίσβας», «Δε γαμιέται»).

Ο αφηγητής στέκεται απέναντί τους με συμπάθεια και κατανόηση. Πίσω από τα κουσούρια, τις εμμονές και τα πάθη τους αναγνωρίζει την σιωπηλή οδύνη που κουβαλά κι ο ίδιος, περιφέροντας στους δρόμους τη μοναξιά του, περιθάλποντας τις λησμονημένες λέξεις («Τέσπα») και αναζητώντας τη λύτρωση στις ιστορίες («Σχολείον»).

Όλα αυτά σκιαγραφούν τον γνώριμο αφηγηματικό κόσμο του Δημητρίου. Έναν κόσμο εντός του οποίου σκάβει ακόμη βαθύτερα, με τα ίδια γλωσσικά και αφηγηματικά εργαλεία, αλλά δεν τον διευρύνει θεματικά και υφολογικά - πράγμα που είδαμε στο αφήγημα Τα οπωροφόρα της Αθήνας. Αλλά όπως και να 'χει, είναι ένας κόσμος με περισσή τέχνη καμωμένος.

*Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

No comments: