Saturday, February 14, 2009

Ο Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα δίνει βάρος στο κοινωνικό στοιχείο στα μυθιστορήματά του

«Μια ευημερία που ποτέ δεν έρχεται»

Μπήκε στη λογοτεχνία, όταν βαρέθηκε να δημοσιογραφεί. Ο 55χρονος Κουβανός φιλόλογος, δημοσιογράφος και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, Λεονάρδο Παδούρα, ζει στην Αβάνα, είναι πολυβραβευμένος στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, και δεν μασάει τα λόγια του. Εχει άποψη και έχει διεκδικήσει να την λέει και να την υπερασπίζεται. Μια στάση που δεν είναι πάντα χωρίς κόστος. Στο πρώτο του βιβλίο, στη θέση του κακού έβαλε έναν υφυπουργό της κουβανέζικης κυβέρνησης. Κι έγραψε ένα μυθιστόρημα «για τις κάλπικες αξίες, τον οπορτουνισμό, τη διαφθορά και την ψεύτικη ηθική». Φυσικά, το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στο Μεξικό και στην Κούβα 5 χρόνια αργότερα.

Ηρθε στην Ελλάδα για μια σύντομη επίσκεψη, με αφορμή το νέο του βιβλίο «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη». Αισθάνεται απολύτως μέρος του σύγχρονου ευρωπαϊκού αστυνομικού μυθιστορήματος, που δίνει βάρος στο κοινωνικό στοιχείο. «Οταν ξεκινάω να γράψω, δεν ξέρω ποιος είναι ο δολοφόνος και δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος σκότωσε ποιον. Μ’ ενδιαφέρει το γιατί συμβαίνει το συγκεκριμένο έγκλημα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας».

— Οταν πρωτοεμφανιστήκατε στον λογοτεχνικό στίβο με αστυνομικό μυθιστόρημα, πώς σας αντιμετώπισε η Κούβα;

— Το 1990, όταν ξεκίνησα, δεν είχα σαφή ούτε την πλοκή ούτε τον ήρωα. Ηξερα μόνο δύο ιδέες: ότι έπρεπε να είναι αστυνομικό μυθιστόρημα πολύ κουβανέζικο, αλλά να μη μοιάζει με κανένα άλλο γνωστό κουβανέζικο αστυνομικό μυθιστόρημα. Διότι η κουβανέζικη αστυνομική λογοτεχνία του ’70 και του ’80 ήταν πολύ πολιτικοποιημένη και προπαγανδιστική. Αρχίζω να δουλεύω σοβαρά στην οικοδόμηση της προσωπικότητας του Μάριο Κόντε, του αστυνομικού μου ήρωα. Ομως μου προέκυπτε ένας αστυνομικός που ήταν αντίθετος στην καταστολή. Είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος, που κάποια στιγμή θα γίνει συγγραφέας και δεν ξέρει στην ουσία γιατί αποφάσισε να γίνει αστυνομικός. Είναι ένας άνθρωπος ευαίσθητος, γεμάτος απογοητεύσεις, πολύ θλιμμένος και μελαγχολικός. Επρεπε να βγει τελικά έτσι, γιατί ό,τι συνέβαινε στο μυθιστόρημα περνούσε μέσα από τα μάτια του Μάριο Κόντε. Το τελείωσα το 1991 και το έστειλα στον μοναδικό διαγωνισμό για αστυνομικά που υπάρχει στην Κούβα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε χαρτί και έτσι είχαν περιοριστεί οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί. Η κριτική επιτροπή αποφάσισε ότι ήταν το καλύτερο μυθιστόρημα, αλλά οι διοργανωτές του διαγωνισμού είπαν πως δεν μπορεί να πάρει το βραβείο. Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση στην Κούβα. Στην Κούβα εκδόθηκε το 1995 και κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.

  • «Ευρύ πλαίσιο έκφρασης»

— Ηταν πιο δεκτικοί τότε;

— Τα τελευταία 20 χρόνια δεν υπήρξαν μεγάλες οικονομικές ή πολιτικές αλλαγές, αλλά άλλαξαν πολλά, πολιτιστικά και κοινωνικά. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι στην Κούβα υπάρχει μια απόλυτη ελευθερία της έκφρασης, αλλά έχει δημιουργηθεί ένα πιο ευρύ πλαίσιο έκφρασης. Για παράδειγμα, οι συγγραφείς μπορούμε ελεύθερα να κλείσουμε συμβόλαια με εκδότες εκτός Κούβας, και είναι χαρακτηριστικό ότι όλα μου τα βιβλία, τα οποία έχουν σοβαρή κριτική προς το καθεστώς, κυκλοφορούν και στην Κούβα. Κάτι που θα ήταν αδύνατον τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

— Προσπαθείτε μέσα από το αστυνομικό να πείτε πλαγίως κάποια πράγματα για την κοινωνία. Κάνετε δηλαδή πολιτικό μυθιστόρημα...

— Εγώ ορίζω τα βιβλία μου ως ψευτοαστυνομικά. Η κουβανέζικη κοινωνία είναι τόσο απόλυτα πολιτικοποιημένη, που είναι αναπόφευκτο ότι το πολιτικό στοιχείο μπαίνει στο κοινωνικό. Αυτό τον δρόμο προσπαθώ να τον διανύσω, με τρόπο καλλιτεχνικό και όχι κάνοντας ρητές πολιτικές διακηρύξεις. Δεν θέλω να με χρησιμοποιούν ούτε εκείνοι που είναι υπέρ της κυβέρνησης ούτε εκείνοι που είναι κατά. Δεν συμμετέχω σε καμιά άμεση πολιτική δραστηριότητα ούτε μέσα ούτε έξω από την Κούβα. Και δεν δημοσιεύω τα δημοσιογραφικά μου κείμενα ούτε στον επίσημο Τύπο ούτε στα αντικυβερνητικά έντυπα. Βέβαια, αυτό έχει και κόστος. Ομως, τελικά χαίρομαι γιατί αυτό μου επιτρέπει να είμαι πιο ανεξάρτητος.

  • «Ταυτίζονται μ’ αυτά που γράφω»

— Ποιο είναι το κοινό σας σήμερα;

— Υπάρχουν πάρα πολλοί αναγνώστες που ταυτίζονται μ’ αυτά που γράφω τόσο στα μυθιστορήματα όσο και στη δημοσιογραφία. Συνεργάζομαι μ’ ένα μεγάλο ξένο πρακτορείο, το IPS, και δημοσιεύω σε 20 με 30 εφημερίδες του κόσμου, όπως την Corriere della Serra, την El Pais, κ.ά. Στην Κούβα, η πρόσβαση στο Internet και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι περιορισμένη από το κράτος. Παρ’ όλα αυτά μου προξενεί εντύπωση ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων που διαβάζουν τα άρθρα μου και επικοινωνούν μετά μαζί μου. Γιατί φαίνεται ότι χρειάζονται να διαβάζουν τη διαφορετική δημοσιογραφία, τη μη επίσημη. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία μου. Το πιο ικανοποιητικό είναι ότι οι αναγνώστες μου στην Κούβα έχουν μετατρέψει τους μυθιστορηματικούς ήρωες σε πραγματικούς. Με βρίσκουν στο δρόμο και με ρωτούν: «Θα παντρευτεί ο Μάριο Κόντε;».

  • «Ο κόσμος χρειάζεται αλλαγές»

— Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου σας μιλάτε για τις ελλείψεις αγαθών και την οικονομική κρίση. Πώς είναι τα πράγματα σήμερα σ’ αυτό το θέμα;

— Από τότε που αρρώστησε ο Φιντέλ σκεφτήκαμε ότι τα πράγματα θα άλλαζαν πιο γρήγορα. Οταν ανέλαβε ο Ραούλ δήλωσε ότι είναι απαραίτητο να γίνουν βαθιές αλλαγές στην οικονομία της Κούβας. Αλλά, 1ον) εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, 2ον) τους τρεις τυφώνες που πέρυσι έπληξαν την Κούβα και πραγματικά τη διέλυσαν και 3ον) ότι κατά τη γνώμη μου υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης από τον Ραούλ να κάνει βαθιές πολιτικές αλλαγές, αυτοί οι τρεις παράγοντες συγκράτησαν τη διαδικασία αλλαγής. Ωστόσο, ο κόσμος χρειάζεται αυτές τις αλλαγές. Στο βιβλίο μου υπάρχει ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στην πνευματική κόπωση που αισθάνονται οι Κουβανοί. Είναι μια κοινωνία που επί πενήντα χρόνια περιμένει μια κατάσταση γενικής ευημερίας που ποτέ δεν έρχεται. Από τη στιγμή που σε μια χώρα δίνεις καλή παιδεία, υγεία και ασφάλιση, αμέσως ο κόσμος έχει άλλες απαιτήσεις. Ετσι στην Κούβα υπάρχουν νέοι με εξαιρετική εκπαίδευση που αισθάνονται μια οροφή πάνω από το κεφάλι τους. Συχνά η διέξοδος είναι η εξορία, αλλά έτσι χάνεται το καλύτερο κομμάτι της κουβανέζικης κοινωνίας.

  • — Στο βιβλίο υπάρχει νοσταλγία για διάφορα. Οι σημερινοί Κουβανοί τι νοσταλγούν;

— Σκεφτόμαστε τη δεκαετία του ’80 σαν μια χρυσή εποχή. Ηταν μια εποχή περίπλοκη και δύσκολη, παρ’ όλα αυτά με το μισθό μας μπορούσαμε να πάμε τρεις μέρες διακοπές. Υπάρχει μια νοσταλγία γι’ αυτό που χάθηκε. Από την άλλη, η πόλη της Αβάνας χειροτερεύει με τα χρόνια. Είναι ένας τόπος γεμάτος από αναμνήσεις που χάνονται λίγο λίγο.

  • «Ο μέσος μισθός είναι 20 ευρώ περίπου»

— Πόσο είναι ο μέσος μισθός στη χώρα σας;

— Είναι μία από τις πιο περίπλοκες ερωτήσεις που μπορείτε να μου κάνετε. Ο μέσος μισθός είναι 400 πέσος (20 ευρώ περίπου), κι ένα μπουκάλι λάδι κοστίζει 2 ευρώ. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σχέση μεταξύ μισθού και κόστους ζωής. Στην Κούβα έχουν αναπτυχθεί από τον κόσμο άπειρες στρατηγικές επιβίωσης σε δύσκολες καταστάσεις. Σε πολλές οικογένειες έρχονται εμβάσματα από τους μετανάστες της Αμερικής, πολλοί κάνουν δύο δουλειές, ενώ υπάρχουν πολλές κλοπές στην κρατική περιουσία. Γενικά, ο κόσμος καταφέρνει να ζει, αλλά είναι μια διαρκής καθημερινή μάχη. Ενας γιατρός κερδίζει 700 πέσος (γύρω στα 35 ευρώ). Ομως, επειδή είναι γιατρός το κράτος του δίνει πρόσβαση σε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ένας υπολογιστής κοστίζει όμως 800 ευρώ, ο γιατρός δεν μπορεί να τον αγοράσει, έτσι λοιπόν νοικιάζει ή πουλάει την πρόσβασή του στο Internet. Υπάρχει, τέλος πάντων, μια σειρά από εναλλακτικές λύσεις, όπου ο καθένας κάτι πουλάει και κάτι αγοράζει και η ζωή συνεχίζεται.

Ιnfo

Στην Ελλάδα κυκλοφορούν δύο βιβλία του Λεονάρδο Παδούρα από τις εκδόσεις «Καστανιώτης»: το «Αντιός, Χέμινγουεϊ» και το «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη», (μετάφραση Κώστας Αθανασίου).

  • Συνέντευξη στην Ολγα Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/02/2009

No comments: