Αν ο Κοσμάς Πολίτης θεωρείται ο καλύτερος πεζογράφος που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1930, ο Καραγάτσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο συνδετικός κρίκος της παλαιότερης και της σύγχρονης πεζογραφίας. Δεν είναι μόνο οι αναφορές στον Παπαδιαμάντη που τον συνδέουν με την παλαιότερη πεζογραφία αλλά μπορεί να πει κανείς ότι έχει και κάτι από την ατμόσφαιρα του Βουτυρά ή τη «λαϊκότητα» του Ξενόπουλου. Αλλά ο Καραγάτσης είναι και ο μεσοπολεμικός συγγραφέας που βρίσκει συνεχιστές στη μεταπολεμική πεζογραφία. Χωρίς να θέλω να αναζητήσω πλαστές συνέχειες ή εικονικές μαθητείες, θα ανέφερα τα ονόματα του Κ. Ταχτσή, του Μ. Κουμανταρέα, του Κ. Μουρσελά και του Χ. Χωμενίδη, ενώ δεν λείπουν και αυτοί που βλέπουν κάποιες αναλογίες με την αναγνωστική απήχηση των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή.
Δεν ήταν μόνο η νεωτερική αναβάθμιση του Καραγάτση που συντελέστηκε σχετικά πρόσφατα, μέσω κυρίως του Κίτρινου Φακέλλου και δευτερευόντως μέσω της μοντερνίζουσας νουβέλας «Μπουχούνστα», αλλά και η ιδεολογική του προσέγγιση φαίνεται να έχει αλλάξει. Μολονότι το ερώτημα αν ο Καραγάτσης ήταν τελικά ο μεγάλος «αντιδραστικός» της ελληνικής πεζογραφίας ή ο συγγραφέας που πίστευε στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στη βιομηχανική ανόρθωση της Ελλάδας παραμένει ακόμη μετέωρο, οι ιδεολογικές αντιρρήσεις για το έργο του έχουν ατονίσει, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να ενοχλούν ο ιδιότυπος «βιολογικός» ιστορισμός του και ο σεξισμός του. Ας σημειωθεί ότι τον Καραγάτση τον απασχολούσε ο φατριασμός των Ελλήνων στην ιστορική του τριλογία «Ο κόσμος που πεθαίνει» και στο πολιτικό μυθιστόρημά του Τα σύνορα του μίσους.
Τώρα λοιπόν που οι μεταμυθοπλαστικές αναζητήσεις στον χώρο της πεζογραφίας έχουν οδηγήσει σε μια επανεκτίμηση του Κίτρινου Φακέλλου και οι αυστηρά ιδεολογικές αξιολογήσεις του έργου του βρίσκονται σε ύφεση, μπορούν να εκτιμηθούν πιο απροκατάληπτα οι αρετές και οι αδυναμίες του Καραγάτση. Δεξιοτέχνης μυθιστοριογράφος και φλύαρος ευκολογράφος, κατάφερε να συνδυάσει το λαϊκό με το υψηλό, την επιθεωρησιακή ελαφρότητα, για παράδειγμα, του Ο Θάνατος κι ο Θόδωρος με την αυτο-αναφορικότητα του Κίτρινου Φακέλλου . Ετσι ο Καραγάτσης μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα ένας από τους προγόνους του σημερινού «λογοτεχνικού λαϊκισμού» αλλά και από τους προδρόμους της ελληνικής μεταμυθοπλασίας με τον Κίτρινο Φάκελλο ή ακόμη και απρόθυμος θιασώτης της συνειρμικής γραφής με τη νουβέλα «Μπουχούνστα», ικανοποιώντας τα γούστα και αυτών που ταυτίζουν το μυθιστόρημα με τον αφηγηματικό οίστρο ή την πλοκή και αυτών που επιζητούν την έντεχνη επινόηση.
Μπορεί ο Καραγάτσης να ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ιστορία και να έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα αλλά ο τρόπος θεώρησης της κοινωνικής εξέλιξης είναι κατά βάση βιολογικός. Στα ιστορικά του μυθιστορήματα παρουσίαζε την ιστορία ως πορεία παρακμής και εκφυλισμού με τη μορφή χαλαρά συνδεδεμένων διαδοχικών περιόδων-επεισοδίων και συνεκτικό κρίκο τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα τόσο στην τριλογία του «Ο κόσμος που πεθαίνει» όσο και στο Σέργιος και Βάκχος.
Ο βιολογικός παράγοντας στον Καραγάτση παραπέμπει και στην εμπειρία με την έμφαση στις ανάγκες και τις επιθυμίες του σώματος αλλά και σε μια μυστικιστική, ανεξέλεγκτη, αταβιστική δύναμη με τη μορφή του ριζικού. Ετσι μέσω ενός διάχυτου και ιδιότυπου «βιολογισμού» το σωματικό/ζωικό συμπλέκεται με το μεταφυσικό στα κείμενά του, καθώς ο Καραγάτσης οργανώνει τις αφηγήσεις του με βάση έναν βιολογικό κύκλο. Στόχος του ήταν να παντρέψει τη λογοτεχνία με την επιστήμη.
Παρά το γεγονός ότι ο Καραγάτσης αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό, τα μυθιστορήματά του- σε αντίθεση με αυτά του Καζαντζάκη- απέτυχαν να συγκινήσουν το κοινό εκτός Ελλάδας. Ετσι η απήχησή του περιορίστηκε στο ελληνικό κοινό και νομίζω πως σήμερα οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί να λειτουργεί και να διαβάζεται και ως λαϊκός και ως (μετα)μοντέρνος συγγραφέας. Η παρατακτική, απλωτή και χαλαρή διαδοχή των επεισοδίων στο Το 10 μας υπενθυμίζει (εν είδει σαπουνόπερας) τη λαϊκή στόφα της αφηγηματικής τέχνης του Καραγάτση, ενώ η έντεχνη διαπλοκή των αφηγηματικών επιπέδων, του πλαστού και του αληθοφανούς στον Κίτρινο Φάκελλο αναδεικνύει τη μοντέρνα πτυχή της.
Είτε όμως ως λαϊκός είτε ως μοντέρνος είτε και τα δύο, ο Καραγάτσης επιβεβαιώνει έμμεσα τη μείζονα αδυναμία της ελληνικής πεζογραφίας: το έλλειμμα μυθοπλαστικής φαντασίας. Αν και οι κριτικοί του μιλούν ποικιλοτρόπως για τον ρεαλισμό του, τον νατουραλισμό του, τον ιστορισμό του ή τον σεξουαλισμό του, παραδόξως όλοι σχεδόν πάντα καταλήγουν στο να αποθεώνουν τη μυθοπλαστική του δεινότητα και φαντασία. Αυτές οι υπερεκτιμήσεις της μυθοπλαστικής φαντασίας του Καραγάτση δεν προσπαθούν απλώς να εντοπίσουν το μυστικό της επιτυχίας του αλλά ενδεχομένως και να την προβάλουν ως αντιστάθμισμα στη χρόνια φαντασιακή υστέρηση της ελληνικής πρόζας.
Ο Καραγάτσης αντιπροσωπεύει τον κρυφό αλλά μάλλον ανέφικτο πόθο πολλών σύγχρονων ελλήνων πεζογράφων να είναι και λαϊκοί και μοντέρνοι ενώ επιβεβαιώνει ότι το πώς και όχι το τι της αφήγησης γοητεύει και εν τέλει κολακεύει τους αναγνώστες. Γιατί πώς αλλιώς δικαιολογείται η διάρκεια της απήχησης ενός συγγραφέα που βλέπει τις γυναίκες ως σκεύη ηδονής και υποδεέστερα όντα ή αντιμετωπίζει τον κόσμο μέσω ενός παρωχημένου βιολογικού πρίσματος;
Δεν ήταν μόνο η νεωτερική αναβάθμιση του Καραγάτση που συντελέστηκε σχετικά πρόσφατα, μέσω κυρίως του Κίτρινου Φακέλλου και δευτερευόντως μέσω της μοντερνίζουσας νουβέλας «Μπουχούνστα», αλλά και η ιδεολογική του προσέγγιση φαίνεται να έχει αλλάξει. Μολονότι το ερώτημα αν ο Καραγάτσης ήταν τελικά ο μεγάλος «αντιδραστικός» της ελληνικής πεζογραφίας ή ο συγγραφέας που πίστευε στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στη βιομηχανική ανόρθωση της Ελλάδας παραμένει ακόμη μετέωρο, οι ιδεολογικές αντιρρήσεις για το έργο του έχουν ατονίσει, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να ενοχλούν ο ιδιότυπος «βιολογικός» ιστορισμός του και ο σεξισμός του. Ας σημειωθεί ότι τον Καραγάτση τον απασχολούσε ο φατριασμός των Ελλήνων στην ιστορική του τριλογία «Ο κόσμος που πεθαίνει» και στο πολιτικό μυθιστόρημά του Τα σύνορα του μίσους.
Τώρα λοιπόν που οι μεταμυθοπλαστικές αναζητήσεις στον χώρο της πεζογραφίας έχουν οδηγήσει σε μια επανεκτίμηση του Κίτρινου Φακέλλου και οι αυστηρά ιδεολογικές αξιολογήσεις του έργου του βρίσκονται σε ύφεση, μπορούν να εκτιμηθούν πιο απροκατάληπτα οι αρετές και οι αδυναμίες του Καραγάτση. Δεξιοτέχνης μυθιστοριογράφος και φλύαρος ευκολογράφος, κατάφερε να συνδυάσει το λαϊκό με το υψηλό, την επιθεωρησιακή ελαφρότητα, για παράδειγμα, του Ο Θάνατος κι ο Θόδωρος με την αυτο-αναφορικότητα του Κίτρινου Φακέλλου . Ετσι ο Καραγάτσης μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα ένας από τους προγόνους του σημερινού «λογοτεχνικού λαϊκισμού» αλλά και από τους προδρόμους της ελληνικής μεταμυθοπλασίας με τον Κίτρινο Φάκελλο ή ακόμη και απρόθυμος θιασώτης της συνειρμικής γραφής με τη νουβέλα «Μπουχούνστα», ικανοποιώντας τα γούστα και αυτών που ταυτίζουν το μυθιστόρημα με τον αφηγηματικό οίστρο ή την πλοκή και αυτών που επιζητούν την έντεχνη επινόηση.
Μπορεί ο Καραγάτσης να ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ιστορία και να έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα αλλά ο τρόπος θεώρησης της κοινωνικής εξέλιξης είναι κατά βάση βιολογικός. Στα ιστορικά του μυθιστορήματα παρουσίαζε την ιστορία ως πορεία παρακμής και εκφυλισμού με τη μορφή χαλαρά συνδεδεμένων διαδοχικών περιόδων-επεισοδίων και συνεκτικό κρίκο τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα τόσο στην τριλογία του «Ο κόσμος που πεθαίνει» όσο και στο Σέργιος και Βάκχος.
Ο βιολογικός παράγοντας στον Καραγάτση παραπέμπει και στην εμπειρία με την έμφαση στις ανάγκες και τις επιθυμίες του σώματος αλλά και σε μια μυστικιστική, ανεξέλεγκτη, αταβιστική δύναμη με τη μορφή του ριζικού. Ετσι μέσω ενός διάχυτου και ιδιότυπου «βιολογισμού» το σωματικό/ζωικό συμπλέκεται με το μεταφυσικό στα κείμενά του, καθώς ο Καραγάτσης οργανώνει τις αφηγήσεις του με βάση έναν βιολογικό κύκλο. Στόχος του ήταν να παντρέψει τη λογοτεχνία με την επιστήμη.
Παρά το γεγονός ότι ο Καραγάτσης αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό, τα μυθιστορήματά του- σε αντίθεση με αυτά του Καζαντζάκη- απέτυχαν να συγκινήσουν το κοινό εκτός Ελλάδας. Ετσι η απήχησή του περιορίστηκε στο ελληνικό κοινό και νομίζω πως σήμερα οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί να λειτουργεί και να διαβάζεται και ως λαϊκός και ως (μετα)μοντέρνος συγγραφέας. Η παρατακτική, απλωτή και χαλαρή διαδοχή των επεισοδίων στο Το 10 μας υπενθυμίζει (εν είδει σαπουνόπερας) τη λαϊκή στόφα της αφηγηματικής τέχνης του Καραγάτση, ενώ η έντεχνη διαπλοκή των αφηγηματικών επιπέδων, του πλαστού και του αληθοφανούς στον Κίτρινο Φάκελλο αναδεικνύει τη μοντέρνα πτυχή της.
Είτε όμως ως λαϊκός είτε ως μοντέρνος είτε και τα δύο, ο Καραγάτσης επιβεβαιώνει έμμεσα τη μείζονα αδυναμία της ελληνικής πεζογραφίας: το έλλειμμα μυθοπλαστικής φαντασίας. Αν και οι κριτικοί του μιλούν ποικιλοτρόπως για τον ρεαλισμό του, τον νατουραλισμό του, τον ιστορισμό του ή τον σεξουαλισμό του, παραδόξως όλοι σχεδόν πάντα καταλήγουν στο να αποθεώνουν τη μυθοπλαστική του δεινότητα και φαντασία. Αυτές οι υπερεκτιμήσεις της μυθοπλαστικής φαντασίας του Καραγάτση δεν προσπαθούν απλώς να εντοπίσουν το μυστικό της επιτυχίας του αλλά ενδεχομένως και να την προβάλουν ως αντιστάθμισμα στη χρόνια φαντασιακή υστέρηση της ελληνικής πρόζας.
Ο Καραγάτσης αντιπροσωπεύει τον κρυφό αλλά μάλλον ανέφικτο πόθο πολλών σύγχρονων ελλήνων πεζογράφων να είναι και λαϊκοί και μοντέρνοι ενώ επιβεβαιώνει ότι το πώς και όχι το τι της αφήγησης γοητεύει και εν τέλει κολακεύει τους αναγνώστες. Γιατί πώς αλλιώς δικαιολογείται η διάρκεια της απήχησης ενός συγγραφέα που βλέπει τις γυναίκες ως σκεύη ηδονής και υποδεέστερα όντα ή αντιμετωπίζει τον κόσμο μέσω ενός παρωχημένου βιολογικού πρίσματος;
- Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.
No comments:
Post a Comment