Παπαγεωργίου Βασίλης |
Τις βασικές έννοιες για τον έρωτα τις απόχτησα ακόμα από πολύ μικράς, όταν εγώ, η υπηρεσία κι ο κλητήρας της Δημαρχίας συζητούσαμε για τις ερωτοδουλειές ώρες ολόκληρες κάθε βράδυ πίσω απ' την αυλόπορτα. Και το κυριότερο ήταν ότι εγώ ακριβώς απετέλεσα την αφορμή γι' αυτήν την αγάπη, διότι ο δόκιμος, αφού πρώτα γνωρίστηκε με μένα, μετά εγώ τον παρουσίασα και στην υπηρέτρια. Η γνωριμία έγινε τελείως τυχαία. Κάποτε καθόμουν στα χέρια της υπηρέτριας μπροστά στην αυλόπορτα. Περνώντας στο δρόμο ο κλητήρας με είδε, πλησίασε, με χάιδεψε στο κεφάλι και είπε:
-- Τι ωραίο αγοράκι; Δικό σας είναι;
-- Αχ, μα τι λέτε! φώναξε η υπηρέτρια. Πώς μπορώ νάχω μωράκι, όταν δεν είμαι παντρεμένη;
Βάσει αυτού του ερωτήματος, δηλαδή, μπορούν ή όχι νάχουν παιδιά τα ανύπαντρα κορίτσια, μπήκαν σε μια τέτοια συζήτηση που χρειάστηκε να την αναβάλουν για την επόμενη μέρα. Κι υστέρα για μια μέρα ακόμα, ώσπου έγιναν φίλοι κι από τότε κάθε βράδυ συναντιόμαστε πίσω από την αυλόπορτα. Ω! και τι δε λέγαμε εκεί πέρα. Καμιά φορά μάλιστα ντρεπόμουν να κοιτάξω την υπηρέτρια στα μάτια. Κάπου κάπου προσπαθούσα και να επέμβω σ' αυτές τις συζητήσεις, αλλά ο κλητήρας είχε πάντα έτοιμη μια καραμέλα και, μόλις έκανα ν' ανοίξω και να πω κάτι, αμέσως εκείνος μου την έχωνε στο στόμα, αν και δεν ήμουν εγώ, αλλά εκείνος που είχε σκοπό να πει γλυκόλογα.
Η λογοτεχνία έχασε πολλά, που δεν μπορούσα τότε να γράψω και δεν είχα την ικανότητα να αποτυπώσω τα λόγια εκείνα που λέγαμε πίσω από την πόρτα.
-- Ιότσο, έλεγε η υπηρέτρια στον κλητήρα, έλα μετά το δείπνο, μόλις πλαγιάσουν οι δικοί μου. Θα σου αφήσω και σνίτσελ.
-- Ω! ψυχή μου, απαντούσε ο κλητήρας, για σνίτσελ είμαι γω αυτές τις στιγμές; Αν όμως είναι ν' αφήσεις, άφησε και λίγη σαλάτα. Ολες οι σκέψεις μου είναι σε σένα, μόνο σε σένα. Ολο και περιμένω εκείνη τη στιγμή που θα μπορέσω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, έστω κι αν παγώνει το σνίτσελ!
Γινόταν κι άλλες συζητήσεις που ήταν πιο τρυφερές, θυμάμαι κάποτε που ρώτησε.
-- Γιούλα, πότε λες να πλύνουν τα ρούχα οι δικοί σου;
-- Σύντομα, γιατί;
-- Να, αν μπορούσες να χώσεις και τα δικά μου μαζί με των αφεντικών σου, ώστε να μην πληρώνω για πλύσιμο.
-- Ελα, φέρτα, απαντούσε εκείνη χαϊδευτικά.
-- Αχ, ψυχή μου, τι καλή που είσαι! Θα σου φέρω τρία πουκάμισα και τέσσερα ζευγάρια κάλτσες, άγγελέ μου!
Κάτι τέτοιες συζητήσεις όχι μόνο με διασκέδαζαν, άλλα με βοηθούσαν ν' αποκτήσω και τη γνωστή πρακτική πείρα, η οποία αργότερα μου χρειάστηκε στη ζωή. Ομως γινόταν κι αλλιώς. Τις Κυριακές, τ' απογεύματα, όταν δεν ήταν κανένας στο σπίτι απ' τους δικούς μας, πηγαίναμε κι οι τρεις στο δωμάτιο της υπηρεσίας, εμένα με κάθιζαν στο σκαμνί, κι αυτοί κάθονταν στο κρεβάτι. Σ' αυτές τις περιπτώσεις προτιμούσα να κάθομαι μαζωμένος, καταβάλλοντας όλες τις δυνάμεις να μην πέσω από το σκαμνί.
Η εποπτική διδασκαλία μου επέτρεπε ν' αποκτήσω πρακτική πείρα και τέτοιες γνώσεις στον τομέα του έρωτα, που δεν ήταν καθόλου παράξενο, όταν στην πρώτη τάξη του γυμνασίου ερωτευόμουνα κιόλας. Φυσικά, δεν έβαζα μπροστά μου τέτοιο σκοπό, να ερωτευτώ ακριβώς στην πρώτη τάξη του γυμνασίου, αλλά το όλον ζήτημα ήταν πως στο δημοτικό φορούσα παντελονάκια με την εγκοπή από πίσω και δεν μπορούσα να φανταστώ πώς είναι δυνατόν να μ' αγαπήσει καμιά με τέτοια παντελόνια. Και μόνο στην πρώτην τάξη του γυμνασίου, όταν μου φόρεσαν πραγματικά παντελόνια, ένιωσα ότι ήρθε ο καιρός που μπορούσα να ερωτευτώ.
Ερωτεύτηκα την Πέρσα, το γειτονάκι μου, διότι αυτή ήταν πιο κοντά απ' όλες. Ολο το πρόσωπο της Πέρσας ήταν γεμάτο με φακίδες, φορούσε πάντα κίτρινες κάλτσες και τα τακουνάκια των παπουτσιών της ήταν πάντα στραβοπατημένα. Πριν ακόμα την ερωτευτώ, δεν της έδινα καμιά σημασία. Αλλά μόλις την αγάπησα, τότε άρχισε να μου φαίνεται πώς έχει μια θεϊκή ομορφιά. Συνέβαινε μόλις αντίκριζα τα στραβοπατημένα της τακουνάκια, να με πιάνει αμέσως ένα χτυποκάρδι κι εγώ, πετώντας, έτρεχα να τη συναντήσω για να φτάσω γρηγορότερα από εκείνη, πριν ακόμα φανεί το χαμόγελο στο πρόσωπο με τις φακίδες.
Ο πατέρας της Πέρσα ήταν καθηγητής μαθηματικών και δεν ξέρω το λόγο, αλλά για μένα εκείνος είχε κάθε άλλο παρά κολακευτική γνώμη. Η Πέρσα ήταν εννέα ετών και πήγαινε στην τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Την εξομολόγησή μου την έκανα μέσα στις πιο ασυνήθιστες ρομαντικές συνθήκες. Κάποτε, που παίζαμε το κρυφτό, οι δυο μας κρυφτήκαμε μέσα στο βαρέλι που αλάτιζε η μάνα μου το λάχανο για το χειμώνα. Εκεί της εκμυστηρεύτηκα την αγάπη μου. Και μου είναι τόσο ακριβές αυτές οι αναμνήσεις που, και τώρα ακόμα, όταν βλέπω οποιοδήποτε βαρέλι με κυριεύει μια ανεξήγητη συγκίνηση.
Κάποτε, μετά τα μαθήματα, συνάντησα την Πέρσα και πηγαίναμε μαζί στο σπίτι. Της έδωσα έναν κουραμπιέ που αγόραζα κάθε Παρασκευή (γι' αυτό πήγαιναν τα λεφτά που κέρδιζα κάθε Πέμπτη το απόγευμα και μετά από εξέταση του πατέρα), κι αρκούσε μια φορά τη βδομάδα να της εκφράσω τη συμπάθεια και την προσοχή μου με τη βοήθεια του κουραμπιέ, και τη ρώτησα σοβαρά.
-- Τι λες, Πέρσα, θα συμφωνήσει ο πατέρας σου, αν σε ζητήσω σε αρραβώνα;
Εκείνη κοκκίνισε, έπαιξε τα μάτια της από συγκίνηση, έσχισε την ποδιά της σε τρία κομμάτια.
-- Οχι, απάντησε με ψίθυρο.
-- Και γιατί, ρώτησα συγκινημένος και τα δάκρυα ξεχύθηκαν από τα μάτια μου.
-- Να, γιατί, δεν είσαι καλός μαθητής του!
Εγώ ορκίστηκα πως θα διαβάζω αριθμητική μέρα νύχτα και θα διορθώσω το βαθμό μου. Και διάβαζα. Μήπως μπορούσα όμως να λύσω το πρόβλημα πάνω στο όποιο χτυπιούνται πολλές γενεές ανθρώπων; Μήπως μπορούσα εγώ να συμβιβάσω τον έρωτα με την αριθμητική; Κι όταν χρειάστηκε να διαλέξω μεταξύ αγάπης και αριθμητικής, διάλεξα εκείνο που ήταν πιο εύκολο, δηλαδή την αγάπη. Κι αμέσως στο επόμενο κιόλας μάθημα της αριθμητικής αντί το δυάρι που είχα μέχρι τώρα, πήρα μονάδα!
Την άλλη Πέμπτη δεν μπόρεσα να κερδίσω τίποτα. Γι' αυτό την Παρασκευή το πρωί τρύπωσα στην ντουλάπα, έκοψα από το παλτό του πατέρα μου είκοσι κουμπιά και τα πούλησα για δέκα δεκάρες. Τα λεφτά αυτά αρκούσαν ίσα ίσα ν' αγοράσω τον κουραμπιέ. Το μεσημέρι αντάμωσα την Πέρσα κοντά στο σχολείο και πηγαίνοντας δίπλα δίπλα της ομολόγησα ότι η θέση μου έγινε ακόμα πιο δύσκολη, γιατί στην αριθμητική πήρα μονάδα.
-- Σ' αυτή την περίπτωση, είπε η Πέρσα με πίκρα, ποτέ δε θα γίνω δική σου.
-- Μα πρέπει να γίνεις δική μου, αν όχι σ' αυτόν, τότε στον άλλο κόσμο! Φώναξα με λόγια που θυμήθηκα από το θέατρο που είχα ακούσει πριν λίγες μέρες.
-- Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; απόρησε η Πέρσα.
-- Ελα να δηλητηριαστούμε μαζί.
-- Και με τι θα δηλητηριαστούμε;
-- Να με τι, συνέχισα εγώ, με αποφασιστικότητα, θα πάρουμε δηλητήριο.
-- Καλά, απάντησε κι εκείνη με την ίδια αποφασιστικότητα. Και πότε;
-- Αύριο μετά το μεσημέρι.
-- Αύριο εγώ δεν μπορώ, αύριο έχουμε μαθήματα.
-- Σωστά, θυμήθηκα κι εγώ. Κι εγώ δεν μπορώ αύριο. Αν δεν πάω στο σχολείο, θα μου βάλουν απουσία, κι έχω ούτε λίγες ούτε πολλές, είκοσι τέσσερες. Μπορεί και να με αποβάλλουν. Ελα αν θέλεις την Πέμπτη. Την Πέμπτη μετά τα μεσημέρι δεν έχεις ούτε εσύ ούτε κι εγώ μάθημα. Εκείνη συμφώνησε και κανονίσαμε την Πέμπτη να ετοιμάσω τα απαραίτητα για τη δηλητηρίαση.
Την Πέμπτη, μετά το μεσημέρι, έκλεψα από την κουζίνα ένα κουτί θειούχα σπίρτα κι έτρεξα στο μέρος του ραντεβού απ' όπου, μαζί με την Πέρσα, θάπρεπε να του δίνουμε για τον άλλον κόσμο.
Συναντηθήκαμε στο περιβόλι μου, καθίσαμε στα χόρτα και μέσα από τα σωθικά μας ξεχύθηκε ένας βαθύς αναστεναγμός γεμάτος πόνο και πίκρα. Τότε έβγαλα τα σπίρτα από την τσέπη.
-- Τι θα κάνομε τώρα; ρώτησε η Πέρσα.
-- Θα φάμε σπίρτα.
-- Πώς θα φάμε σπίρτα;
-- Να, πώς, είπα και σπάζοντας το κεφάλι και πετώντας το μακριά έβαλα το υπόλοιπο στο στόμα.
-- Και τι ήταν εκείνο που πέταξες;
-- Εκείνο είναι σιχαμερό.
Η Πέρσα αποφάσισε κι άπλωσε το χέρι να πάρει σπίρτο. Εσπασα το κεφάλι και της έδωσα το υπόλοιπο. Εκείνη το πήρε, τόβαλε στο στόμα κι άρχισε να το μασουλάει με θάρρος. Οταν έφαγε τρία σπίρτα, από τα μάτια της κύλησαν δάκρυα.
-- Δεν μπορώ άλλο. Δεν έχω φάει ποτέ στη ζωή μου σπίρτα. Δεν μπορώ άλλο.
-- Μα εσύ κι έτσι, πιθανόν, θάχεις δηλητηριαστεί.
-- Πιθανόν, κλαψούρισε η Πέρσα, νιώθω σαν κάτι να με γδέρνει στο λαιμό.
-- Να, βλέπεις, άρα εσύ δηλητηριάστηκες κιόλας!
Εγώ συνέχιζα με πείσμα κι έφαγα δέκα σπίρτα. Και να, επιτέλους, έχασα κι εγώ την όρεξή μου κι ένιωσα σαν κάτι να με γδέρνει στο λαιμό.
-- Τέλος! Κι εγώ δηλητηριάστηκα! είπα επίσημα, όπως - ταίριαζε σ' αυτή τη στιγμή. Κι εδώ απλώθηκε νεκρική σιωπή, τη στιγμή που δεν απορούσα να βρω πόσο κάνουν τέσσερα επί επτά με κανέναν τρόπο, ενώ η Πέρσα κι αυτή σκεφτόταν κάτι προσπαθώντας να βγάλει ένα κομμάτι από σπίρτο που είχε σκαλώσει ανάμεσα στα δόντια της.
Τέλος εκείνη τάραξε την επίσημη σιωπή και ρώτησε.
-- Και τώρα τι θα κάνουμε;
Αυτό το ερώτημα γέννησε μέσα στην ψυχή μου μια τρομερή σύγχυση, γιατί υστέρα από το γεγονός που πραγματοποιήσαμε, δηλαδή, την τελετή της δηλητηρίασης, πραγματικά δεν ήξερα πλέον τι χωρούσε να κάνουμε ακόμα. Επιτέλους μου φώτισε.
-- Ξέρεις κάτι, μια και είμαστε δηλητηριασμένοι, έλα να κάνουμε το σταυρό μας.
Εκείνη έκανε το σταυρό της κι υστέρα έκανα το ίδιο κι εγώ.
-- Και τώρα, συνέχισα, ο καθένας μας ας πάει να πεθάνει στο σπίτι του. Θάναι ντροπής πράμα να πεθάνουμε εδώ στο περιβόλι. Εμείς είμαστε από καλές οικογένειες και δεν ταιριάζει να βρεθούμε πεθαμένοι πίσω από το φράχτη.
-- Καλά, είπε ή Πέρσα.
Και χωριστήκαμε.
Στο μεταξύ, όλη η ιστορία, τέλειωσε έτσι. Η Πέρσα πήγε στο σπίτι και παρακάλεσε τη μάνα της να της ετοιμάσει το κρεβάτι για να πέσει να πεθάνει. Της είπε ότι έφαγε ξυλάκια από σπίρτα και δηλητηριάστηκε. Κι η μάνα της, μη δίνοντας σημασία ούτε στη θέση, ούτε στα αισθήματα της κόρης, φώναξε:
-- Λοιπόν, αφού μπόρεσες κι έφαγες ξυλάκια στο περιβόλι, στάσου τώρα να φας και στο σπίτι.
Και σηκώνοντας τη φούστα της, άρχισε να της βγάζει απ' την αντίθετη μεριά, όλα εκείνα πούχαν καθίσει βαθιά στο μυαλό της Πέρσας.
Υστερα από ένα τέτοιο ξύλο η Πέρσα με μίσησε. Μ' αυτό τέλειωσε η πρώτη μου αγάπη.
- Βιογραφικό του Μπράνισλαβ Νούσιτς
Η πένα του Νούσιτς ξεναγεί τον αναγνώστη στις απόκρυφες γωνιές της ψυχής του ανθρώπου και της κοινωνίας, με σκοπό να τις αποκαλύψει, από τη θέση του γελοιογράφου. Το σημερινό διήγημα προέρχεται από την «Αυτοβιογραφία» του, ένα από τα καλύτερα έργα του που γράφτηκε το 1924.
- ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 8 Φλεβάρη 2009
No comments:
Post a Comment