Κωστής Παπαγιώργης: Περί μνήμης, εκδ. Καστανιώτη
Είναι τόσο δύσκολο να βρούμε μια νοητική δραστηριότητα, μιαν έκφανση της ανθρώπινης ζωής κάτω από την οποία δεν θα υπήρχε η μνήμη. Κι αυτό κάνει ακόμη δυσκολότερο τον εντοπισμό, την περιγραφή, την αποτίμησή της. Μιλώντας για τη μνήμη, διατρέχουμε τον κίνδυνο να πελαγοδρομήσουμε, να «μιλήσουμε για τα πάντα».
Αρρώστιες όπως αυτή του Αλτσχάιμερ δείχνουν με δραματικό τρόπο τη σημασία της ακόμη και για τις απλούστερες καθημερινές πράξεις, ενώ, αν φέρουμε στον νου μας τον παντομνήμονα Φούνες του Μπόρχες, αυτόν που είχε μια τέλεια μνήμη, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η τελευταία θα μας στερούσε το παρόν μας, την ίδια τη σκέψη μας, η οποία, για να λειτουργήσει, χρειάζεται έναν ορισμένο βαθμό αφαίρεσης, γενίκευσης, άρα και λήθης. Υπάρχουμε, επειδή θυμόμαστε, και, βέβαια, επειδή ξεχνάμε.
Ανάπλαση κατά το δοκούν
Θα μπορούσαμε να εξομοιώσουμε τη μνήμη με τη φαντασία. Το μνημονικό περιεχόμενο δεν είναι ποτέ ίδιο. Αυτό συμβαίνει, επειδή τα πράγματα δεν καταγράφονται στη μνήμη καθαυτά, αλλά αποτυπώνονται απλώς πάνω στις αισθήσεις μας, διατηρώντας μέσα μας την πραγματικότητα σαν μια διαδοχή από αποκομμένα και ξέθωρα ταμπλώ-βιβάν, στερημένα από ροή και παλμό. Σε σχέση με τις αισθήσεις η μνήμη είναι απελπιστικά φτωχή, οπότε, αναπόφευκτα, η φαντασία παρεμβαίνει για να γεμίσει τα κενά της
Κι ούτε είμαστε οι ίδιοι κάθε φορά που θυμόμαστε. Οταν θυμόμαστε εσκεμμένα, αναπλάθουμε τις μνήμες κατά το δοκούν, έχοντάς τες μπροστά μας σαν ένα πληκτρολόγιο, που το χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε έναν εαυτό της αρεσκείας μας. Και τούτο συνιστά μια παράδοξη ελευθερία, βέβαια, αφού, στην ουσία, αυτός που έχει την ευχέρεια να διαλέξει μέσα από τις μνήμες έχει ήδη διαμορφωθεί απ’ αυτές. Η μνήμη δεν είναι, λοιπόν, ποτέ σε καθαρή κατάσταση· δεν είναι ποτέ απαλλαγμένη από φαντασιακές αφηγήσεις, τις οποίες πλάθουμε για να εξασφαλίσουμε τη συνοχή του εαυτού μας, για να δώσουμε ένα νόημα στην πορεία του μέσα στον χρόνο.
Είναι γεγονός ότι μέσα σε τούτες τις κατασκευές της μνήμης αναγνωρίζουμε μύχια το παρελθόν μας, όμως είναι το ίδιο αλήθεια ότι μπορούμε να το αισθανθούμε σαν κάτι ξένο. Η ασύνειδη μνήμη είναι, σύμφωνα με την ψυχανάλυση, μεταμφιεσμένη και παραπειστική· έρχεται από ένα βάθος που δεν είχαμε ποτέ φανταστεί, που πρέπει, επιπλέον, να γίνει παροντικό βίωμα, για να μας συμφιλιώσει με το απωθημένο.
Για την ίδια θεωρία, εξάλλου, η μνήμη επινοείται, επίσης, συχνά από τη φαντασία: κάποια από τα τραύματα της παιδικής ηλικίας, όπως η πρωτόγονη σκηνή, όπως οι πρόωρες αποπλανήσεις, δεν τα έχουμε ζήσει πραγματικά, αλλά τα έχουμε απλώς φαντασιωθεί. Η μνήμη μπορεί να είναι αθέλητη, ακραιφνής και ακαριαία, όπως ο οργασμός, κολλημένη πάνω στις αισθήσεις μας. Τότε το παρελθόν βρίσκεται στο έλεος της μιας τυχαίας στιγμής, που θα το ανακαλέσει και από την οποία θα αναδυθεί ένας καινούργιος κόσμος, θαμμένος, ξεχασμένος μέσα μας, μια μνήμη απόλυτη και καθαρή, σημείο συνάντησης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, που δεν ανήκει όμως, καθότι άχρονη, ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Μόνο που αυτού του είδους η μνήμη είναι μάλλον τυχαία και σπάνια: ακόμη και ο Προυστ, ο πιο φανατικός κήρυκάς της, παραδέχθηκε ότι δεν θα μπορούσε να οικοδομήσει αποκλειστικά πάνω της ένα ολόκληρο έργο.
Αντίληψη και σκέψη
Η μνήμη μπορεί να ταυτίζεται κάποτε με την αντίληψη, αλλά και τη σκέψη. Ο Χιουμ πίστευε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε κι αυτό που σκεφτόμαστε είναι, στην ουσία, μια υπόθεση συνειρμών, μια διαδικασία εθισμού στην υπηρεσία μιας παθητικής συνείδησης ανίκανης για οποιαδήποτε έμφυτη ιδέα, που κρατά μόνο ό,τι της προσφέρει η μνήμη. Αυτή δίνει και κύρος σε οποιονδήποτε συλλογισμό μας. Αυτή που για τον Μπερξόν είναι δυνητικά ενσωματωμένη στο παρόν, μέσα στο ίδιο μας το σώμα και μ’ αυτόν τον τρόπο αντανακλά το μέλλον. Για να φτάσουμε στην ακραία άποψη του πλατωνικού Σωκράτη, όπου ακόμη και η ίδια η γνώση δεν είναι τίποτα περισσότερο από ανάμνηση της απόλυτης Ιδέας. Μοιραία, λοιπόν, η μνήμη αποτέλεσε ένα προνομιακό φιλοσοφικό αντικείμενο.
Η μνήμη, τελικά, δεν είναι ένα πάγιο και δεδομένο απόθεμα που κουβαλάμε μαζί μας, αλλά μια δυναμική σχέση που αναπτύσσουμε με ό,τι αποκαλούμε παρελθόν, παρόν ή χρόνο, γενικότερα: έννοιες, που, αν παραβλέψουμε τη χρηστική καθημερινή τους αξία, μας εμπλέκουν σε μια προβληματική που καθιστά τόσο αβέβαιη τη διαδοχική ύπαρξη της ταυτότητάς μας μέσα στον χρόνο, ενώ μας κάνουν να υποψιαστούμε ανησυχητικά αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί προσφυώς μαύρη κωμωδία της αυτοσυνειδησίας.
Στο «Περί μνήμης» βρίσκουμε και πάλι το, παγιωμένο ήδη εδώ και καιρό, γοητευτικό ύφος του συγγραφέα: τις ανταποκρίσεις μεταξύ μικροβιωματικού και φιλοσοφικής γραμματείας, λες και το μεν ζητά υπόκωφα να νομιμοποιηθεί από τη δε (ή αντίστροφα), τα πηγαινέλα μεταξύ φραστικής δαψίλειας και κριτικής διείσδυσης, την εκτεταμένη παραδειγματολογία με τις παρεκβάσεις, που προδίδουν ένα ανεσταλμένο μυθοπλαστικό μεράκι του δοκιμιογράφου, το οποίο θα άξιζε ίσως κάποτε να διοχετευθεί αυτόνομα και σε μια μορφή περισσότερο καθαρόαιμη μυθοπλαστικά.
- Του Βασιλη Πατσογιαννη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/02/2009
No comments:
Post a Comment