Κοντά στα πενήντα της -συγκεκριμένα σε ηλικία 47 ετών- αποφάσισε η Αγγέλα Καστρινάκη να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα «Ερωτας στον καιρό της ειρωνείας» («Ελληνικά Γράμματα»). Μέχρι τότε η αναπληρώτρια καθηγήτρια της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης είχε εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων και έναν τόμο με αυτοβιογραφικά κείμενα.
- Συγκεντρώνετε δύο ιδιότητες: της πανεπιστημιακού με τον «αυστηρό» επιστημονικό λόγο και της πεζογράφου, που δοκιμάζει να μιλήσει για το φύλο της και τη γενιά της. Πώς επηρεάζει η μία την άλλη και πού συναντώνται;
«Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν "δάγκωνα" στα επιστημονικά. Πάντα προσπαθούσα να παίζω λίγο και πάντα θεωρούσα ότι έγραφα βιβλία για το κοινό και όχι για τους "ειδικούς". Την πρώτη επιστημονική μελέτη μου την είχα τιτλοφορήσει "Οι περιπέτειες της νεότητας" κι ήθελα να διαβάζεται σαν το μυθιστόρημα που θεωρούσα ότι δεν θα κατάφερνα να γράψω. Τώρα το μυθιστόρημα, που εντέλει έγραψα, το έχω "διανθίσει" με αρκετά δοκιμιακά στοιχεία, φόρο τιμής στο επάγγελμα. Ο σημερινός φιλόλογος, αλήθεια, που θέλει να είναι και λογοτέχνης, έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με παλιότερες εποχές: σήμερα τείνουμε ολοένα και περισσότερο να σχολιάζουμε αυτό που γράφουμε, να βγαίνουμε έξω από τα γραφόμενά μας και να τα βλέπουμε με το μάτι τρίτου. Πρόκειται για τη μεταμοντέρνα μας αμηχανία αλλά και αυτοσυνείδηση. Καλή εποχή για φιλολόγους-πεζογράφους!»
- Δοκιμαστήκατε επί πολλά χρόνια στη μικρή φόρμα του διηγήματος. Πώς αποφασίσατε να στραφείτε στο μυθιστόρημα; Αισθανθήκατε ότι πλέον είχατε ωριμάσει συγγραφικά, για να αναμετρηθείτε μ' ένα απαιτητικότερο λογοτεχνικό είδος;
«Εκ των υστέρων μου φαίνονται κάποια παλιά διηγήματα σαν δοκιμές για το μυθιστόρημα, κάτι σαν τις "σπουδές", που κάνουν οι ζωγράφοι πριν καταπιαστούν με τον μεγάλο πίνακα. Από την άλλη, κάθε είδος έχει τις δυσκολίες του. Η ενέργεια που οφείλει να καταβάλει ένας διηγηματογράφος είναι πολλαπλάσια από εκείνην που καταβάλλει συνήθως ο μυθιστοριογράφος για αντίστοιχες σελίδες κειμένου. Ο διηγηματογράφος πρέπει διαρκώς να φτιάχνει ολοκληρωμένα σύνολα, και το στρογγύλεμα αυτό είναι πολύ απαιτητικό -ενώ ο μυθιστοριογράφος στρογγυλεύει άπαξ».
- Γράφετε κάπου: «Πώς να γράψει κανείς μια ερωτική ιστορία, μια ιστορία "μοιχείας", όταν έχει προηγηθεί η "Αννα Καρένινα" ή ο "Βέρθερος" ή ακόμα και "Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα"; Το καθένα από αυτά αποτρέπει με τον τρόπο του». Τελικά γράφοντας μια τέτοια ιστορία, εσείς επιλέξατε τη λύση της ειρωνείας. Γιατί;
«Ζούμε υπό το κράτος του άγχους, ότι όλα έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί, και δεν μένει πλέον για μας τίποτα. Αλήθεια ή ψέμα, λίγο μετράει. Το γεγονός είναι ότι η σημερινή τέχνη είναι πανικόβλητη. Ενας τρόπος να θεραπεύσει κανείς αυτό το άγχος είναι να το καταστήσει μέρος του σχεδίου του: γνωρίζω ότι έχουν ειπωθεί τα πάντα, και με αυτή την πλήρη επίγνωση θα σας πω την ιστορία μου, περιλαμβάνοντας και όλες (ή κάποιες από) τις προηγούμενες. Αρα παίρνω απόσταση από την Ιστορία, κι αυτή η απόσταση είναι ακριβώς η ειρωνεία».
- Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ανδρική και τη γυναικεία μοιχεία; Εχει νόημα να τεθεί αυτή η ερώτηση, κι αν ναι, σε ποιο βαθμό επηρεάζει το φύλο;
«Τα δεδομένα αλλάζουν, υποθέτω, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στις μέρες μας, καθότι οι γυναίκες οδεύουν σταθερά προς την ισότητα και στον τομέα της "μοιχείας". Ποιος είναι πλέον πιο ανασφαλής ή πιο ευάλωτος από τον άλλο; Ο άντρας ή η γυναίκα; Ποιος θεωρεί ότι θίγεται η τιμή και η προσωπικότητά του και ποιος είναι ικανότερος να αποδραματοποιεί το δυσάρεστο συμβάν; Πραγματικά δεν γνωρίζω αν όλα αυτά είναι σήμερα περισσότερο ζήτημα φύλου ή μήπως ιδιοσυγκρασίας ή κοινωνικού περιβάλλοντος».
- Το μυθιστόρημά σας μπορεί να διαβαστεί και ως ένα ευρύ σχόλιο για τις έννοιες της πίστης και της απιστίας και πώς αυτές έχουν αλλάξει και διαρραγεί, ώστε τελικά να έχουν καταστεί ακατανόητες;
«Σωστά. Οι ήρωές μου προσπαθούν να αλλάξουν τα δεδομένα της διάκρισης πίστη/απιστία. Θέλουν να δοκιμάσουν άλλα μοντέλα ζωής: συμβίωση του τριγώνου, ας πούμε, ή κοινά ταξίδια. Διεύρυνση της πυρηνικής οικογένειας, μια συνύπαρξη όπου δεν θα υπάρχουν μίση και αντιζηλίες... Βέβαια όλα αυτά τα μεγαλοφάνταστα σχέδια αποτυγχάνουν. Μένει μονάχα η μαθητεία στην ανεκτικότητα και η προσπάθεια της κατανόησης του άλλου».
- Ποια είναι τα όρια του απαγορευμένου στις ερωτικές επιλογές και στις σεξουαλικές πράξεις;
«Οι ήρωές μου -με τους οποίους συνήθως συμφωνώ- δεν σκάνε τόσο πολύ για τις πράξεις όσο για τις λέξεις. Δίνονται σεξουαλικά εκτός γάμου με σχετική άνεση, αλλά δυσκολεύονται πολύ να πουν ψέματα. Η διπλή ζωή ψυχικά τούς εξοντώνει. Γνωρίζουν όμως ότι δεν έχουν δικαίωμα να φορτώσουν το νόμιμο ταίρι τους με μια δυσβάστακτη αλήθεια. Προσωπικά δεν έχω έτοιμη λύση. Γι' αυτόν το λόγο, άλλωστε, έγραψα το βιβλίο. Οχι όμως πως απάντησα κιόλας!»
- Ανασταίνετε κατά κάποιο τρόπο την παράδοση της επιστολογραφίας μεταξύ ερωτευμένων, χρησιμοποιώντας το καινούριο μέσο, το e-mail. Η επικοινωνία μέσω της νέας τεχνολογίας προσφέρει νέες λύσεις στον τρόπο γραφής και πώς είναι αυτοί;
«Φαντάζομαι πως όλοι όσοι χρησιμοποιούμε e-mail έχουμε βιώσει ένα είδος απελευθέρωσης. Είναι πιο πολύ σαν να μιλάμε παρά σαν να γράφουμε. Γινόμαστε πιο άνετοι, πιο χαριτωμένοι, πιο χιουμορίστες. Ζυγίζουμε λιγότερο τα λόγια μας, γιατί έχουμε την αίσθηση ότι δεν θα μείνουν για πάντα σ' ένα συρτάρι, τεκμήριο για τις επόμενες γενεές. Οι ήρωές μου ζουν όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της νέας τεχνολογίας: ταχύτητα αλλά και υστερία, χιούμορ αλλά και παρεξηγήσεις, φούντωμα του πάθους αλλά και γρήγορη ανάλωσή του. Είμαι θερμή θιασώτης της νέας τεχνολογίας, αλλά ίσως από κάποια νοσταλγία έβαλα το δεύτερο ζευγάρι ηρώων μου, εκείνους που αλληλογραφούν με τον παραδοσιακό τρόπο, να αντέχουν περισσότερο στη δοκιμασία του χρόνου».
- Ποιες είναι οι αναλογίες μεταξύ του «παράνομου» ζευγαριού που περιγράφετε και της σχέσης, που αφήνετε παράλληλα να κυλήσει και να σχολιαστεί, του Ιωνος Δραγούμη και της Πηνελόπης Δέλτα;
«Το ζευγάρι του 1900 ήταν πιο σοβαρό. Το σημερινό πιο αστείο. Το 1900 είχαν διαρκώς στο κέντρο του μυαλού τους την αυτοκτονία. Τώρα μόνο στην άκρη. Ενα φιλί ήταν τότε το άκρον άωτον της απιστίας. Σήμερα το να δοθεί το σώμα δεν είναι δα και κανένα φοβερό ζήτημα, το να δοθεί η ψυχή στον εραστή, αυτό είναι που μετράει. Και τα δύο ζευγάρια όμως -κι ας τα χωρίζει ένας ολόκληρος αιώνας- λένε μετά μανίας και μέχρι τελικής πτώσεως "σ' αγαπώ"». *
Θα 'θελα να έχω γράψει τον «Βέρθερο»
- Από τα μεγάλα έργα της ονομαζόμενης ερωτικής λογοτεχνίας, ποιο θα θέλατε να έχετε γράψει και γιατί;
«Μόνο ένα πρέπει να επιλέξω; Κρίμα! Ας είναι τότε ο "Βέρθερος" του Γκέτε. Με τρελαίνει η αβρότητα ανάμεσα στους ερωτικούς αντίζηλους, αυτή η πληθωρική ευγένεια του Γερμανού».
- Ποια μουσική θα επιλέγατε για να συνοδεύει την ανάγνωση τού βιβλίου σας;
«Οι ήρωές μου κάποια στιγμή ακούν το ελαφρολαϊκό άσμα "με ένα γλυκό σου φιλί μ' έχεις στείλει / έχεις μεγάλο ταλέντο στα χείλη" και νιώθουν ευτυχείς που απαλλάχτηκαν από την υψηλή τέχνη και από την υποχρέωση της κριτικής, της απόστασης, της ειρωνείας. Σε κάποια άλλη φάση τραγουδούν ενοχικά και σκανδαλιάρικα τα "Καβουράκια, στου γιαλού τα βοτσαλάκια". Αν δεν μείνουμε σε αυτή την υπόκρουση, τι λέτε; Να ακούσουμε, σαν απόγονοι του μοντερνισμού, καμιά συμφωνία του Μπετόβεν;»
- Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 14/02/2009
No comments:
Post a Comment