Αναδημοσιεύω απόσπασμα κριτικής: «Ισως φανεί παράξενο σε όσους παρακολουθούν την κριτικογραφία της ότι η Ε.Κ. έγραψε ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ιδέες· γιατί οι κριτικές της είναι αυστηρά προσηλωμένες στην αισθητική αποτίμηση των λογοτεχνικών έργων (με τα δικά της κριτήρια, εννοείται) και ελάχιστα ή καθόλου δεν ασχολούνται με το πώς αυτά διαλέγονται με το διανοητικό περιβάλλον τους. Στην πραγματικότητα όμως η «στροφή» της έρχεται φυσιολογικά. Κριτικός με εξαιρετικά αναλυτική, ορθολογική σκέψη και στέρεη επιχειρηματολογία, την οποία δεν μπορείς να προσπεράσεις εύκολα ακόμα και όταν διαφωνείς μαζί της, η Κ. δεν είναι από εκείνους τους εστέτ που αερολογούν για την τέχνη σαν να ήταν εκτόπλασμα. Απλώς οι αισθητικές εκτιμήσεις της βασίζονται σε ορισμένες άρρητες και ασχηματοποίητες ώς πρόσφατα αντιλήψεις για τις σχέσεις της λογοτεχνίας (της λογοτεχνίας όχι γενικά, αλλά ως ιστορικά προσδιορισμένου φαινομένου) με τον κόσμο. Αυτές οι αντιλήψεις παίρνουν τώρα, με το εκτενές δοκίμιό της, συγκεκριμένη και σύνθετη μορφή. Και είναι πολύ ενδιαφέρουσες…» Κι ακόμα: «Η Κ. έχει πλήρη επίγνωση, και το δηλώνει στην εισαγωγή, ότι η αντιστικτική μέθοδός της αναπόφευκτα οδηγεί σε σχηματοποιήσεις. Αλλά ας μη μας κάνει η σχολαστική λεπτολογία να χάνουμε το δάσος βλέποντας μόνο τα δέντρα. Η ουσία είναι ότι το σχήμα που εκθέτει η κριτικός, με τη γνωστή αξιοθαύμαστη συλλογιστική συνέπεια και ενάργεια λόγου, είναι πειστικό και, από τη σημερινή σκοπιά, πολύ αποκαλυπτικότερο από τις παλιές ιδεολογικές κατηγοριοποιήσεις».
H Ε.Κ. είμαι εγώ. Και τα παραπάνω θερμά λόγια που εξαίρουν την αυστηρή προσήλωσή μου στην αισθητική αποτίμηση, την αναλυτική ορθολογική μου σκέψη, την στέρεη επιχειρηματολογία μου, τη γνωστή αξιοθαύμαστη συλλογιστική μου συνέπεια και τις ενδιαφέρουσες αντιλήψεις μου ανήκουν στον Δημοσθένη Κούρτοβικ – γραμμένα σε κριτικό του σημείωμα που δημοσίευσε στα «ΝΕΑ» στις 5.8.2006 για τη μελέτη μου «Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι». Ανήκουν, δηλαδή, στο ίδιο πρόσωπο που δυο χρόνια αργότερα (στις 9.8.2008, στις 15.11.2008 και στις 7.2.2009) δημοσίευσε στην ίδια εφημερίδα τρία κείμενα που με εμφανίζουν ως χείριστο δείγμα «εστετίστικα» εφησυχασμένης ακρισίας και ρυπαρότατης προσωπικής ιδιοτέλειας στον χώρο της σύγχρονης κριτικής. Τι μεσολάβησε; Πριν από αρκετά χρόνια είχα δημοσιεύσει μια επαινετική κριτική για το μυθιστόρημά του «Η νοσταλγία των δράκων» το οποίο είχα βρει πρωτότυπο στη σύλληψη και καλλιτεχνικά ώριμο στην εκτέλεση του, έργο («Καθημερινή», 11.6.2000). Την περασμένη άνοιξη δημοσίευσα μια αρνητική κριτική για το μυθιστόρημα «Τι ζητούν οι βάρβαροι» αναπτύσσοντας τα σοβαρά προβλήματα σύνθεσης, που κατά τη γνώμη μου εμφανίζει το τελευταίο του βιβλίο («Καθημερινή», 18.5.2008). Ο Κούρτοβικ επικράνθη και με κατηγορεί ότι ασκώ «καθεστωτική κριτική» – ότι ασκώ κριτική όχι με τα αισθητικά και ιδεολογικά μου κριτήρια, αλλά ιδιοτελώς για να εξυπηρετήσω κάποιο καθεστώς. Αν πίστευε πράγματι όσα επαινετικά έγραψε για μένα πριν από δύο χρόνια, δεν μπορεί να ισχύουν όσα με μέμφεται σήμερα. Αν πάλι τα έγραψε προσδοκώντας σε κάποια φιλόφρονα ανταπόδοση –προκειμένου να εξυπηρετήσει το καθεστώς του δικού του εαυτού– καλύτερα να το είχε αποφύγει. Ας επιστρέψουμε τώρα στη δουλειά μας.
Ο Αργύρης Χιόνης αποτελεί αξιόλογο μέγεθος στα ελληνικά Γράμματα. Η σαραντάχρονη ποιητική παρουσία του, το ειδολογικό εύρος της μεταφραστικής εργασίας του και η πρωτοτυπία της πεζογραφικής δουλειάς του φανερώνουν έναν ευαίσθητο, επινοητικό και ταυτόχρονα συστηματικό εργάτη της γλωσσικής κατασκευής. Τα έντεκα διηγήματα της συλλογής «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» (εκδ. Κίχλη, σελ. 126) φιλοδοξούν να προσφέρουν, όπως ο ίδιος εξηγεί στον πρόλογό του, παραμυθία σε όσους βρίσκονται σε ασύμβατη σχέση προς τα δεσμά της πραγματικής τους ηλικίας. Εμπνευσμένα από τις αφηγήσεις της Κρητικής μαμάς και της νησιώτισσας γιαγιάς του, παραπέμπουν πολύ συχνά στα μαγικά παραμύθια της ελληνικής λαϊκής παράδοσης (όπως άλλωστε και τα εμπνευσμένα σχέδια της Εύης Τσακνιά). Τα πνευματώδη μάλιστα ακροτελεύτια επιμύθια διανθίζουν τα κείμενα με πολύ χιούμορ. Δεν είναι ωστόσο όλα τα πεζογραφήματα εξίσου σημαντικά, καθώς στη συλλογή αυτή ο αφηγητής περισσότερο μοιάζει να ταυτίζεται με τον φυσικό παραμυθά που δεν αφήνει καμιά ευκαιρία προκειμένου να εξιστορήσει, παρά με τον καλλιτέχνη που καταναγκαστικά σβήνει επιλέγοντας αυστηρά μόνο εκείνα που ταιριάζουν στο όραμά του. Κείμενα, ωστόσο, όπως «Το οριζόντιο ύψος», το «Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει» ή το «Αλφειός συν Αρεθώνι» παραπέμπουν στα αξέχαστα πεζά της παλαιότερης συλλογής του «Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς» (1995) και της πιο πρόσφατης «Οντα και μη όντα» (2006).
- Tης Eλισαβετ Kοτζια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/02/2009
No comments:
Post a Comment