Sunday, August 31, 2008

Από τη μεγάλη ιδέα στη μικρασιατική καταστροφή

Σκηνή της μάχης του Σαγγαρίου σε λαϊκή εικόνα της εποχής (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Πηγή: Ιστορία του ελληνικού έθνους, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών»
ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ της συγκρότησής του, το ελληνικό κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821 «καταδυναστευόταν», στο πεδίο της ιδεολογίας, αλλά και του πολιτισμού, από τη «Μεγάλη Ιδέα» (σύμφωνα με την έκφραση του Ηπειρώτη γιατρού και πολιτικού Ιωάννη Κωλέττη) ή «Δόγμα του αλυτρωτισμού». Η «Μεγάλη Ιδέα» είναι η βαθιά πεποίθηση ότι το κράτος θα μπορούσε να προκόψει μόνο με τη διεύρυνση της επικράτειας, μέσω της απόσπασης εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα οποία κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί.
Η κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας» δεν είναι ιστορικά αναιτιολόγητη: Η αστική τάξη, πολιτικά υπεύθυνη για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους - κράτους, θεωρούσε ως αδήριτη ανάγκη τη διεύρυνση της επικράτειας, άρα και τη διεύρυνση και ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Οι άλλες κοινωνικές τάξεις (η μικρή και ακτήμων αγροτιά, η υπό διαμόρφωση ακόμη εργατική τάξη) δεν μπορούσαν να βάλουν την ιδεολογική τους σφραγίδα στις πολιτικές εξελίξεις και ακολουθούσαν τα δόγματα και την επίσημη ιδεολογία των αστών. Στο παρόν άρθρο δε θα μας απασχολήσει ωστόσο η «Μεγάλη Ιδέα» καθεαυτή, αλλά η αντανάκλασή της στα λογοτεχνικά πράγματα ενός νεοσύστατου κράτους, που ακόμη προσπαθούσε να συγκροτήσει την πολιτιστική του φυσιογνωμία.
ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ, μέσα στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουμε, να αναπτύξουμε σε βάθος και σε έκταση το θέμα. Θα αρκεστούμε λοιπόν στην παράθεση ορισμένων παραδειγμάτων, που βοηθούν να κατανοήσουμε το πώς η «Μεγάλη Ιδέα» και η θλιβερή της κατάληξη στα νερά της Σμύρνης επέδρασαν στη συνείδηση των λογοτεχνών, είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο.
Δε θα μπορούσαμε πάντως να ισχυριστούμε ότι η «Μεγάλη Ιδέα» παρουσιάζεται έκτυπα στα λογοτεχνήματα του 19ου αιώνα - πεζογραφία ή ποίηση. Στην πεζογραφία κυριαρχεί, έτσι κι αλλιώς, η ηθογραφία, η αποτύπωση, δηλαδή, κάποτε φανερά εξωραϊσμένη, της ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Ο «πρύτανης» του είδους, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, είναι στενά δεμένος με τα πιο λαϊκά στοιχεία της ορθόδοξης βυζαντινής παράδοσης και στο έργο του ζει και ανασαίνει ο σκιαθίτικος (κάποτε και αθηναϊκός) μικρόκοσμος, βυθισμένος στη φτώχεια του και στα προσωπικά του πάθη, χωρίς περιθώρια για ευρύτερους εθνικούς οραματισμούς. Αλλά και στην ποίηση - όπου η μεγάλη παράδοση του Σολωμού και του Κάλβου δε φαίνεται να έχει άμεσους επιγόνους - κυριαρχεί είτε η σχολαστική αρχαιοπληξία των Φαναριωτών (που, πάντως, με τις διασυνδέσεις τους με τις διοικητικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ποτέ δε γίνονται ιδιαίτερα ριζοσπαστικοί) είτε το πνεύμα ενός παρακμιακού ρομαντισμού. Η Επτανησιακή Σχολή, χωρίς οι εκπρόσωποί της να φτάνουν στο ύψος των «γεναρχών», του Σολωμού και του Κάλβου, παρουσιάζει μια εντελέστερη εθνική ιδεολογία, επηρεασμένη ακόμη βαθιά από το επαναστατικό πνεύμα του πρώιμου ρομαντισμού. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο οποίος εμπνέεται από τους ήρωες του 1821 ή και από προγενέστερες ηρωικές μορφές του τόπου του (όπως, π.χ., ο Φωτεινός). Ο Βαλαωρίτης είναι οπαδός της «Μεγάλης Ιδέας» και οι επιδράσεις της είναι φανερές στο έργο του.
Το μεγαλοϊδεάτικο πνεύμα (ο χαρακτηρισμός εδώ αποδίδεται χωρίς αρνητική φόρτιση) υπάρχει στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή και στον Κωστή Παλαμά, το μεγαλόπνοο βάρδο της εξόρμησης της ελληνικής αστικής τάξης προς την εκπλήρωση του ιστορικού της ρόλου: Τη διεύρυνση της επικράτειας και την καθιέρωση αστικοδημοκρατικών θεσμών, η οποία, στην Ελλάδα, προχωρούσε με εξαιρετικά αργά βήματα. Είναι γνωστό ότι ο Παλαμάς εμπλεκόταν προσωπικά στην επονομαζόμενη «Εθνική Εταιρεία», ένα μάλλον ανεύθυνο φορέα, ο οποίος συντέλεσε, μεταξύ άλλων, και στην έκρηξη του άτυχου πολέμου του 1897. Ο Παλαμάς θα υμνήσει το μακεδονικό αγώνα και θα θρηνήσει το θάνατο του Παύλου Μελά, την ίδια εποχή που το κίνημα του δημοτικισμού αρχίζει να διχάζεται πολιτικά ανάμεσα στους εθνικιστές και στους σοσιαλιστές. Στους πρώτους συγκαταλέγεται ένας χειμαρρώδης συντηρητικός λόγιος, ο Ιων Δραγούμης, ο οποίος θεωρεί ότι η λαϊκή γλώσσα είναι η πλέον κατάλληλη για να εκφράσει τις ελπίδες και την εξόρμηση του έθνους, για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών.
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥΣ παρουσία στα ελληνικά γράμματα οι σοσιαλιστές λογοτέχνες θα διαφοροποιήσουν τη στάση τους, σε σχέση με τα «εθνικά οράματα». Ο Κ. Χατζόπουλος στο διήγημά του «Αντάρτες» σαρκάζει τις ένοπλες ομάδες που εφορμούσαν από την Αιτωλοακαρνανία στα εδάφη της Ηπείρου, που τελούσαν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Ενας άλλος λογοτέχνης, εξαιρετικά συντηρητικός πολιτικά, ο Στρατής Μυριβήλης, στρατιώτης ο ίδιος στο μακεδονικό μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα δώσει μια κατηγορηματικά αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική τριλογία: Τη «Ζωή εν τάφω» (όπου αναφέρεται στις εμπειρίες του από το μακεδονικό μέτωπο), τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και την «Παναγιά τη Γοργόνα», έργα τα οποία μπολιάζονται και με τις εμπειρίες της μικρασιατικής εκστρατείας, της καταστροφής και της προσφυγιάς.
Είναι γεγονός ότι η μικρασιατική εμπειρία είναι το σημείο καμπής της ελληνικής Ιστορίας για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η αστική τάξη αποτυγχάνει να διευρύνει τα εδάφη της, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας (και, μαζί, τα ακμαία ελληνικά κεφάλαια της Σμύρνης), επιτυγχάνει όμως - στην πλάτη, εννοείται, των αγρίως ξεριζωμένων Μικρασιατών - μεγάλη συγκέντρωση εργατικών χεριών στις πόλεις. Ο ελληνικός καπιταλισμός, μετά από αυτή την τραγική περιπέτεια, περνά σε μια νέα ποιοτική φάση ανάπτυξης. Η «Μεγάλη Ιδέα» πεθαίνει μαζί με τη φλεγόμενη Σμύρνη.
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, μαζί με την ελληνική κοινωνία, αλλάζει προσανατολισμούς. Μπολιάζεται με τη σοσιαλιστική ιδεολογία, αλλά και με τα υλικά και ψυχικά τραύματα που απορρέουν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τώρα πια, το κέντρο βάρους της ελληνικής ζωής μεταφέρεται από την ύπαιθρο στις πόλεις, που ο πληθυσμός τους έχει πυκνώσει με τον ερχομό και την προλεταριοποίηση των προσφύγων. Η επονομαζόμενη «Γενιά του '30» μεταφέρει τη ματιά της από την ύπαιθρο στο νέο αυτό αστικό τοπίο. Η ποίηση του «πατριάρχη» της, του Σμυρνιού Γιώργου Σεφέρη, διαποτίζεται, μέχρι το τέλος της ζωής του, από την πικρία των διαψευσμένων ελπίδων - την απογοήτευση για τη δράση και το ρόλο της ίδιας της τάξης του, που, ωστόσο, ποτέ δε θα τη διαχειριστεί πολιτικά ώστε να ξεφύγει από αυτήν και να περάσει στην άλλη πλευρά. Οι εμπειρίες του μετώπου ή των «Ταγμάτων Εργασίας» θα καταγραφούν σε έργα όπως η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, ή το «Νούμερο 21328», του Ηλία Βενέζη. Πάλι ο Ηλίας Βενέζης θα δώσει μια σπαραχτική περιγραφή των συνθηκών εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, στη «Γαλήνη» του και, πολλά χρόνια αργότερα, θα περιγράψει ένα χαμένο μικρασιατικό παράδεισο στην «Αιολική Γη». Κορυφαίο, ωστόσο, ανάμεσα στα πάμπολλα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για τη μικρασιατική εμπειρία παραμένει το έργο της Διδώς Σωτηρίου «Ματωμένα χώματα». Λογοτέχνημα σπαραχτικό, που αποκαλύπτει το ρόλο του ιμπεριαλισμού στο αιματοκύλισμα των λαών της περιοχής.
Θα θέλαμε να κλείσουμε το παρόν σημείωμα με ένα έργο το οποίο δε συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο γνωστά που αναφέρονται στη μικρασιατική εμπειρία. Θεωρούμε όμως ότι δεν πρέπει να λείπει από τη σύντομη αυτή αναφορά μας, και γιατί είναι αξιόλογο, αλλά και ως φόρο τιμής σε ένα δικό μας άνθρωπο: Αναφερόμαστε στο μυθιστόρημα «Χρυσή Ζωή», του γλυκύτατου Νίκου Παπαπερικλή, που, μέχρι τα βαθιά του γεράματα, υπήρξε αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη», υπογράφοντας ως «Νίκος Φιλικός». Το «Ριζόχαρτο» προτείνει, στους νεότερους κυρίως αναγνώστες του, να διαβάσουν αυτό το θαυμάσιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, που περιγράφει τη «χρυσή ζωή» ενός Ελληνόπουλου της Προποντίδας, με το βλέμμα του ώριμου κομμουνιστή: Με το βλέμμα δηλαδή ενός ανθρώπου που γνωρίζει τις διαλεκτικές δυνάμεις που κινούν την ιστορία, προκαλούν τους πολέμους και διαμορφώνουν τις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς. Μέσα από αυτή τη γνώση, ο συγγραφέας φιλτράρει την προσωπική του εμπειρία από το μικρασιατικό ελληνισμό, τη σχέση με το σύνοικο τουρκικό στοιχείο και την καταστροφή, πράγμα που καθιστά το μυθιστόρημα εξαίρετο δείγμα του τρόπου με τον οποίο η μικρασιατική εμπειρία και η προσφυγιά μετασχηματίστηκαν σε τέχνη.

Δώρα Μόσχου, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

No comments: