Wednesday, August 27, 2008

Όταν ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του

Ένας ηθικά ηττημένος ήρωας καλείται να αντιμετωπίσει τις Ερινύες του παρελθόντος στην Αμερική του κοντινού μέλλοντος που βρίσκεται στο έλεος του φυλετικού μίσους, της εγκληματικότητας και μιας επιδημίας εκτελέσεων

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ

«Θεωρώ ότι αυτό που χρειάζεται η Αμερική δεν είναι περισσότερες φυλακές αλλά περισσότερες εκτελέσεις. Κανένας δεν έχει καταφέρει να με πείσει πως ο απαγχονισμός είναι περισσότερο απάνθρωπος από την ηλεκτρική καρέκλα ή τον θάλαμο αερίων. Ο απαγχονισμός είναι λιγότερο δαπανηρός από τις άλλες δύο μεθόδους και μπορεί μάλιστα να είναι λιγότερο δαπανηρός και από τη θανατηφόρο ένεση». Σε μια μελλοντική Αμερική (ή μήπως ήδη υπαρκτή;) ο πόλεμος ενάντια στο έγκλημα και στα καρτέλ των ναρκωτικών έχει πείσει την κυβέρνηση να πολλαπλασιάσει τις θανατικές ποινές, με την εκτέλεσή τους να αναμεταδίδεται και τηλεοπτικά. Ιθύνων νους αυτής της «σταυροφορίας» είναι ο μυθιστορηματικός ήρωας Μέλβιν Χάτσινσον, ένας επιτυχημένος εισαγγελέας, υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, που μέλλεται να γίνει και ο πρώτος μαύρος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ωστόσο, ένα παλιό μυστικό γίνεται βρόχος στον λαιμό του και ξυπνάει μπροστά του το φάσμα της καθαίρεσης και της αποπομπής.

Το πρώτο μυθιστόρημα του Τζέικ Λαμάρ (μετά το αυτοβιογραφικό Bourgeois Blues) Είχαμε ένα όνειρο εισάγει τη συνήθη θεματική του, που θα τον ακολουθήσει και στα επόμενα βιβλία: ο διευρυμένος και υπόγειος ρατσισμός που ναι μεν δυσχεραίνει τη ζωή των μαύρων, αλλά ταυτόχρονα, εμποτίζοντάς τους ως το τελευταίο κύτταρό τους, τους ωθεί να γίνονται όμοιοι με τους δημίους τους. Σε αυτό το δυσοίωνο πολιτικό θρίλερ ο Λαμάρ αναζητεί τον μίτο της Αριάδνης μέσα από έναν θολό ιστό σχέσεων σε υψηλό πολιτειακό επίπεδο (όπου γίνονται πολλαπλάσιες διακρίσεις, ιδεολογικής και σεξουαλικής υφής) αλλά και στο πιο χαμηλό, στην κρυφή, ιδιωτική σφαίρα των ανάγλυφων, σύνθετων πρωταγωνιστών του: η νεαρή φωτογράφος Εμα Πάρσον πιστεύει ότι το χρώμα δεν έχει βάθος και ερωτεύεται έναν εβραίο. Ο αντιδραστικός Ρασίντ Σκαγκς υποστηρίζει ότι το μόνο που μας άφησαν οι αγώνες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είναι μερικοί ακόμη κακοποιημένοι μαύροι. Ολοι οι χαρακτήρες βαραίνουν από έναν κρυφό καημό, ένα ανελέητο δίλημμα στην ψυχή τους. Σφαιρικά, πολυεπίπεδα, αληθοφανή, γοητευτικά όντα. Το βιβλίο γράφτηκε πριν από 12 χρόνια και, εκτός από τη βράβευσή του με το έγκριτο γαλλικό βραβείο Cognac, το σημερινό εκλογικό θρίλερ στην Αμερική το καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο.

Μια παράλληλη πορεία



1η Σεπτεμβρίου 2005. Εγχρωμοι κάτοικοι της Νέας Ορλεάνης διαπληκτίζονται περιμένοντας να μεταφερθούν μακριά από την πόλη που λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα έπληξε με καταστροφική μανία ο κυκλώνας Κατρίνα


Δεν είναι δύσκολο να διακρίνεις την παράλληλη «πορεία» ανάμεσα στον πάλαι ποτέ φλογερό Φιλελεύθερο και νυν ακραίο συντηρητικό Μέλβιν Χάτσινσον και στον δημιουργό του, τον βραβευμένο συγγραφέα Τζέικ Λαμάρ. Ο Λαμάρ αναδύθηκε από τις φτωχογειτονιές του Μπρονξ για να κατακτήσει τα υψίπεδα της διανόησης σπουδάζοντας Ιστορία και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (ο Μέλβιν αποφοιτά με άριστα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια). Εξι εβδομάδες μετά την αποφοίτησή του προσλήφθηκε στο περιοδικό «Time», όπου αρθρογράφησε επί έτη για κοινωνικοπολιτικά θέματα (ενώ ο Μέλβιν εξελίσσεται σε λαμπρό εισαγγελέα, μαχητικό υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Στο σημείο αυτό όμως εξαντλούνται οι ομοιότητές τους. Διότι ο Τζέικ Λαμάρ αποδείχθηκε πιστός στις νεανικές αξίες του: παράτησε την καλοπληρωμένη και εγνωσμένου κύρους θέση του στο διασημότερο πολιτικό περιοδικό του κόσμου διότι ως αμετανόητος Φιλελεύθερος ένιωθε να πνίγεται μέσα στο αποστειρωμένο περιβάλλον όπου θριάμβευε ο αγγλοσαξονικός συντηρητισμός.

Με τη συμπαράσταση της τότε συμβίας του συνέθεσε το βραβευμένο Bourgeois Blues, το οποίο άσκησε επάνω του την εξαγνιστική επίδραση μιας κλασικής ιστορίας ενηλικίωσης. Εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη για να διεκδικήσει μια πιο ανθρώπινη ζωή στην επαρχιακή πόλη Αν Αρμπορ του Μίσιγκαν. Εκεί άρχισε να γράφει το Είχαμε ένα όνειρο και, ενώ βρισκόταν περίπου στη μέση του βιβλίου, του ανακοίνωσαν ότι είχε κερδίσει το βραβείο Lyndhurst (τριετής υποτροφία που δίδεται σε καλλιτέχνες, δημοσιογράφους και ανθρώπους με κοινωνική δράση).
Με το επίδομα αυτό μπορούσε πραγματικά να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα: το 1993 μετακόμισε στο Παρίσι σκοπεύοντας να μείνει έναν χρόνο. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού όμως. Εφέτος κλείνει 15 χρόνια στην Πόλη του Φωτός. Από 12 ετών οραματιζόταν μια ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα, από τότε δηλαδή που πρωτοδιάβασε τον γνωστό μαύρο συγγραφέα Τζέιμς Μπόλντουιν (γνωστός κάτοικος του Παρισιού κι εκείνος) και τον έκανε alter ego του. Σπέρματα από τις διάσημες περιγραφές του Μπόλντουιν για τις διαφυλετικές σχέσεις μεταφυτεύθηκαν στον Λαμάρ. Πάντως ο δάσκαλος του Τζέικ στο γυμνάσιο προφητικά τον προέτρεπε να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Σήμερα πλέον διαβάζεται κατά κόρον στη Γαλλία, όπου τον έχει αναλάβει ο γνωστός εκδοτικός οίκος Rivages/noir. Αλλά και οι Αγγλοσάξονες δεν τον έχουν ξεχάσει. Τα αμερικανικά ΜΜΕ συχνά τον επικαλούνται, ειδικά σε στιγμές κρίσεως (η εφημερίδα «The Washington Post» δημοσίευσε τις απόψεις του αναφορικά με τις αναταραχές των έγχρώμων στο Παρίσι το 2005...).

Το μπουκάλι του ουίσκι

Ο Λαμάρ έχει διατηρήσει στο Είχαμε ένα όνειρο τη διεισδυτικότητα και την οξυμένη παρατηρητικότητά του σε κοινωνικά ζητήματα που εξάσκησε στη θητεία του στο «Time». Δεν «φωτογραφίζει» την πραγματικότητα. Δεν εμμένει στις κλασικές και τυποποιημένες διαχωριστικές γραμμές: μαύρος ίσον θετικός ήρωας. Αν η πραγματικότητα έχει πολλαπλές αναγνώσεις, τότε το ίδιο και οι άνθρωποι: η ψυχοσύνθεσή μας είναι γεμάτη απρόβλεπτες, μυστήριες αντιδράσεις. Ο Λαμάρ συλλαμβάνει αυτές τις λεπτές αποχρώσεις. Με το μπουκάλι του ουίσκι, τον κυνισμό και το βιτριολικό του χιούμορ, ο Μέλβιν μοιάζει με έναν από αυτούς τους ηθικά «ηττημένους» ήρωες των νουάρ μυθιστορημάτων, με μόνη διαφορά ότι αυτός δεν καλείται να ερευνήσει δολοφονίες αλλά να αντιμετωπίσει τις Ερινύες του παρελθόντος: «Οχι, η αυτοκτονία δεν είναι λύση. Οι μαύροι δεν αυτοκτονούν. Εμείς πεθαίνουμε από υπερβολική δόση...».

Η εράσμια Εμα, από την άλλη, είναι χωρίς γωνίες, απαλή σαν πούπουλο. Υπερασπίζει με σθένος τις ανθρωπιστικές αξίες της, παρ' ότι οι δικοί της την έχουν πιάσει στη μέγκενη. Μπορεί να ακούει Σούμπερτ, να διαβάζει Βιρτζίνια Γουλφ χωρίς να θίγεται το μαύρο της χρώμα. Σε αυτό το πρόσωπο εναποθέτει ο συγγραφέας όλες του τις ελπίδες. Παλιότερα ο εχθρός ήταν πιο ορατός, πιο χειροπιαστός, πιο συγκεκριμένος. Μια Κου Κλουξ Κλαν... Τώρα ο πόλεμος παίζεται ύπουλα, χωρίς κανόνες. Τα όπλα είναι αόρατα, αφηρημένα: οι ιδέες, οι τάξεις, οι θέσεις. Τα στρατόπεδα δεν είναι διακριτά με γυμνό μάτι. Δεν υπάρχει μαύρο, άσπρο, άρα καλό και κακό. Η σεξουαλική, κοινωνική και φυλετική διαπάλη προέρχεται και από τους δύο πόλους που λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ο κόσμος είναι κατακερματισμένος. Και οι χρόνια καταπιεσμένοι μαύροι έμαθαν να ζουν και να λειτουργούν με αυτούς τους ηθικά διαστρεβλωμένους όρους. Θα στραφούν ακόμη και ενάντια στον αδελφό τους. Ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.


Το ΒΗΜΑ, 03/08/2008

No comments: