Wednesday, August 27, 2008

Στις κατακόμβες του Κλόιστεραμ

ΜΟΝΟΜΑΧΙΕΣ

Το ημιτελές μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς και πώς ένας σύγχρονος γάλλος βιβλιοπώλης σκηνοθετεί την επίλυση του μυστηρίου

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Ο συγγραφέας του Ολιβερ Τουίστ στήνει το κείμενό του με καμιά δεκαριά βασικούς στυλοβάτες: τον Τζακ Τζάσπερ, έναν άντρα μελαχρινό, περίπου είκοσι έξι χρόνων, με πυκνά, λαμπερά, καλοχτενισμένα μαύρα μαλλιά και φαβορίτες, με φωνή πλούσια και βαθιά και φέρσιμο λιγάκι σκυθρωπό· τη δεσποινίδα Ρόζα Μπαντ που τη φωνάζουν Ροζούλα, ένα θαύμα ομορφιάς και παιδικότητας, με ουκ ολίγες παραξενιές, χαϊδεμένη του «Εκπαιδευτηρίου Κορασίδων» που διευθύνει η Μις Τουίνκλτον, και την οποία ορέγεται ο Τζάσπερ που της παραδίδει μαθήματα μουσικής· τον νεαρό Εντουιν Ντρουντ, αρραβωνιαστικό της Ρόζας σύμφωνα με την επιθυμία των γονιών και των δύο οι οποίοι προτού πεθάνουν θεώρησαν καλό να συνδέσουν τα ανήλικα παιδιά τους με μια κοινή μοίρα· τον κηδεμόνα της Ρόζας κύριο Γκριούτζιους, έναν στεγνό ωχροκίτρινο άντρα «που αν τον έβαζαν σε κανένα μύλο θα έβγαινε παρευθύς αλεσμένος, κατάξερος ταμπάκος»· τον δημοπράτη και μετέπειτα δήμαρχο του Κλόιστεραμ κύριο Σάπση, έναν άνδρα με μεγαλοπρεπές ύφος αλλά και ανιαρό, κοντά στα 60 του, που ντύνεται α λα Πρωτοπρεσβύτερος, με ένα λάσκο περίγραμμα του στομαχιού και τσάκισες οριζόντιες στο γιλέκο του· τον πετροπελεκητή Νταρντλς, που ασχολείται κυρίως με τις επιτάφιες πλάκες και τα μνημεία και έχει «από κορυφής μέχρις ονύχων απολύτως το χρώμα το δικό τους»· τον υποδιάκονο κύριο Κρίσπαρκλ. Μια πλειάδα ήσσονος σημασίας ήρωες συμπληρώνουν τη διανομή και διασταυρώνουν τα βήματά τους με τους υπόλοιπους στους δρόμους και τα περίτεχνα κτίσματα της πόλης, στα μεσαιωνικά της ερείπια, στις κρύπτες και στα νεκροταφεία, σε μια ατμόσφαιρα που μυρίζει μούχλα από το παρελθόν και τα μυστικά που κρύβει στις απόκοσμες ομίχλες της.
Η επιρροή που ασκεί ο ζοφερός Τζάσπερ στη Ροζ, ο οποίος ας σημειωθεί εκτελεί και χρέη κηδεμόνα του αρραβωνιαστικού της Εντουιν, είναι κάθε άλλο παρά ευεργετική. Η φτωχή κοπέλα έχει παραδοθεί στη δαιμονική του δύναμη και δεν φαίνεται να υπάρχει πλάσμα ικανό να τη λυτρώσει από αυτό το μαρτύριο. «Μη μού μιλάς για αυτό! Με τρομοκρατεί. Με κυνηγάει μες στο μυαλό μου σαν απαίσιο φάντασμα. Νιώθω πως δεν είμαι ασφαλισμένη από αυτόν ποτέ. Νιώθω σαν να μπορεί να περάσει μέσα από τον τοίχο όταν μιλήσουμε για αυτόν. Με έχει υποδουλώσει με το βλέμμα του. Με έχει εξαναγκάσει να τον καταλάβω χωρίς να πει λέξη, και με έχει εξαναγκάσει να σωπάσω χωρίς να ξεστομίσει την παραμικρή απειλή. Οταν παίζω δεν παίρνει λεπτό τα μάτια του από τα χέρια μου. Οταν τραγουδώ, δεν παίρνει λεπτό τα μάτια από τα χείλη μου. Οταν με διορθώνει και παίζει μια νότα, ή μια συγχορδία, ή παίζει μια φράση, βρίσκεται αυτός ο ίδιος μέσα στους ήχους, ψιθυρίζοντας ότι με ποθεί ερωτικά και προστάζοντάς με να κρατήσω το μυστικό του. Εγώ αποφεύγω τα μάτια του, αλλά εκείνος με εξαναγκάζει να τα βλέπω χωρίς να τα κοιτάζω».

Οι υποψίες βαραίνουν



Το γραφείο του Ντίκενς σε δημοπρασία του Christie's του Λονδίνου (2 Απριλίου 2008)



Η δράση απογειώνεται με μια μοιραία παρεξήγηση μεταξύ του Εντουιν Ντρουντ και του αδερφού της Μις Λάντλες, Νέβιλ. Ο Υποδιάκονος Κρίσπαρκλ αναλαμβάνει να φιλιώσει τα αγόρια. Τζάσπερ και Ντάρντλς συνωμοτούν στις υπόγειες κρύπτες και στον νυχτωμένο Καθεδρικό - ένα χαμίνι τους εντοπίζει και τους χλευάζει, χοροπηδώντας στο σεληνόφωτο. Ρόζα και Εντουιν σμίγουν, συζητούν και αποφασίζουν μυστικά να χωρίσουν. Και τότε ο Εντουιν Τρουντ εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Ο Νέβιλ Λάντλες ξεκινάει για ένα αλλόκοτο προσκύνημα, αλλά τον γυρίζουν πίσω. Οι υποψίες πέφτουν πάνω του. Το ρολόι και η καρφίτσα του Εντουιν βρίσκονται στον βυθό του ποταμού και η Ρόζα περνάει δύσκολες ώρες. Ενας νεοφερμένος ασπρομάλλης κάνει την εμφάνισή του στο Κλόιστεραμ. Ποιος είναι ο κύριος Ντάτσερυ; Και ποιος ο κύριος Τάρταρ;

Ο Ντίκενς ξεδιπλώνει όλη τη μαεστρία του στην καθοδήγηση των ηρώων αλλά και στη δημιουργία ατμόσφαιρας - το μυθιστόρημα, αν και ημιτελές, θεωρείται από τα κορυφαία του. «Από μέσα, μεσ' απ' τους τάφους, απ' τις καμάρες, απ' τον θόλο, ο Γέρος Χρόνος έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό· και ζοφερές σκιές άρχισαν να σκουραίνουν στις γωνίες· και υγρασίες άρχισαν να σηκώνονται από τις πρασινίλες στις πλάκες, και τα τζοβαϊρικά - που ο ήλιος γέρνοντας είχε σκορπίσει πάνω στο πάτωμα του κλίτους μέσα απ' τα χρωματιστά τζάμια των παραθύρων - άρχισαν να ξαχνίζουν. Πέρα απ' το κιγκλίδωμα του ιερού, ψηλά στα σκαλιά που τα επιστέγαζε το εκκλησιαστικό όργανο το ελάχιστα ορατό μέσα στη σκοτεινιά που απλωνόταν γοργά, λευκά ράσα διακρίνονταν αμυδρότατα και μια ασθενική φωνή, που υψωνόταν και ξανάπεφτε μ' ένα μονότονο, ραγισμένο μουρμουρητό, ακουγόταν κατά διαστήματα αχνά. Εξώ, στον ελεύθερο αέρα, το ποτάμι, τα πράσινα βοσκοτόπια και τα καστανά σπάρσιμα χωράφια, οι καρπεροί λόφοι και κάμποι κοκκίνιζαν στο ηλιοβασίλεμα, ενώ σε μακρινούς ανεμόμυλους και αγροικίες έλαμπαν τα παραθυράκια, μικρά κομμάτια αστραφτερών φύλλων χρυσού. Μέσα στη Μητρόπολη όλα έγιναν γκρίζα, λασπερά και εντάφια, και το σπασμένο μονότονο μουρμουρητό συνεχιζόταν σαν φωνή που ξεψυχάει, μέχρις ότου το όργανο και η Χορωδία ξέσπασαν και την έπνιξαν σε μια θάλασσα μουσικής».

Με λυγισμένους αγκώνες

Το τέλος της ιστορίας χάθηκε μαζί με τον συγγραφέα της. Ο Ντίκενς, που κατά κανόνα κατέστρωνε όλο το μυθιστόρημα και κρατούσε λεπτομερειακές σημειώσεις για το τι θα συμβεί στο κάθε κεφάλαιο, από το πρώτο ως το τελευταίο, δεν άφησε στην περίπτωση αυτή καμία ένδειξη. Τίποτε, εκτός από όσα φημολογείται πως εμπιστεύτηκε στη βασίλισσα Βικτωρία, η οποία όμως δεν αποκάλυψε σε κανέναν το μυστικό. Αυτό το μυστικό επιχειρεί να ανακαλύψει στο δικό του βιβλίο ο Ζαν-Πιερ Ολ, με τον ήρωά του Φρανσουά Ντωμάλ, φανατικό αναγνώστη του Ντίκενς, ο οποίος κατατρύχεται από την επιθυμία να μάθει το τέλος που σκόπευε να δώσει ο άγγλος συγγραφέας στο μυθιστόρημά του.

Ωστόσο, δεν είναι ολότελα μόνος σε αυτή του την προσπάθεια. Και κάποιος άλλος, ο Μισέλ Μανζματέν, κυνηγάει ακριβώς την ίδια χίμαιρα. Η μονομαχία τους θα επεκταθεί και στον ερωτικό τομέα ενώ οι ανατροπές που πολλαπλασιάζονται σελίδα τη σελίδα παρασύρουν τον αναγνώστη από τη μία εποχή στην άλλη με φρενιτιώδη ορμή και με τη συντροφιά εκκεντρικών ηρώων που δεν δείχνουν σε τίποτε να υπολείπονται μιας Μις Χάβισαμ ή ενός κυρίου Πίκγουικ. «Ο κύριος Ντικ έμεινε σιωπηλός. Εκανε μεταβολή, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά σε μένα ή στο θύμα του. Τον είδα να βγαίνει από το ελβετικό σαλέ, να χώνεται στο τούνελ και να ξεπροβάλλει έπειτα στην απέναντι πλευρά του δρόμου για το Ρότσεστερ. Υστερα τον κατάπιε το σκοτάδι. Ωστόσο, περίπου κάθε δέκα δευτερόλεπτα, τον ξερνούσε πάλι χάρη στις αστραπές που φώτιζαν την αχανή πελούζα, φωτογραφίζοντας την όλο και πιο μακρινή σιλουέτα του στην ίδια στάση: στάση βιαστικού πεζοπόρου που βαδίζει έχοντας λυγισμένους τους αγκώνες».


Το ΒΗΜΑ, 03/08/2008

No comments: