- Ο συγγραφέας μιλάει στο «Βήμα» για το βιβλίο που του χάρισε το Ειδικό Κρατικό Βραβείο, καθώς και για τους μετανάστες στην ελληνική κοινωνία
Κουζέλη Λαμπρινή, ΤΟ ΒΗΜΑ: 06/04/2014
Αφγανοί πρόσφυγες αγναντεύουν τα
καράβια της γραμμής για την Ιταλία στο λιμάνι της Πάτρας. Τα δύο
τελευταία βιβλία του Βασίλη Λαδά (μικρή φωτογραφία) καταπιάνονται με το
θέμα της μετανάστευσης
Βασίλης Λαδάς
Παιχνίδια κρίκετ
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012,
Παιχνίδια κρίκετ
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012,
σελ. 131, τιμή 10,65 ευρώ
Οι Πατρινοί τον γνωρίζουν ως δικηγόρο που έχει αναλάβει υψηλού προφίλ
δίκες πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Οι περί την ποίηση τον
γνωρίζουν ως Βασίλη Αρφάνη, τον ψευδώνυμο συγγραφέα των ποιητικών
συλλογών Ο Γιάννης κι η Μαρία (1972), Το ραντεβού (1984), Βράδυ στο σπίτι (1986), Το νεκρό παιδί (1990), Διπλή πόλη (1994), Παραβολή (2001), Απόκρεω (2004). Οι ακτιβιστικές οργανώσεις που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μεταναστών τον γνωρίζουν ως συγγραφέα του Μουσαφεράτ (2008),
μιας μη μυθοπλαστικής αφήγησης επεισοδίων από τη ζωή στον καταυλισμό
Αφγανών στο λιμάνι της Πάτρας το 2007-2008, ένα δείγμα ελληνικής
τεκμηριωτικής λογοτεχνίας. Στο ίδιο θέμα, στους μετανάστες και τη ζωή
τους, επανέρχεται στο σύντομο αλλά πυκνό μυθιστόρημά του Παιχνίδια κρίκετ (Γαβριηλίδης,
2012) που απέσπασε το εφετινό κρατικό Ειδικό Βραβείο σε λογοτέχνη του
οποίου το βιβλίο προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα
κοινωνικά ζητήματα, ένα πρόσφατο βραβείο που θεσπίστηκε με τον νέο νόμο
περί κρατικών βραβείων του 2010. Στις προηγούμενες δύο βραβεύσεις δεν
απονεμήθηκε. Ο Βασίλης Λαδάς είναι ο πρώτος συγγραφέας που τιμάται με το
βραβείο αυτό.
«Δεν το θεωρώ βραβείο ακτιβισμού αλλά βραβείο λογοτεχνίας» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο 68χρονος πατρινός συγγραφέας. Τα κείμενά του, ποιήματα, θεατρικά και πεζογραφήματα, έχουν όλα κοινωνική θεματογραφία και όπως εξηγεί: «Με ενδιαφέρουν η μετανάστευση ως πανάρχαιο έπος των ανωνύμων, η οικονομική εκμετάλλευση αυτού του γεγονότος από τους παράνομους μηχανισμούς και τη νόμιμη εξουσία, καθώς και η σύγκρουση μεταξύ ντόπιων και μεταναστών. Τα "Παιχνίδια κρίκετ" στηρίζονται σε πολλά πραγματικά γεγονότα αλλά το δράμα είναι επινοημένο. Με ενδιέφεραν οι χαρακτήρες, ο ρόλος του τυχαίου, πώς στη μυθοπλασία το πραγματικό γίνεται φανταστικό αναδεικνύοντας τις παραδοξότητες του πραγματολογικού υλικού».
Στο μυθιστόρημα, δύο ευκαιριακά συνεργεία συγκομιδής ελιών στα περίχωρα της Πάτρας ανταγωνίζονται για το μεροκάματο. Ανεργοι μετανάστες στο ένα, άνεργοι Ελληνες στο άλλο. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους εντείνονται, ώσπου ένα τυχαίο περιστατικό οδηγεί στο έγκλημα. Ο νεαρός Αλία φεύγει από την Ελλάδα, τη μόνη πατρίδα που γνώρισε, για την Αλβανία κλεισμένος σε φέρετρο και ο μεσόκοπος Θοδωρής καταλήγει στη φυλακή για ανθρωποκτονία, ενώ ο Μαθιούλα, ο νεαρός πακιστανός φίλος του Αλία, που μόνη του χαρά στον ξένο τόπο ήταν το παιχνίδι κρίκετ σε λασπωμένες αλάνες της Πάτρας, αναχωρεί λαθρεπιβάτης για την Ιταλία.
«Η βία μπορεί να εμφανιστεί παντού, αλλά δεν πιστεύω στη θεωρία του σκοτεινού εαυτού που κρύβουμε όλοι μας. Η θεωρία του σκοτεινού εαυτού δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την παρουσία της Χρυσής Αυγής, όπως του Γκέμπελς και του Ρόζενμπεργκ, που υποστήριζαν τα ίδια για τη δύναμη του ενστίκτου» λέει ο συγγραφέας. «Ο άνθρωπος επηρεάζεται πολύ από την κοινωνία, είναι μαλακός σαν ένα δεμάτι χόρτο, όπως έλεγε και ο Σεφέρης, και η κοινωνική ζωή έχει αλλάξει, η κοινωνία έχει ιδεολογίες και νόμους που διώχνουν τη βία».
Η οικονομική κρίση έπαιξε ρόλο στην αύξηση της εγκληματικότητας, αλλά ρόλο παίζει και ο χαρακτήρας των ανθρώπων, εκτιμά ο συγγραφέας. «Δεν πιστεύω ότι η οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει κρίση ανθρωπισμού, γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχαν τόσα φαινόμενα αλληλεγγύης» λέει, παραδέχεται όμως ότι «οι Ελληνες είμαστε ρατσιστές, γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε ανώτερη φυλή με μεγάλο παρελθόν, ότι μας έχει επιλέξει ο Χριστός. Ωστόσο παράλληλα με αυτόν τον ρατσισμό ο Ελληνας δείχνει μεγάλο φιλότιμο».
Στο διάστημα της δεκάμηνης έρευνάς του για το Μουσαφεράτ, είδε αφτιασίδωτη την υποκρισία και τον ρατσισμό αλλά και την ελεήμονα διάθεση της αστικής κοινωνίας της Πάτρας και την αλληλεγγύη των κατοίκων στα περίχωρα του καταυλισμού των Αφγανών που φέρθηκε καλύτερα στους πρόσφυγες από την κοινωνία του Αγίου Παντελεήμονα στην Αθήνα.
«Εκείνο που στέκεται εμπόδιο στην κατανόηση του Αλλου, του ξένου, είναι ότι βλέπουμε σε αυτόν το στερεότυπο του μετανάστη ή του φυγά και δεν βλέπουμε τον άνθρωπο πίσω από αυτό» λέει ο Βασίλης Λαδάς, ο οποίος στα κείμενά του επιδιώκει να δείξει τον άνθρωπο: «Προσπαθώ να κάνω οικείους τους μετανάστες μπαίνοντας στην οικογενειακή τους ζωή, παρουσιάζοντας τα κοινά συναισθήματα, τα πένθη, τις αρρώστιες, τον αγώνα για το κοινό δείπνο, να εστιάσω σε θετικούς και αρνητικούς χαρακτήρες, και όχι στο καθεστώς του μετανάστη».
Στα Παιχνίδια κρίκετ γνωρίζουμε από κοντά την καθημερινότητα του Αλία, τις συνθήκες που τον αναγκάζουν να χτίζει γύρω του ένα σκληρό περίβλημα για να προστατέψει τον τρυφερό καρπό της ψυχής του: τη γέννηση μιας αυτιστικής αδελφής που μονοπωλεί τις φροντίδες της μάνας του, τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, τις ευθύνες που αναλαμβάνει από μικρός για τη συντήρηση της οικογένειάς του, παρατώντας όνειρα για σπουδές, όπως ακριβώς οι Ελληνες στα μελοδράματα του 1960.
Ο Βασίλης Λαδάς επιδιώκει να κρατά αποστάσεις από την υπερβολή των δραματικών τόνων. Δηλώνει τον θαυμασμό του σε «στυλίστες συγγραφείς», στον Ντοστογέφσκι, στον Μπόρχες, στον Καχτίτση, σε μάστορες του υπαινιγμού. Το κρίκετ, αυτό το άγριο και επιθετικό παιχνίδι που γνώρισαν και αγάπησαν οι Πακιστανοί από τους αποικιοκράτες Βρετανούς, το παιχνίδι που έμαθε ο Αλία από τον Μαθιούλα, και οι αναφορές στην παρτίδα κρίκετ της Αλίκης με την Κακιά Βασίλισσα που αποκεφαλίζει τους ηττημένους στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων αποτελούν διακειμενικούς συμβολισμούς στη ρεαλιστική αφήγησή του που προοικονομούν τη φοβερή κορύφωση του δράματος. Διότι αυτό είναι που αφορά τη λογοτεχνία, οι χαρακτήρες, το δράμα, ο τρόπος που αποδίδεται, εκτιμά ο βραβευθείς συγγραφέας: «Είναι σημαντικό η λογοτεχνία να καταπιάνεται με τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά θέματα ευαισθητοποιώντας τον αναγνώστη, αρκεί να τα αντιμετωπίσει με τρόπους λογοτεχνικούς και να μη στέκεται στην επικαιρότητα, αλλιώς δεν είναι λογοτεχνία, γίνεται μπροσούρα».
No comments:
Post a Comment