Saturday, July 7, 2007

Μάριος Χάκκας: Τόσα χρόνια μπουχτήσαμε!

[...] Κι εγώ θ' ανεβώ λαχανιάζοντας στη ράχη ν' αγναντέψω για φίλους, ποιοι στέκουν ακόμα, πόσοι έχουν κουράγιο να στήσουμε ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο.
Ο οδοντογιατρός, κουρασμένος από τις γυναίκες, γεροντοπαλίκαρο που δεν εκδηλώνει καμιά διάθεση για παντρειά. Αυτός είναι κι ο πιο σίγουρος. Μπορεί να πάρει μαζί του τα σύνεργα κι όποιος θέλει ας κουβαλιέται μέχρι τον Κουταλά να σιάχνει τα δόντια του δωρεάν, ένα είδος κοινωνικής αντιπροσφοράς για την παραχώρηση του χώρου.
Ο Παγανάκης, κατ' εξαίρεση ο μόνος παντρεμένος. Παλιότερα, πριν απ' το γάμο του, έκανε σκέψεις για κοινοβιακή ζωή, ταξίδεψε και στο Άγιον Όρος, όμως δε νομίζω πως έσβησε μέσα του αυτή την τάση για την αναχώρηση. Πά
ντα νοσταλγεί την καραβάνα, μια μερίδα καλοκομμένη ψωμί και μια τριμμένη κουβέρτα.
Ο Δημήτρης , που τον έχουνε κάνει ρετάλι γυναίκες κι αλκοόλ. Τρέμουν τα χέρια του και δεν μπορεί να ζωγραφίσει. Ίσως ηρεμήσει ξανά και ξαναπιάσει πινέλο, αν και κάπως δύσκολο με τις μέτζες που του κόλλησαν τώρα τελευταία: Έχει τη μανία των διπλών, παίρνει τα χάπια δυό-δυό, ζητάει από το γκαρσόνι να του κόψει το ντόνατς σε έξι, οχτώ ή δέκα κομμάτια. Πάντα στα διπλά. Ξέρω πού μπορεί να καταλήξει αυτή μανία: Όπως ο Σταθούρος στη φυλακή, κατά τα άλλα καλό γεροντάκι, μόνο που ήτανε με τα διπλά κι είχε γίνει βασανιστική η ζωή του.
[...]
Ο Τίμος πήρε τα μάτια του κι έφυγε στην ξενιτιά. Στην αρχή σα φοιτητής, τώρα ποιος ξέρει τι κόλπα κάνει και την βολεύει. Πάντως να δουλεύει, αδύνατον. Η μόνιμη απορία του ήταν γιατί δουλεύουν οι άνθρωποι και γιατί δένουν οι φαντάροι τα κορδόνια από τις αρβύλες τους, γι' αυτό τον φωνάζουν "χαμούρη", όμως αυτός δε νοιαζότανε, άραζε στο αντίσκηνο και τραβούσε τους ύπν
ους του.
Να μην ξεχάσω τον Τσαούση. Δεν ήταν λοχίας ο έρμος. Μόνο που νοιαζόταν για το αντίσκηνο μην πέσει απ' τον πολύ αέρα και τη βροχή. Αυτός το μπάλωνε, αυτός στέριωνε τους πασσάλους τριγύρω και του 'μεινε το παρατσούκλι. Ο Τσαούσης είναι απαραίτητος για ην τάξη. Όταν θα μυρίζουν πολύ τα κελιά, στο εξάμηνο πάνω περίπου, θα βάζει μια φωνή, θα τραβάει και κανέναν απ' το πόδι γι
α γενική καθαριότητα.
Όμως δε θα έχουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Τόσα χρόνια μπουχτήσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο. (Έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω
· έτσι και σου ξέφευγε, γινόσουν ύποπτος). Ου να χαθούνε. Εμ κι εμείς τ' ανθρωπάκια που δεχτήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη "ράγια"; Και να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Τι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως εγώ, απ' όσο ξέρω κι οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα...

[Μάριος Χάκκας ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, Κέδρος]
[Ο Μάριος Χάκκας σε σκίτσο του M. Σ. Μιχαήλ]
Ο Μάριος Χάκκας (1931-1972)
γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, γιος του Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγική συνοικία της Καισαριανής. Εκεί ο Χάκκας τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο (1937-1943) και στη συνέχεια γράφτηκε στο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια σημάδεψαν τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Το 1951 έδωσε εξετάσεις για πρόσληψη στον ΟΤΕ και παρά την επιτυχία του δε διορίστηκε λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Την ίδια χρονιά άρχισε να έρχεται σε επαφή με αριστερές οργανώσεις της Καισαριανής και του Βύρωνα και γνωρίστηκε με τη Μαρίκα Κουζηνοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1961. Το 1952 έγινε μέλος της ΕΔΑ, πήρε μέρος στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πολιτική του δραστηριότητα δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του πέρα από τα δυο πρώτα χρόνια. Το 1954 συλλήφθηκε με το νόμο 509 ως μέλος αριστερής οργάνωσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ΄κατηγορίας (μουλαράς). Παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Το 1960 αποστρατεύτηκε και δούλεψε σε εργοστάσιο πλαστικών ειδών, αρχικά ως πλασιέ και στη συνέχεια στο πρατήριο. Μετά το γάμο του μετακόμισε στο Βύρωνα, ενώ παράλληλα η κριτική στάση του απέναντι στο Κόμμα οδήγησε σε ρήξη των σχέσεών του με την Αριστερά. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής και ενίσχυσε σημαντικά τις δραστηριότητες της Φ.Ε.Ν. Το 1966 κορυφώθηκε η διένεξή του με την Αριστερά και ο Χάκκας στράφηκε προς μια επιχείρηση με κορνίζες και μινιατούρες, από κοινού με το φίλο του Ασημάκη Νηστικούλη. Με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου. Από το 1969 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε από καρκίνο στα νεφρά και κατέληξε στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στην Ευρώπη (Λονδίνο, Παρίσι, Ελβετία, Μιλάνο και Γερμανία). Το 1970 ο θίασος Βήματα του Θανάση Παπαγεωργίου ανέβασε το μονόπρακτο έργο του Χάκκα Ενοχή στο θέατρο Φλόριντα. Πέθανε στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς σε ηλικία σαράντα ενός χρόνων. Ο Μάριος Χάκκας ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων λογοτεχνών. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε με το Όμορφο καλοκαίρι, συλλογή ποιημάτων γραμμένων στο διάστημα που μεσολάβησε από τη φυλάκισή του ως την πραγματοποίηση της έκδοσης το 1965. Ο ποιητικός λόγος του Χάκκα είναι άμεσος και βιωματικός, κινείται στα πλαίσια της δραματικής γραφής που υιοθέτησαν πολλοί ποιητές της γενιάς του ‘30 και εκφράζει την επιτακτική ανάγκη του δημιουργού να ξεφύγει από την απάνθρωπη πραγματικότητα που αντικειμενικά βίώνε. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, η οποία ανήκει στην παράδοση του μεταπολεμικού ρεαλισμού με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και έντονη την παρουσία ιστορικών και βιωματικών στοιχείων. Με τη συλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες συντελείται μια σαφής στροφή -φυσικό επακόλουθο της ψυχολογικής επίδρασης που άσκησε στο Χάκκα η αρρώστια του αλλά και η ρήξη του με το κομμουνιστικό κόμμα- προς μια ωριμότερη γραφή, αφαιρετική, με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην τραγική διάστασή του και ενδεικτική της αγωνίας του συγγραφέα μπροστά στο θάνατο αλλά και της απογοήτευσής του στη θέαση του μάταιου της ζωής και της ιδεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Στον ίδιο χώρο ανήκει και το τελευταίο του έργο - δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο - Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μάριου Χάκκα βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χάκκας Μάριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Μάριος Χάκκας», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του ‘67 Η΄, σ.86-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Σταυροπούλου Έρη, «Χρονολόγιο Μάριου Χάκκα (1931-1972)», Διαβάζω 297, 28/10/1992, σ.22-25, όπου περισσότερα στοιχεία.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).


1 comment:

Λογω-τέχνης said...
This comment has been removed by the author.