
Το Κιβώτιο μας μεταφέρει στο κλίμα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, όταν βρισκόταν στο τέλος του (καλοκαίρι του 1949). Η 40μελής ομάδα "εθελοντών" και επίλεκτων κομμουνιστών που αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα κιβώτιο από την πόλη Ν στην πόλη Κ, αγνοεί το περιεχόμενό
του. Κανείς δεν ξέρει τι περιέχει το κιβώτιο αλλά ούτε και ποιος είναι ο προορισμός τους: το αρχηγείο αρκείται να τους υποδεικνύει κάθε μέρα το δρομολόγιο της επομένης. Ωστόσο έχει γνωστοποιηθεί σε όλους ότι η "επιχείρηση - κιβώτιο" είναι τόσο σημαντική ώστε ενδεχομένως να κρίνεται από αυτήν η έκβαση του πολέμου. Εξου και οι αυστηρές προδιαγραφές της πορείας: καμιά καθυστέρηση δεν θα γίνεται ανεκτή και κάθε τραυματίας ή απλώς βραδυπορών θα «κυανίζεται». Αυτή η επιχείρηση - εκατόμβη θα διαρκέσει δύο μήνες (μέσα Ιουλίου - μέσα Σεπτεμβρίου του 1949). Ο μοναδικός επιζών - και αφηγητής - ολοκληρώνει την πορεία, παραδίδει το κιβώτιο στους αρμοδίους, εκείνοι το ανοίγουν και διαπιστώνεται πως είναι άδειο! Ο αφηγητής συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Επιχειρεί με συνεχείς καταθέσεις του προς τις ανακριτικές αρχές να εξηγήσει - και να ερμηνεύσει - το νόημα της παράδοξης αποστολής τους...
1 comment:
ΜΕ ΤΙ ΜΑΤΙΑ ΤΩΡΑ ΠΙΑ
Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις
Δε λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήταν λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού
να κλείσεις τα εξηντατέσσερα
μπορούσες να’σφιγγες τα δόντια
έστω και αυτά τα ψεύτικα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν’αρπαζόσουνα από’να φύλλο πράσινο
απ’τα γυμνά κλαδιά
απ’τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα να πιαστείς
όμως εσύ να τα’μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράκτη
να’χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδία των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα-
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να’ρθεις και να μ’αγγίξεις μεσ’απ’τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που’χω
τριγύρω μου τις πέτρες σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής.
Με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα εδώ χωράει όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψει σαν υγρασία σάπιου χόρτου.
Άρης Αλεξάνδρου
Post a Comment