Thursday, July 12, 2007

Κωστής Παλαμάς (1859-1943)

Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός». Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής.
Τον είχα πρωτακούσει ν' απαγγέλνει στη σάλα του παλιού Παρνασσού ένα βράδι χειμωνιάτικο την Κόρη της Λήμνου.
Ήμουνα φοιτητής, διάβαζα πολύ, έγραφα λίγο και δεν τολμούσα να δημοσιέψω λέξη ακόμα. Από τους νέους ποιητές με τραβούσε πολύ ο Δροσίνης. Τον Παλαμά τονέ θαύμαζα, μα δεν τον πολυκαταλάβαινα, δε με συγκινούσε. Τον είχα χαραχτηρίσει κ' εγώ με άλλους φίλους μου, δυσνόητον ποιητή. Με γεια μας! Ωστόσο, είπα, τονέ θαύμαζα. Κάτι παραπάνω του έβρισκα από το Δροσίνη κι από τους άλλους, μα δεν μπορούσα και ναν το ορίσω. Κάτι παραπάνω... Αυτό ικανοποιούσε το κριτικό μου μάτι.
Τη βραδιά που τον πρωτάκουσα στον Παρνασσό, ο θαυμασμός μου ανέβηκε αρκετά, για να φτάσει σιγά-σιγά, και με τα χρόνια, στο ζενίθ. Ένας κοντούλης, αδύνατος, με μουστάκια και γενάκια ολόμαυρα, και με μαλλιά κατάμαυρα, ανασηκωμένα σα βούρτσα. Μα τα φρύδια του τα πυκνά, τα κατεβασμένα κ' η ματιά του η βαθιά, πότε γεμάτη φως και πότε ολοσκότεινη, άδης, σε καταχτούσε, σου φώναζε πως κάποιος ξεχωριστός άνθρωπος κατέχει το βήμα με τα μάτια εκείνη τη βραδιά. Η σάλα του Παρνασσού γεμάτη. Όλοι νέοι, παιδιά. Οι σοβαροί, τα φιλολογικά καλπάκια, ολόγυρα στο προεδρείο, κάτω από το βήμα και στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Ο Παλαμάς άρχισε ν' απαγγέλνει. Η απαγγελία του με ξάφνιασε. Ασυνήθιστη.
Λίγες βραδιές πριν, είχ' ακούσει σην ίδια σάλα τον Αχιλλέα Παράσχο. Ύστερα από τη μελοδραματική απαγγελία του, τη λίγο θεατρινίστικη, η βαθιά, η ήρεμη, η υποβλητική απαγγελία του Παλαμά χτύπησε ολόισα στην ψυχή μου. Δε θυμάμαι, αν μ' ενθουσίασε πολύ το ποίημά του, η απαγγελία του όμως με καταμάγεψε. Μου 'μεινε για χρόνια στη μνήμη, τόσο σφηνώθηκε μέσα μου, που ύστερ' από τη βραδιά εκείνη ίσαμε σήμερα ακόμα, όσες φορές τον άκουσα ν' απαγγέλνει - κ' ευτύχησα να τον ακούσω τόσες και τόσες φορές - πάντα θαρρώ πως τον ακούω να μου απαγγέλνει την Κόρη της Λήμνου. Και θυμάμαι τα νιάτα μου και κατασυγκινούμαι.
Ύστερ' από ένα δυο χρόνια τονέ γνώρισα κι από κοντά. Είχε βγάλει τα Τραγούδια της πατρίδος μας, το πρώτο του βιβλίο, κ' είχε γράψει κι ο Μητσάκης στο κυριακάτικο Άστυ τη σκληρή και λίγο άδικη εκείνη σελίδα του για τα τραγούδια του. Ένα μεσημέρι με τον Κλεάνθη, το Μητσάκη κ' ένα δυο άλλους ακόμα φίλους, τον ανταμώσαμε σ' ένα μαστιχάδικο, στην οδό Σταδίου, αντικρύ στη Βουλή. Με συστήσανε. Χαιρετιστήκαμε. Δειλός και λιγόλογος εκείνος. Χειρότερος, την εποχή εκείνη, εγώ. Θέλησα κάτι κ' εγώ να πω. Ναν του δείξω πως έχω διαβάσει το βιβλίο του. Και ξεφούρνισα - πανάθεμά το! - ένα τετράστιχο, το μόνο που κατόρθωσα να θυμηθώ κείνη την ώρα:
Όλα της Άνοιξης τα κάλλη,
όλα τα στέλνω στο καλό,
μπροστά σε φρέσκο, παχουλό
Μεσολογγίτικο πετάλι.
- Καλύτερα ναν το τρώει κανείς αυτό παρά ναν το τραγουδεί! μου είπε χαμογελώντας.
- Καλύτερα! είπα κ' εγώ, γελώντας βλακωδώς, χωρίς να ξέρω, τότε τι πράμα είναι αυτό το περίφημο πετάλι.
Και τώρα;... Έζησα τόσο πολύ μαζί του πνευματικά, γίναμε τόσο φίλοι, συνεργαστήκαμε τόσο στενά, κι αχώριστα στο Νουμά, ώστε καταντάει ολάκερη η φιλολογική και δημοσιογραφική ζωή μου - τριάντα πέντε περίπου χρόνια - να 'ναι γεμάτη Παλαμά, κ' έτσι, αν καταπιαστώ ν' αραδιάσω ανέκδοτα κ' επεισόδια, χαραχτηρισικά κ' έντονα, της ζωής μας, να μην τελειώσω ποτέ.
Μια μέρα, που θ' αποχαιρετήσουμε κ' οι δυο μας για πάντα τη ζωή, θα δημοσιευτεί ίσως ένα χειρόγραφό μου Κουβέντες με τον ποιητή, παραπολύ δικό μας, intime. Τότε, σε σωρό ανέκδοτά μας και σε κουβέντες του βαθυστόχαστες, θα φανεί πόσο απλός και πόσο ευκολονόητος είναι ως ποιητής - και πόσο παιδιά μείναμε κ' οι δυο μας, μ' όλα τα χρόνια και μ' όλες τις μπόρες που περάσανε από πάνω μας.
Κάποτε ο Αργύρης Εφταλιώτης, περαστικός για δυο τρεις μέρες από δω, για να ξαναγυρίσει στην Αγγλία μου είπε:
- Πρόσεξες χτες το βράδι τον Παλαμά που πηγαίναμε στην Κηφισιά; Δε μιλούσε. Έκανε διάλεξη. Τόσο σοφή και τόσο ταχτοποιημένη ήταν η κουβέντα του!... Και τέτοια είναι η κουβέντα του Παλαμά, σα βρίσκεται με τους φίλους του, με ανθρώπους που τους θέλει, που τονέ νιώθουν. Ενώ αντίθετα σαν τονέ φορτώνονται, στο Πανεπιστήμιο, ή στον περίπατο, άνθρωποι αδιάφοροι ή ενοχλητικοί, τον πιάνει η περίφημη αφασία του. Αδύνατο ν' ανοίξει το στόμα του.
- Και δε μας λέτε κύριε Παλαμά, ποιος είναι ο πρώτος, κατά τη γνώμη σας, από τους σημερινούς Έλληνες ποιητές; τονέ ρώτησε κάποτε ένας κουτομορφωμένος κύριος που μας είχε έρθει από το Παρίσι και που κάμαμε τη γκάφα ναν του τονέ συστήσουμε ένα δειλινό, σ' ένα ζαχαροπλαστείο.
- Μ...μ...μ!... αποπειράθηκε ν' αρχίσει ο Παλαμάς, μα τίποτα. Η αφασία τον είχε κατακυριέψει.
Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος,
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ.
Φιλολογική επιμέλεια: Κώστας Καφαντάρης.
Εκδόσεις Οδυσσέας 1988
Ο Δ.Π.Ταγκόπουλος, απόγονος αγωνιστών του 1821, γεννήθηκε στην Ύδρα το 1867. Σπούδασε στην Αθήνα ιατρική, αλλά δεν άσκησε το ιατρικό επάγγελμα παρά μόνο τέσσερα χρόνια. Από ο 1898 μέχρι το 1903 εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα (Εστία, Αστραπή, Σκριπ). Τη χρονιά αυτή και μέχρι το 1924 εκδίδει - με διακοπές λόγω μεγάλων οικονομικών δυσκολιών - το Νουμά, την εφημερίδα-περιοδικό που ταυτίστηκε με το πρόσωπό του. Μετά από ένα ξεκίνημα χωρίς καμιά συγκεκριμένη ιδεολογία ο Νουμάς που σημάδεψε μιαν ολόκληρη εποχή, αναδεικνύεται στο προπύργιο των δημοτικιστών. Στις σελίδες του φιλοξενήθηκαν και πρόβαλαν τις απόψεις τους οι γνωστότεροι και σπουδαιότεροι από αυτούς, όπως ο Γιάννης Ψυχάρης, Αργύρης Εφταλιώτης, Αλέξαντρος Πάλλης, Φώτης Φωτιάδης, Ίων Δραγούμης κ.α. Για την όλη του δράση υπέρ του δημοτικισμού ο Δ.Π. Ταγκόπουλος χαρακτηρίστηκε από τον Μένο Φιλήντα ως ο Απόστολος Παύλος του κινήματος αυτού.
Σήμερα είναι γνωστός κυρίως για το Νουμά και σχεδόν καθόλου για το πρωτότυπο δημιουργικό του έργο - ποίηση, θεατρικά έργα, πεζογραφία (χρονογραφήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα), κριτική. Πέθανε το 1926.

1 comment:

Justine's Blog said...

Αγαπημένε Νίκο,
Τι να πώ; Με έχεις κάνει λιώμα με τους All Time Classics. Κι αναρωτιέμαι αν η νέα γενιά κατάφερε να διαβάσει το 1/5 απο αυτά που εμείς διαβάσαμε στην ταραγμένη εφηβεία μας.
Τώρα το φεστιβάλ του γέλιου στο Μόντρεαλ κι εγώ θα σου ετοιμάσω κομματάκι για τα Δρώμενα.
Φιλιά βροχερά. Τον μάτιασα τον ήλιο μας χθές.