- Αχιλλέας Κυριακίδης
- Κωμωδία
- εκδόσεις Πόλις, σ. 63, ευρώ 10
Πέραν, όμως, του μότο, όντας ο Κυριακίδης συστηματικός μεταφραστής του Λε Τελλιέ, καθώς και πλείστων άλλων οπαδών του Εργαστηρίου της Δυνητικής Λογοτεχνίας, γαλλιστί Ουλιπό, φαίνεται να υιοθετεί κι αυτός κάποια ουλιπιστικά τεχνάσματα: Δίνει στη νουβέλα του τη δομή δένδρου, όπου ο αναγνώστης έχει στη διάθεσή του, μετά τον κυρίως κορμό, τρεις συνέχειες. Επιστρατεύει ορισμένες λέξεις-κλειδιά ως σημεία αναφοράς, τις οποίες ενώνει με ποικίλλουσες σε μήκος φράσεις, συνήθως ευθύγραμμες ως προς τη χρονική διάταξη των συμβάντων και κυκλοτερείς κατά τη χωρική τοποθέτησή τους.
Προχωρεί την αφήγηση, δημιουργώντας αυτοτελείς θεματικές ενότητες, σαν να αντιστοιχεί τις παραγράφους σε διαφορετικά νοηματικά επίπεδα. Γι' αυτήν τη «μαθηματικοειδή» τάση προϊδεάζει ένα δεύτερο μότο: «Θεώρημα: "Οι κωμωδίες δεν έχουν θάνατο. Να αποδειχθεί". Σε καιρούς όπως οι σημερινοί, όπου ο κυρίαρχος τύπος της κωμωδίας είναι η μαύρη κωμωδία, η οποία, όχι μόνον έχει θάνατο, αλλά, ως επί το πλείστον, υπερχειλίζει πτωμάτων, η πρόταση δείχνει καταφανώς εσφαλμένη. Δεδομένου, ωστόσο, ότι πρόκειται για έναν κατεξοχήν παίζοντα συγγραφέα, αυτό το δήθεν ουλιπιστικό εύρημα μπορεί να στοχεύει και στην υπογράμμιση του τίτλου. Δηλαδή, να θέλει να εξάρει τον καθαρόαιμο χαρακτήρα της δικής του κωμωδίας, την οποία συγγράφει προς εκτόνωση του άγχους του αναγνώστη, που, στις ημέρες μας, δεν είναι καθόλου αμελητέα ποσότητα».
Προ επτά ετών, Δεκέμβριο 2003, ο Κυριακίδης εξέδωσε μια συλλογή οκτώ διηγημάτων, τα οποία απαρτίζουν το ένατο βιβλίο του. Το πρώτο διήγημα φέρει τον τίτλο «Μετά τον χαρακτηριστικό ήχο». Εισαγωγικά περιγράφεται η ρουτινιάρικη, εκτυλισσόμενη μεταξύ οικίας και γραφείου, καθημερινότητα του ανώνυμου αφηγητή. Στη συνέχεια, η αφήγηση εστιάζει, όπως προκαθορίζει ο τίτλος, στον τηλεφωνητή της οικίας του και τα καταγραφέντα κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών, και συνεπώς κατά την απουσία του, μηνύματα. Οι κριτικοί εξέλαβαν το διήγημα ως κινούμενο στα όρια του δράματος, δεδομένου ότι ο αφηγητής, που χαρακτηρίζεται από υψηλού βαθμού συναισθηματική ξηρασία, αρπάζεται από ένα μήνυμα που προοριζόταν για άλλον τηλεφωνητή, λαχταρώντας να βιώσει την ερωτική συγκίνηση, έστω και λαθραία, μέσω της παρελθοντικής ιστορίας ενός άλλου προσώπου.
Η πρόσφατη νουβέλα στηρίζεται σε μια ιστορία της ίδιας μηχανικής αφορμής. Και πάλι ο κατ' οίκον τηλεφωνητής έχει καταγράψει ένα μήνυμα, αυτή τη φορά απευθυνόμενο στον σωστό παραλήπτη. Μια άγνωστη φωνή απειλεί: «Αν θες να ζήσεις, έλα το Σάββατο 18 Ιουνίου»... στο τάδε μέρος. Το μήνυμα εστάλη στις εργάσιμες ώρες της Παρασκευής, αλλά παραλήφθηκε τα ξημερώματα του Σαββάτου από τον αφηγητή, που δείχνει ο ίδιος ή έστω παραπλήσιος με εκείνον του διηγήματος. Σύμφωνα με το κειμενάκι του οπισθόφυλλου, πρόκειται για έναν μικροαστό. Κατά τη γνώμη μας, αυτός ο χαρακτηρισμός σηκώνει πολύ νερό, αφού έχουμε να κάνουμε με έναν μάλλον υψηλόβαθμο τραπεζικό υπάλληλο, απόφοιτο της Νομικής και από ευκατάστατη οικογένεια. Αλλά και πέραν των βιογραφικών του, ουδόλως φαίνεται να διαπνέεται από μικροαστική νοοτροπία. Συμβαίνει, μάλιστα, το αντίθετο. Ούτε κοινωνική άνοδο επιδιώκει ούτε ως θιασώτης της κατανάλωσης αγαθών εμφανίζεται. Οσον αφορά τον γενικότερο συντηρητισμό του, αυτός, έτσι κι αλλιώς, χαρακτηρίζει συλλήβδην την αστική τάξη.
Στη νουβέλα, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής δεν μένει ανώνυμος όπως στο διήγημα. Αναφέρεται με τα αρχικά Δ.Χ., τα οποία, αν εκληφθούν ως αρκτικόλεξο, προσδιορίζουν συνήθως αυτοκίνητα και λοιπά είδη δημόσιας χρήσης. Ενας από τους λεκτικούς τρόπους του συγγραφέα είναι η απόδοση προσωποποιητικών επιθετικών προσδιορισμών σε αντικείμενα, όπως «εγκάρδια μηχανήματα», «υπερήλικα έπιπλα», και αντιστρόφως, επιθέτων που σχετίζονται με αντικείμενα σε πρόσωπα, όπως το συγκεκριμένο αρκτικόλεξο.
Αλλα γλωσσικά παιχνιδίσματα, που συνηθίζει, είναι η μετατόπιση ιδιόλεκτων μιας ειδικότητας σε άλλη μη συναφή, οι απροσδόκητες παρομοιώσεις προς γελοιοποίηση του ενός σκέλους και επίσης, οι πλάγιοι και περιπεπλεγμένοι τρόποι για να ειπωθεί το αυτονόητο, όπως, λ.χ., η αιτία ενός θανάτου. Αν υποθέσουμε, όπως συνάγεται από επί μέρους, λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς, νύξεις, ότι ο συγγραφέας στοχεύει να τοποθετήσει τη σημερινή κρίση εν μέσω των πιο πρόσφατων σκηνών της «ανθρώπινης κωμωδίας», τότε, ως άλλος Ροΐδης, φαίνεται να χρησιμοποιεί «ξηρά κολοκύνθη» προς αφύπνιση ενός αναγνωστικού κοινού σε χειμερία νάρκη.
Κοινότοπος φαντάζει ο βίος του αφηγητή. Τόσο κοινότοπος, ώστε η περιγραφή, που καταλαμβάνει, ως ο κυρίως κορμός, το ήμισυ της νουβέλας, να καταλήγει κωμική. Η, τρόπος του λέγειν, πλοκή αρχίζει όταν ο αφηγητής συναντά τον άλλον ήρωα της ιστορίας, που ακούει στο όνομα Παπαδημητρακόπουλος, άνευ μικρού ονόματος, πατρώνυμου ή έστω αντίστοιχων αρχικών. Στις πρώτες, ωστόσο, αράδες, όπου το αρκτικόλεξο του αφηγητή εμφανίζεται δίπλα δίπλα με το όνομα του ήρωα, ο αναγνώστης, μη αφυπνισθείς εισέτι από τη συγγραφική κολοκύνθη, μπορεί να το εκλάβει ως Δ.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, παρασυρόμενος και από γνωστότατο ομότεχνο του Κυριακίδη.
Αμφότεροι, μάλιστα, συναριθμούνται στους ολιγάριθμους «μάστορες της μικρής φόρμας». Μια κοινή έκφραση της εποχής μας, κατά τη γνώμη μας ατυχέστατη, καθώς παραπέμπει συνειρμικά μάλλον σε τεχνίτες μικροεπίπλων και μικροαντικειμένων τύπου μινιατούρας παρά σε κορυφαίους συγγραφείς.
Ως ασκήσεις ύφους, ο συγγραφέας επινοεί τέσσερις τρόπους διασταύρωσης των βίων αφηγητή και ήρωα. Ευρηματικότερος ο πρώτος, διαφοροποιείται από τους άλλους τρεις. Κατ' αυτόν, ο Δ.Χ. δεν συναντά τον Παπαδημητρακόπουλο, αλλά κατοικεί στην οδό Παπαδημητρακοπούλου. Οδός που σήμερα μεν δεν υπάρχει στο κλεινόν άστυ, αλλά στο μέλλον, αναμφιβόλως θα προκύψει. Πιθανόν να προκύψουν περισσότερες της μιας, καθώς είναι τοις πάσι γνωστό ότι αυτός ο τόπος τιμά τους συγγραφείς, πόσω μάλλον τους μινιατουρίστες.
Επί της εν λόγω οδού βρίσκεται το αστυνομικό τμήμα, στο οποίο καταφεύγει ο Δ.Χ. μετά το εκβιαστικό μήνυμα, και από αυτήν εκκινεί για το ραντεβού με τον άγνωστο αποστολέα του μηνύματος. Μόνος του, αφού δεν εξασφάλισε από την Ασφάλεια την ασφάλειά του, όπως θα ανέμενε κάθε αναγνώστης που γνωρίζει την αποτελεσματικότητα της ελληνικής Αστυνομίας. Ο «περιδεής μικροαστός» πήρε, λοιπόν, όλο το ρίσκο μιας άκρως επικίνδυνης περιπέτειας. Δεδομένου, όμως, ότι τα τολμηρά διαβήματα δεν είναι για τους μικροαστούς, κατέληξε θύμα απαγωγής.
Απομένουν οι τρεις συναντήσεις αφηγητή και ήρωα ως τρεις διαφορετικές και ημιτελείς αφηγηματικές εκδοχές. Αμφότεροι μεταμορφώνονται σε τρία διαφορετικά πρόσωπα, που πρωταγωνιστούν στην ειρωνική υπονόμευση τριών διαφορετικών χώρων: των πάλαι ποτέ αριστερών διανοουμένων, των νεότερων ιστορικών της βαλκανικής σαλάτας και της λαθρομετανάστευσης. Εδώ, θα πρέπει να σημειώσουμε τις τρεις, εξόχου εμπνεύσεως, μεταμορφώσεις του Παπαδημητρακόπουλου: λοχαγός παραμεθορίου περιοχής, ηγετικό στέλεχος του ευκλεούς άλλοτε ΚΚΕ εσωτ. και μινιμαλίστας συγγραφέας, που συνόψισε την ουσία της «ανθρώπινης κωμωδίας» κατά την παρούσα στιγμή, με μια νουβέλα 33 σελίδων, όπου αναγράφεται η ίδια, τεράστιας σημασίας, φράση: «Δεν πάει άλλο».
Τελικά, ο Κυριακίδης έγραψε μια μινιατούρα κωμωδίας, διασκεδαστική, πιστεύουμε, για ένα ευρύτερο κοινό, πρόθυμο να λύσει τους κάβους του ορθολογισμού. Από εκεί και πέρα, μια δράκα υποψιασμένων θα απολαύσει τα διακειμενικά και λοιπά αφηγηματικά πλουμίδια, τα οποία ο συγγραφέας ξεκίνησε να αποκαλύπτει στις καταληκτικές σημειώσεις, ωστόσο τα παράτησε. Ας μείνουν στο σκότος, θα πρέπει να σκέφτηκε, φοβούμενος τις παραναγνώσεις. Πάντως, τα πιο πολύτιμα της αφήγησης φυλάσσονται καλύτερα θαμμένα, όπως τα αρχαία σπαράγματα. *
No comments:
Post a Comment