- Γράφει η Σοφία Νικολαΐδου, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 15 Ιανουαρίου 2011
- "Ο Τζορτζ Οργουελ πριν γίνει 30 χρονών γνώρισε από κοντά τον κόσμο των απόκληρων και όπως έγραψε: «Πίστευες ότι θα ήταν τρομερό. Είναι απλώς βρωμερό και ανιαρό. Αυτό που ανακαλύπτεις πρώτο είναι η αλλόκοτη αχρειότητα της φτώχειας» "
To 1928 ο Τζορτζ Οργουελ μετακόμισε στο Παρίσι. Τη άνοιξη του 1929 του έκλεψαν ό,τι χρήματα είχε. Λιμοκτονούσε. Εργάστηκε ως λαντζέρης- καλύτερα: σκλάβος- σε εστιατόριο. Πιο πριν, περιφερόταν ως άστεγος στο Λονδίνο. Κατέγραψε τις περιπέτειές του. Πρόκειται για τη «ζωντανή εικόνα ενός φανερά τρελού κόσμου».
Ο Τζορτζ Οργουελ φοίτησε στο κολέγιο του Ητον με βασιλική υποτροφία, δεν μπόρεσε όμως να συνεχίσει τις σπουδές του λόγω έλλειψης χρημάτων. Εζησε τη φτώχεια και αυτό διαμόρφωσε την πολιτική του συνείδηση.
Εγραφε απλά, χωρίς άπαξ λέξεις και δυσνόητες μεταφορές: ήθελε να μπορούν να τον διαβάζουν όσοι δεν είχαν καλοπληρωμένη μόρφωση. Οσοι σταματούσαν το σχολείο στα δεκατέσσερα.
Το βιβλίο του Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου απορρίφθηκε πλειστάκις μέχρι τελικά να δημοσιευτεί, το 1933. Η επιτυχία ήρθε όταν ο εκδοτικός οίκος Ρenguin, το 1940, εξέδωσε 55.000 αντίτυπα στην τιμή των 6 πενών το ένα. Ο Οργουελ έγραψε για τον κόσμο των απόκληρων, όπως τον έζησε ο ίδιος. Χωρίς υστερία ή προκατάληψη, με ψυχρή λογική που τσακίζει κόκαλα. «Η φτώχεια λυτρώνει από τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα της συμπεριφοράς, όπως ακριβώς το χρήμα λυτρώνει τον άνθρωπο από την εργασία», παρατηρεί. Ο τρόπος που παρακολουθεί τον εαυτό του την ώρα που λιμοκτονεί δεν αφήνει περιθώρια για καλολογίες: «Ανακαλύπτεις ότι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει έστω και μια βδομάδα με ψωμί και μαργαρίνη δεν είναι πια άνθρωπος, παρά μια κοιλιά με μερικά βοηθητικά όργανα». Και αλλού: «Η πείνα σε υποβιβάζει σε μια απόλυτα υποτακτική, ανεγκέφαλη κατάσταση, που θυμίζει πολύ τα συμπτώματα της γρίπης. Είναι λες και έχεις μεταμορφωθεί σε μέδουσα ή λες και έχουν αντλήσει το αίμα σου και το έχουν αντικαταστήσει με χλιαρό νερό». Εξευτελιστική βρωμιά παντού, κουρέλια, παραλυτικό κρύο. Κοριοί που πέφτουν στο γάλα. Η φρικτή εμπειρία του κρατικού γαλλικού ενεχυροδανειστηρίου. Οι πανάθλιες πανσιόν του Λονδίνου. Η σκλαβιά των λαντζέρηδων στα γαλλικά εστιατόρια. Οι φιλόπτωχοι που προσφέρουν τσάι και ψωμάκια με αντάλλαγμα την προσευχή. Ο φόβος των «κανονικών» για τους «αλήτες». Το κρύο μάτι του Οργουελ διακρίνει τον κοινωνικό γκρεμό: «Ο φόβος του όχλου πηγάζει από τη δεισιδαιμονία. Βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάποια μυστήρια, θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, λες και είναι δυο διαφορετικές ράτσες, όπως οι νέγροι και οι λευκοί. (...) Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι η δικαιοσύνη, ποιος είναι ο κλέφτης;».
Σύμφωνα με τον Οργουελ, ο ζητιάνος είναι και αυτός ένας επιχειρηματίας που βγάζει το ψωμί του, όπως και οι υπόλοιποι επιχειρηματίες. Εχει διαπράξει όμως ένα σοβαρότατο λάθος: διάλεξε ένα επάγγελμα που δεν μπορεί να τον κάνει πλούσιο.
Η πείνα μηδενίζει το μέλλον. Το μυαλό του πεινασμένου είναι κολλημένο στη στιγμή. Οποιος λιμοκτονεί είναι νωθρός, βυθίζεται στην απραξία. Ο Οργουελ συγχρωτίζεται στο Παρίσι με τον Μπορίς, έναν πάλαι ποτέ ρώσο στρατιώτη, ο οποίος χρημάτισε σερβιτόρος, τσάκισε το πόδι του, ονειρεύεται όμως να επιστρέψει στις παλιές του δόξες.
Στο Λονδίνο κυκλοφορεί με τον Πάντυ, άστεγο που ειδικεύεται στο να μαζεύει γόπες από τους δρόμους. Γνωρίζει τον Μπόζο, με το παραμορφωμένο πόδι, ένα ζωγράφο των πεζοδρομίων. Ο Μπόζο του αποδεικνύει ότι η φτώχεια δεν συνεπάγεται και νοητική στασιμότητα. Ο ίδιος έχει καταφέρει να κρατήσει το μυαλό του δραστήριο. Το ενδιαφέρον του για την αστρονομία τον φέρνει σε επαφή με τον Βασιλικό Αστρονόμο. «Τα αστέρια είναι δωρεάν παράσταση», δηλώνει ο Μπόζο. «Δεν κοστίζει τίποτε να χρησιμοποιείς τα μάτια σου».
Ο Οργουελ σημειώνει την αυστηρή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει αυτούς που απλώς ζητιανεύουν από όσους επιχειρούν να δώσουν κάτι για τα χρήματα που παίρνουν. Μιλά για τους πειθήνιους ζητιάνους. Οι αστοί τούς φοβούνται, αλλά οι άστεγοι «αλήτες» δεν μπορούν να είναι επιθετικοί. Οποιος έχει λίγη εξουσία πάνω τους τούς κάνει ό,τι θέλει.
Ο Τζορτζ Οργουελ φοίτησε στο κολέγιο του Ητον με βασιλική υποτροφία, δεν μπόρεσε όμως να συνεχίσει τις σπουδές του λόγω έλλειψης χρημάτων. Εζησε τη φτώχεια και αυτό διαμόρφωσε την πολιτική του συνείδηση.
Εγραφε απλά, χωρίς άπαξ λέξεις και δυσνόητες μεταφορές: ήθελε να μπορούν να τον διαβάζουν όσοι δεν είχαν καλοπληρωμένη μόρφωση. Οσοι σταματούσαν το σχολείο στα δεκατέσσερα.
Το βιβλίο του Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου απορρίφθηκε πλειστάκις μέχρι τελικά να δημοσιευτεί, το 1933. Η επιτυχία ήρθε όταν ο εκδοτικός οίκος Ρenguin, το 1940, εξέδωσε 55.000 αντίτυπα στην τιμή των 6 πενών το ένα. Ο Οργουελ έγραψε για τον κόσμο των απόκληρων, όπως τον έζησε ο ίδιος. Χωρίς υστερία ή προκατάληψη, με ψυχρή λογική που τσακίζει κόκαλα. «Η φτώχεια λυτρώνει από τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα της συμπεριφοράς, όπως ακριβώς το χρήμα λυτρώνει τον άνθρωπο από την εργασία», παρατηρεί. Ο τρόπος που παρακολουθεί τον εαυτό του την ώρα που λιμοκτονεί δεν αφήνει περιθώρια για καλολογίες: «Ανακαλύπτεις ότι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει έστω και μια βδομάδα με ψωμί και μαργαρίνη δεν είναι πια άνθρωπος, παρά μια κοιλιά με μερικά βοηθητικά όργανα». Και αλλού: «Η πείνα σε υποβιβάζει σε μια απόλυτα υποτακτική, ανεγκέφαλη κατάσταση, που θυμίζει πολύ τα συμπτώματα της γρίπης. Είναι λες και έχεις μεταμορφωθεί σε μέδουσα ή λες και έχουν αντλήσει το αίμα σου και το έχουν αντικαταστήσει με χλιαρό νερό». Εξευτελιστική βρωμιά παντού, κουρέλια, παραλυτικό κρύο. Κοριοί που πέφτουν στο γάλα. Η φρικτή εμπειρία του κρατικού γαλλικού ενεχυροδανειστηρίου. Οι πανάθλιες πανσιόν του Λονδίνου. Η σκλαβιά των λαντζέρηδων στα γαλλικά εστιατόρια. Οι φιλόπτωχοι που προσφέρουν τσάι και ψωμάκια με αντάλλαγμα την προσευχή. Ο φόβος των «κανονικών» για τους «αλήτες». Το κρύο μάτι του Οργουελ διακρίνει τον κοινωνικό γκρεμό: «Ο φόβος του όχλου πηγάζει από τη δεισιδαιμονία. Βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάποια μυστήρια, θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, λες και είναι δυο διαφορετικές ράτσες, όπως οι νέγροι και οι λευκοί. (...) Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι η δικαιοσύνη, ποιος είναι ο κλέφτης;».
Σύμφωνα με τον Οργουελ, ο ζητιάνος είναι και αυτός ένας επιχειρηματίας που βγάζει το ψωμί του, όπως και οι υπόλοιποι επιχειρηματίες. Εχει διαπράξει όμως ένα σοβαρότατο λάθος: διάλεξε ένα επάγγελμα που δεν μπορεί να τον κάνει πλούσιο.
Η πείνα μηδενίζει το μέλλον. Το μυαλό του πεινασμένου είναι κολλημένο στη στιγμή. Οποιος λιμοκτονεί είναι νωθρός, βυθίζεται στην απραξία. Ο Οργουελ συγχρωτίζεται στο Παρίσι με τον Μπορίς, έναν πάλαι ποτέ ρώσο στρατιώτη, ο οποίος χρημάτισε σερβιτόρος, τσάκισε το πόδι του, ονειρεύεται όμως να επιστρέψει στις παλιές του δόξες.
Στο Λονδίνο κυκλοφορεί με τον Πάντυ, άστεγο που ειδικεύεται στο να μαζεύει γόπες από τους δρόμους. Γνωρίζει τον Μπόζο, με το παραμορφωμένο πόδι, ένα ζωγράφο των πεζοδρομίων. Ο Μπόζο του αποδεικνύει ότι η φτώχεια δεν συνεπάγεται και νοητική στασιμότητα. Ο ίδιος έχει καταφέρει να κρατήσει το μυαλό του δραστήριο. Το ενδιαφέρον του για την αστρονομία τον φέρνει σε επαφή με τον Βασιλικό Αστρονόμο. «Τα αστέρια είναι δωρεάν παράσταση», δηλώνει ο Μπόζο. «Δεν κοστίζει τίποτε να χρησιμοποιείς τα μάτια σου».
Ο Οργουελ σημειώνει την αυστηρή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει αυτούς που απλώς ζητιανεύουν από όσους επιχειρούν να δώσουν κάτι για τα χρήματα που παίρνουν. Μιλά για τους πειθήνιους ζητιάνους. Οι αστοί τούς φοβούνται, αλλά οι άστεγοι «αλήτες» δεν μπορούν να είναι επιθετικοί. Οποιος έχει λίγη εξουσία πάνω τους τούς κάνει ό,τι θέλει.
No comments:
Post a Comment