Πόσο αντέχουν τα μυθιστορήματα στον χρόνο; Πόσο μπορούν να προστατέψουν τις ιστορίες τους από τις μικρές ή τις μεγάλες μεταβολές που φέρνει η παρέλευση των δεκαετιών στις κοινωνικές μας αντιλήψεις και στις καθημερινές μας συνήθειες;
Πόσο είναι σε θέση να διατηρήσουν όχι μόνο τη φρεσκάδα των θεμάτων τους, αλλά και την πρωτοτυπία της γραφής τους σε μια τέχνη (τη λογοτεχνία) που αλλάζει κάθε τόσο φυσιογνωμία και χαρακτηριστικά; Κι ακόμη, πόσο επικοινωνεί ένα μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο συγγραφέας στα νιάτα του με το έργο που έχει μεσολαβήσει μέχρι να φτάσει στην ώριμη ηλικία του;
Ξεφυλλίζω το μυθιστόρημα της Ερσης Σωτηροπούλου «Η φάρσα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, και λέω πως οι επανεκδόσεις αποτελούν πάντα μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τέτοιες συζητήσεις. Η «Φάρσα» ανήκει στα νεανικά έργα της Σωτηροπούλου και δημοσιεύτηκε το 1982, όταν η ίδια δεν είχε κλείσει ακόμη τα τριάντα (την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η νουβέλα της «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» και δύο χρόνια νωρίτερα το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Διακοπές χωρίς πτώμα»).
Τι είναι η «Φάρσα»; Μα, ό,τι δηλώνει το όνομά της: ένα μεθοδευμένο παιχνίδι, ένα εκ των προτέρων οργανωμένο αστείο, που κάνουν εις βάρος των εντελώς ανυποψίαστων θυμάτων τους δύο κορίτσια έτοιμα να βάλουν φωτιά στους πάντες με τα τηλεφωνήματά τους.
- Εκείνο που δεν θα έρθει ποτέ
Ο Ευγένιος Αρανίτσης το περιέγραψε πολύ πυκνά από τις σελίδες της «Ελευθεροτυπίας», όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο, σχολιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τις ηρωίδες της η Σωτηροπούλου: «Υπάρχει μια θολή ανάμνηση και μια αστραπή ανοησίας σε κάθε προσπάθεια να ξεγελάσουν τη βαρεμάρα τους. Υπάρχει πολύ σεξ χωρίς να φαίνεται. Υπάρχει μια έξυπνη και απόλυτα διεισδυτική ματιά που φωτίζει την ψυχολογία εκείνου που περιμένει κάτι χωρίς αυτό το κάτι να έρχεται ποτέ».
Κυριαρχημένα από μια τέτοια ψυχολογία, τα δύο κορίτσια θητεύουν σε έναν κόσμο εγγενούς αταξίας και συνεχούς περιπλάνησης. Αναζητώντας επί ματαίω έναν σκοπό και ένα νόημα για την ύπαρξή τους, σε μια πραγματικότητα η οποία προκαλεί την εξέγερσή τους με την ψεύτικη αρμονία της, οι πρωταγωνίστριες ζουν σ' ένα έκκεντρο μυθιστόρημα, που αρνείται, όπως κι εκείνες, την ενότητα και τη συνοχή, και υπονομεύει, άλλοτε με τον ανοιχτό χλευασμό κι άλλοτε με το ψιλοδουλεμένο χιούμορ, κάθε προσπάθεια ολοκλήρωσης.
- Η ωριμότητα και η νιότη
Κοιτάζω ξανά τη δουλειά της: «Μεξικό» (1988), «Χοιροκάμηλος» (1992), «Ο βασιλιάς του φλίπερ» (1998), «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» (1999), «Δαμάζοντας το κτήνος» (2003), «Αχτίδα στο σκοτάδι» (2005) και «Εύα» (2009). Οπου κι αν σταθούμε, ένα κράμα ασυγκράτητου πόθου και ανελέητης γελοιοποίησης κατακλύζει κάθε τόσο τους χαρακτήρες της, για να τους αφήσει εν τέλει τελείως απροστάτευτους στα μάτια μας, σαν αιφνιδιαστικά παράδοξες εκδοχές ενός μάλλον γνώριμου και οικείου περίγυρου. Οι ήρωες των περισσότερων έργων της καταδικάζονται, όπως και τα δύο κορίτσια της «Φάρσας», σε μια μόνιμη εκκρεμότητα και αιώρηση, σε μια ζωή με ελαφρώς απροσδιόριστες, αλλά για πάντα ανεπούλωτες ρωγμές.
Πρόκειται για τα αθύρματα μιας εξοντωτικής παρωδίας: μιας παρωδίας η οποία διαλύει κομμάτι κομμάτι την προσωπικότητά τους, είτε για να την παραδώσει στη ματαιότητα και τον αυτοχλευασμό είτε, σπανιότερα, για να την ανασύρει από τα σκοτεινά βάθη των αδιεξόδων της και να τη γεμίσει χαρά και ζωική ένταση.
Η εξουθένωση του εγώ και οι διαβρωμένοι δεσμοί του με το πραγματικό ανοίγουν τον δρόμο για τη σκιαγράφηση ενός ολοφάνερα λοξού τοπίου, στις εικόνες του οποίου τείνει να προσαρμοστεί και η αφήγηση: αν η συνείδηση των ηρώων παίρνει τη μορφή μιας σπασμένης ευθείας ή ενός κουνημένου κάδρου, τότε και το αφηγηματικό σχήμα το οποίο τους περιέχει (ας αναλογιστούμε και πάλι τη «Φάρσα») εξελίσσεται αναλόγως, παραμένοντας από σκοπού ανυπόστατο και άπιαστο - πλην με μια εκ των ένδον ορμή και τόλμη, που αποτελεί όλη τη δύναμη της Σωτηροπούλου εδώ και μία τριακονταετία. *
- Παρωδία εναντίον κωμωδίας και σάτιρας
Ως προς τη σάτιρα, εκεί όπου εκείνη τα βάζει με τα πράγματα καθεαυτά, η παρωδία στρέφει τα βέλη της στην έκφρασή τους - στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται στην καθημερινή μας αντίληψη και στα σημεία μέσω των οποίων όχι μόνο διεκδικούν, αλλά και νομιμοποιούν την παρουσία τους στη συνείδησή μας. Κι εκεί όπου η σάτιρα απολαμβάνει τη δουλειά της, νιώθει περήφανη για τα παραμορφωτικά της επιτεύγματα και δεν διστάζει να δείξει παντού τις κατακτήσεις της, φανερώνοντας πέρα για πέρα την αρνητική της διάθεση, η παρωδία ανασυντάσσει την πραγματικότητα δίχως να αποβάλλει υποχρεωτικά τα δομικά, γενεσιουργά υλικά της.
Ως προς την κωμωδία, πάλι, το βέβαιο είναι πως απομακρύνεται από την αμφισημία και την υπαινικτική γλώσσα της παρωδίας και ότι προτιμά μια ανακουφιστική και καθαρτική διασκέδαση (την υπερνίκηση των κακών που θίγει), χωρίς τη συνδρομή της «βαρείας σφύρας» της σάτιρας, όπως επιτακτικά το ζητούσε για την υψηλή ηθική της τέχνης του ο Εμμανουήλ Ροΐδης.
Ο κόσμος της παρωδίας δεν προσδοκά τη διόρθωση της σάτιρας και δεν έχει τίποτε να ελπίζει από την εκτόνωση της κωμωδίας. Είναι ένας κόσμος που θέλει να αγνοήσει (ει δυνατόν και να λησμονήσει) το μέλλον και να προκαλέσει μόνο το παρόν μέσα από την αποκαθήλωση και συνάμα την ανοχή των πάντων. Είναι ένας κόσμος που μένει πάντα μισός και ανέστιος, φωτισμένος πλαγίως από προβολείς, οι οποίοι παίζουν ασταμάτητα με την απεικόνισή του στο βλέμμα μας, χωρίς να επιβάλλουν μια ορισμένη ανάγνωσή του: ας αποφασίσουμε οι ίδιοι για το πόσο ποθητός ή πόσο μισητός είναι.
No comments:
Post a Comment