Wednesday, November 17, 2010

Οταν η Κική Δηµουλά και ο Μάνος Ελευθερίου ψηφίζουν Ψινάκη...

[ ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ ] 

  • Ζητήµατα αισθητικής ηθικής

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ: Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Πολλούς σοκάρισε η δήλωση υποστήριξης του κυρίου Ψινάκη από την ποιήτρια και ακαδηµαϊκό Κική Δηµουλά και τον ποιητή Μάνο Ελευθερίου. Το σοκ ήταν ακόµη ισχυρότερο αφού, σε περίπτωση εκλογής του κυρίου Κακλαµάνη ο κύριος Ψινάκης επρόκειτο να αναλάβει τα περίφηµα «πολιτιστικά» του δήµου. Τώρα που το σοκ ξεπεράστηκε και ο κύριος Ψινάκης δεν θα αναλάβει τα «πολιτιστικά» του δήµου αλλά θα συντρέξει, ή θα αντιπολιτευθεί, όποιους τα αναλάβουν, επιβάλλονται ορισµένες δεύτερες σκέψεις.

Προφανώς, και η κυρία Δηµουλά και οκύριος Ελευθερίου δεν µίλησαν ως απλοί ψηφοφόροι. Δεν συγκαταλέγονται στους πολλούς που έδωσαν στον υποψήφιο τη θέση του πρώτου σε σταυρούς δηµοτικού συµβούλου της πρωτεύουσας. Αυτοί, «οι πολλοί», καλύπτονται από την ανωνυµία του παραβάν. Αν αισθάνθηκαν την ανάγκη να εκφράσουν δηµόσια την προτίµησή τους το έκαναν, προφανώς, γιατί θεώρησαν ότι άξιζε τον κόπο να επενδύσουν ένα, έστω µικρό, µέρος του πνευµατικού κεφαλαίου που διαθέτουν στο χρηµατιστήριο των εκλογών. Θεώρησαν, κατά συνέπεια, πως ο εν λόγω υποψήφιος αξίζει και για να διαχειριστεί την πολιτιστική της άνοιξη.

Οµως ας πούµε ότι τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Ας υποθέσουµε πως δεν χρειάζεται να βγάλουµε από τη µύγα ξίγκι. Δεν χρειάζεται δηλαδή να ψάχνουµε για πολιτικά συµπεράσµατα εκεί όπου ισχύουν οι απλές, αγαπησιάρικες και µη εξαιρετέες ανθρώπινες συνθήκες. Ας παραδεχθούµε δηλαδή πως και ο µεν και η δε αισθάνθηκαν την ανάγκη να ανταποδώσουν κάποια φιλοφρόνηση που ενδεχοµένως είχαν κάποτε δεχθεί από τον κύριο Ψινάκη. Σ’ αυτήν την περίπτωση και ο µεν και η δε θεώρησαν πως το πνευµατικό τους κεφάλαιο είναι τόσο µεγάλο που δεν τους κοστίζει να ξοδέψουν κάτι για τα ψίχουλα µιας δήλωσης. Στο κάτω κάτω το καθεστώς της κοινωνικής ελευθερίας στο οποίο έχουµε περιπέσει επιτρέπει στον καθένα να λέει ό,τι θέλει χωρίς κανείς να του ζητάει τον λόγο. Στο κάτω κάτω γιατί η επικράτεια της πνευµατικής ζωής να εξαιρείται από όσα συµβαίνουν στην υπόλοιπη επικράτεια όπου την ανταλλαγή πολιτικών απόψεων την έχει αντικαταστήσει ένα σερνάµενο και κουνάµενο κουτσοµπολιό; Ο τάδε εθεάθη να τρώει µε τον τάδε άρα ο τάδε πήρε θέση κατά ή υπέρ του Μνηµονίου, αλλά ακόµη κι αν δεν την πήρε θα την πάρει όπου να ‘ναι.

Τι αξίζουν και τι κοστίζουν µερικές λέξεις παραπάνω σ’ αυτό το ακοµπλεξάριστο σύµπαν της συναλλαγής; Ας µας το πουν οι ποιητές µας που υποτίθεται πως θεωρούν το σηµαντικότερο κεφάλαιό τους τις λέξεις. Ή µήπως δεν είναι έτσι; Ή µήπως απ’ το πολύ να παίζεις µε τις λέξεις χάνεις και το αίσθηµα του βάρους τους; Οµως και το λογοπαίγνιο, όπως και κάθε παίγνιο, έχει τους κανόνες του. Και οι κανόνες στην περίπτωση δεν ορίζονται από την πολιτική στάση του καθενός. Αν σοκάρει η δήλωση των δύο, δεν σοκάρει επειδή διαφωνείς πολιτικά µαζί τους.

Κάποτε, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε χαρακτηρίσει τη Μακρόνησο, Παρθενώνα της Νέας Ελλάδας. Η δήλωση ήταν εκτρωµατική και η πολιτική του στάση εγκληµατική. Και όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, η ευθύνη του ήταν ακόµη µεγαλύτερη αφού τη δήλωση δεν την έκανε όταν ήταν 25 χρονών, οπότε θα είχε το ελαφρυντικό της νεότητας, αλλά έχοντας περάσει τα 40. Οµως η δήλωση ήταν πολιτική. Εκ των υστέρων, ο ίδιος έκανε ό,τι µπορούσε για να ξεπλύνει τη θητεία του στον δηµόσιο βίο και την υστεροφηµία του από το εγκληµατικό, το επαναλαµβάνω, λάθος του καιρού εκείνου. Ο διανοούµενος µπορεί να πέσει έξω, δεν είναι αλάθητος όπως ο Πάπας και το ΚΚΕ, όµως οφείλει να αναλαµβάνει την ευθύνη των λεγοµένων του. Η στάση του οφείλει να παράγει «κρίση». Αλλιώς οφείλει να σιωπά για να µη συµµετέχει στην περιρρέουσα ακρισία. Είναι και θέµα αισθητικής. Εκτός πια κι αν ξεχνάµε πως για τον ποιητή τα ζητήµατα αισθητικής και ηθικής τάξεως είναι απολύτως συνυφασµένα.

Και εδώ φτάνουµε στην καρδιά του προβλήµατος. Η Ελλάδα µετά το 1974 αποφάσισε να γίνει µια γραφική χώρα, να απαλλάξει εαυτήν από κάθε ευθύνη, αφού το «γραφικό», εξ ορισµού, δεν οφείλει τίποτε σε κανέναν εκτός από την ανεµελιά της γραφικότητάς του. Μετά το 1981 και την ένταξή µας στην τότε ΕΟΚ «η γραφικότητα» εδραιώθηκε ως εθνική ιδεολογία. Απ’ αυτήν δεν εξαιρέθηκε η πνευµατική µας ζωή.

Τώρα που το σκηνικό της γραφικότητας γκρεµίζεται πάνω στα κεφάλια µας, αν οι πνευµατικοί άνθρωποι θέλουν και µπορούν να προστατεύσουν το έργο τους από τα ερείπια οφείλουν, αν µη τι άλλο, να θεραπεύσουν εαυτούς από το στίγµα της ανεµελιάς και της γραφικότητας. Κοινώς, όσοι µπορούν, οφείλουν να σοβαρευτούν.

Είναι θέµα αισθητικής και ηθικής εννοείται.
Στίγμα Γραφικότητας
Αν οι πνευµατικοί άνθρωποι θέλουν να προστατεύσουν το έργο τους από τα ερείπια, οφείλουν να θεραπεύσουν εαυτούς από το στίγµα της ανεµελιάς και της γραφικότητας
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας

1 comment:

Michalis said...

Η (πολύ ευγενική) κριτική του Τ.Κ. σε Δημουλά και Ελευθερίου είναι πολύ σωστή. Αλλά δε φταίει και για τη γραφικότητα της μπερλουσκονικής ιδιωτικής τηλεόρασης η Μεταπολίτευση. Μάλλον το κλίμα Ψινάκη είναι η άρνηση στο πολιτιστικό επίπεδο της Μεταπολίτευσης, όχι η συνέπεια και η συνέχειά της.