Monday, November 22, 2010

Πώς να ερμηνεύσουμε τη λογοτεχνία;

  • Mark Angenot, Jean Bessiere, Douwe Fokkema, Eva Kushner (επιμελητές)
  • Θεωρία της λογοτεχνίας. Προβλήματα και προοπτικές
  • μτφρ.: Τιτίκα Δημητρούλια.
  • εκδόσεις Gutenberg, σ. 633, ευρώ 39
Ο τόμος Θεωρία της λογοτεχνίας εγκαινιάζει τη σειρά Σύγκριση και θεωρία της λογοτεχνίας, την οποία έχει αναλάβει για λογαριασμό των εκδόσεων Gutenberg ο Ζ. Ι. Σιαφλέκης. Το έργο έχει μιαν ορισμένη ηλικία (κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1989), και αφήνει εκ των πραγμάτων έξω από τη συζήτηση τάσεις και ρεύματα που αναπτύχθηκαν στο πεδίο της θεωρίας της λογοτεχνίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας (κυρίως τον προβληματισμό των μετααποικιακών σπουδών, αν και ούτε οι σαφώς γηραιότερες πολιτισμικές σπουδές καταλαμβάνουν κάποια διακριτή θέση στις σελίδες του). Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ρίχνει την παραμικρή σκιά στις ποικιλώνυμες προσεγγίσεις του, οι οποίες μοιάζουν να μην έχουν χάσει ούτε κατ' ελάχιστον τη ζωντάνια τους στις μέρες μας, σχηματίζοντας έναν περιεκτικό χάρτη των ιδεών και των συστημάτων που απασχόλησαν τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και την προτελευταία δεκαετία του 21ου αιώνα.

Γραμμένα από πανεπιστημιακούς της Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ρωσίας, τα κείμενα της Θεωρίας της λογοτεχνίας βγαίνουν από την καρδιά της συγκριτικής φιλολογίας και κινούνται γύρω από τέσσερις κεντρικούς άξονες, που διαμορφώνουν και τις ισάριθμες ενότητες του έργου. Ο πρώτος άξονας αναφέρεται στην ταυτότητα του λογοτεχνικού γεγονότος, στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τη λογοτεχνία και στις έννοιες τις οποίες συγκροτούμε προκειμένου να την ορίσουμε (Ταυτοποίηση και ταυτότητες του λογοτεχνικού γεγονότος). Ο δεύτερος άξονας καλύπτει τα λογοτεχνικά συστήματα: τη σχέση της λογοτεχνίας με τα γένη της, αλλά και με την Ιστορία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό, όχι μόνο στην πολλαπλώς εξερευνημένη Δύση, αλλά και στην πολλαχώς αγνοημένη Ανατολή (Το λογοτεχνικό σύστημα). Ο τρίτος άξονας έχει να κάνει με το παιχνίδι επικοινωνίας, το οποίο γεννά ή στο οποίο μετέχει η λογοτεχνία (Κείμενο και λογοτεχνική επικοινωνία). Ο τέταρτος, τέλος, άξονας είναι ο κρισιμότερος και θέτει ένα καίριο, διπλό ερώτημα: το ερώτημα του πώς να ερμηνεύσουμε τη λογοτεχνία, όπως και του τι προσφέρει η λογοτεχνία προς ερμηνεία (Δρόμοι και τρόποι της κριτικής). Η ερμηνεία αυτήν καθεαυτήν αποτελεί πρόβλημα, όπως γράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους, και χρειάζεται να τη σκεφτούμε ξανά και ξανά, ακόμη κι αν ξέρουμε πως δεν έχουμε πολλές πιθανότητες να φτάσουμε σε κάποια συμφωνία ή σ' ένα κοινό συμπέρασμα.
  • Ταυτότητα, λογοτεχνικά συστήματα και επικοινωνία
Κανένας από τους συνεργάτες του τόμου δεν προσέρχεται στο τραπέζι με την οποιαδήποτε βεβαιότητα για το παρόν ή για το παρελθόν του αντικειμένου του. Ξεκινώντας από τον πρώτο άξονα, τον άξονα για την ταυτότητα της λογοτεχνίας, καθίσταται αμέσως φανερό πως ενώ οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες, ειδικότερα δε η συγκριτική φιλολογία, ένιωθαν στα πρώτα τους βήματα κολακευμένες γιατί μπορούσαν να ανοίξουν έναν δρόμο για τη μετάβαση από το επιμέρους και το ειδικό προς το γενικό και το καθολικό, αντανακλώντας μιαν επιστημολογική αναζήτηση (και φιλοδοξία) που είχε ξεκινήσει από τον Μεσαίωνα, στην πορεία συνειδητοποίησαν πως έπρεπε να επιχειρήσουν μια σύνθεση (μια ταυτοχρονία) ειδικού και γενικού, η οποία δεν έχει πάψει να συνιστά ζητούμενο της έρευνας μέχρι και σήμερα (Pierre Laurette). Και ως προς τους δεσμούς, ωστόσο, της λογοτεχνίας με την Ιστορία και την κοινωνία, οι οποίοι εξετάζονται στη δεύτερη ενότητα, την ενότητα για τα λογοτεχνικά συστήματα, η κουβέντα γίνεται γύρω από τις αμφιβολίες που εγείρονται από έναν επανερχόμενο δυϊσμό. Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, όπου τον κυρίαρχο ρόλο αναλαμβάνουν οι παράγοντες εκτός ή προ του λογοτεχνικού κειμένου (οι λογοτεχνικοί θεσμοί, για παράδειγμα, σε συνάρτηση με τους κρατικούς μηχανισμούς και την ιδεολογία) ή κοινωνιοκριτική, όπου στην επιφάνεια ανεβαίνουν τα ενδοκειμενικά και τα διακειμενικά στοιχεία; Η μόνη δυνατή απάντηση είναι και πάλι μια σύνθεση, με τους δύο κλάδους «να διαρθρώνονται ο ένας επί του άλλου» και να μη μας επιτρέπουν να διανοηθούμε ότι μπορούν να προοδεύσουν ξεχωριστά (Edmond Cros).

Οι αμφιβολίες κατακλύζουν και την τρίτη ενότητα, την ενότητα για το επικοινωνιακό παιχνίδι της λογοτεχνίας, που έχει τραβήξει την προσοχή όλων των θεωριών της πρόσληψης. Ποιος είναι εδώ ο πομπός και ποιος είναι ο δέκτης; Το κείμενο ή ο αναγνώστης; Ενα λογοτεχνικό κείμενο που υπερασπίζεται την ιστορική του φόρτιση ή μια νεότερη αναγνωστική εποχή που αλλάζει με τις σύγχρονες έγνοιες της τον ορίζοντα της παραδομένης σημασίας του; Και τι είναι η λογοτεχνία που διαβάζουμε; Ενα κείμενο διαφορετικό από τα μη λογοτεχνικά κείμενα ή ένα σημειοδοτικό και σημασιολογικό σύνολο που ορίζει με σαφήνεια τη διαφορά του από τα υπόλοιπα όμορα σύνολα; Η όποια απάντηση ή λύση δεν μπορεί παρά να έχει, για άλλη μία φορά, διερευνητικό χαρακτήρα: κάνουμε παραδοχές, δεν αρνούμαστε τις διαψεύσεις, είμαστε υποχρεωμένοι να διατυπώνουμε διαρκώς καινούριες υποθέσεις (Elrond Birch).
  • Το τέλος του κριτικού-τρισμέγιστου ιερέα-ερμηνευτή
Η έλλειψη βεβαιοτήτων βρίσκει, όπως είναι αναμενόμενο, την αποθέωσή της στην τέταρτη ενότητα, την ενότητα για τη λογοτεχνική ερμηνεία. Σίγουρα ο κριτικός-μέγας ιερέας-ερμηνευτής, που επωμίζεται την ευθύνη να μεταφράσει το θέλημα ενός επτασφράγιστου θεϊκού μηνύματος, έχει απέλθει οριστικά από τη σκηνή. Το μόνο που είναι σε θέση να διεκδικήσει ο κριτικός του καιρού μας είναι όχι να αποκαλύψει και να θεμελιώσει ένα συγκεκριμένο νόημα, αλλά να θέσει το πλαίσιο για να κυκλοφορήσουν προς έγκριση πολλά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους νοήματα. Αλλά κι αυτό αμφισβητείται. Οι θεωρητικοί αντιτάσσουν στην τέχνη της ερμηνείας του κριτικού, που συνιστά μια προικισμένη προσωπική περιπέτεια, την επιστήμη της λογοτεχνίας, που λειτουργεί και προάγεται μέσα από τις ερευνητικές της εργασίες. Θεωρητικοί, όμως, και κριτικοί μοιάζουν αναπόφευκτα πιασμένοι στο δίχτυ της ερμηνείας. Χωρίς την ερμηνεία (εκτός κι αν ακούσουμε τους αποδομιστές, που κηρύσσουν το ερμηνευτικό ανέφικτο), κανένας δεν θα καταλάβει και δεν θα κατανοήσει το παραμικρό στο λογοτεχνία. Αρκεί η ερμηνεία να σπάσει τα όρια του υποκειμενικού και να πάει προς το διυποκειμενικό, μεταδίδοντας το νόημα το οποίο έχει οικειοποιηθεί και στους άλλους (Mario Valdes).


Και η αξιολόγηση; Η αξιολόγηση είναι ύποπτη, παραπλανητική και επικίνδυνη γιατί παραπέμπει στην υψηλή λογοτεχνία, που προσπαθεί να αντιπαραβάλει στον κατακερματισμένο κόσμο του ύστερου καπιταλισμού μιαν ανεύρετη, μυθολογική ενότητα: η έννοια της υψηλής τέχνης και της αισθητικής κρύβει τη χειραγώγηση της λογοτεχνίας από την πολιτική και την κοινωνική εξουσία (Jochen Schulte-Sasse). Σύμφωνοι, αλλά κι έτσι υπάρχει κίνδυνος να παραπλανηθούμε. Επειδή η άρνηση της αξιολόγησης κρύβει τη δυνατότητα της λογοτεχνίας να αμφισβητεί τις κατεστημένες αξίες, φωτίζοντας μ' έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο τις προϋποθέσεις της ισχύος τους. Τα πράγματα, ας μην το ξεχνάμε, έχουν πάντα διπλή και τριπλή όψη.

Η μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια, που έχει προσέξει εξαντλητικά την ορολογία και τις αναφορές των κειμένων του τόμου, καταφέρνει να δείξει ακόμη και στον μη προϊδεασμένο αναγνώστη πως η θεωρία της λογοτεχνίας δεν είναι γλωσσικό τέρας ούτε εννοιολογική Βαβέλ, αλλά ζωντανή, λογική και επαγωγική έκφραση. Αξιος ο κόπος της. *

No comments: