- Βασίλης Βασιλικός
- Οι γάτες της Rue d'Hauteville
- εκδόσεις Πατάκη, σ. 216, ευρώ 14,07
Ο Βασιλικός αναπολεί την Ελλάδα και τις φιλόξενες ακρογιαλιές της. Εχει ο ίδιος βιώσει το δράμα της προσφυγιάς και του ακούσιου μετανάστη, πορεύεται μαζί με τον κόσμο από κρίση σε κρίση κατασκευάζοντας ιστορίες που ενδέχεται να κάνουν τον κόσμο να κλάψει. Για την ώρα ωστόσο κλαίει ο ίδιος από την εγγενή αδυναμία του να κάνει τους άλλους να συγκινηθούν.
Οι ημερολογιακές σημειώσεις του Βασίλη Βασιλικού καλύπτουν το διάστημα ενός μηνός (26 Οκτωβρίου - 26 Νοεμβρίου). Ο Βασιλικός ανήκει στους συγγραφείς με έντονη παρουσία. Τα έργα του, είτε όταν μεταθέτουν στον χώρο του μύθου κοινές εμπειρίες που άλλοι γνωρίζουν μόνο στον καθημερινό τους ρεαλισμό (μυθοποιητικά, όπως η Τριλογία), είτε όταν συγγενεύουν με ρεπορτάζ ή ντοκουμέντο [απομυθοποιητικά, που αρχίζουν με το Ζ (1966), όπου αναπλάθεται η υπόθεση Λαμπράκη], αποκαλύπτουν έναν κόσμο όπου το «ιδιαίτερο» μεταβάλλεται σε οικουμενικό, το συλλογικά (ή προσωπικά) ελληνικό σε διεθνές και όπου το πνεύμα της συνέχειας περιέχει την απάντηση σε όσα προηγήθηκαν.
Το αχόρταγο βλέμμα του που παρατηρεί επίμονα και πεισματικά τον κόσμο μπορεί «να μεταμορφώσει τα τραυματικά βιώματα σε αισθητικά παράγωγα για να αντεπεξέλθει το βάρος τους», όπως γράφει ο ίδιος μιλώντας για τον Ιάνη Ξενάκη (σ. 140). Η αφήγησή του, παλλόμενη, ανάλαφρη, χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη φαντασία, η οποία πλέει ασταμάτητα στα βαθύτερα μυστικά, περνώντας από τη μυθική καταγωγή του παρόντος στην καθημερινή του εκδοχή.
Τα στοιχεία του καθημερινού εμφανίζονται διακριτικά στο βιβλίο Οι γάτες της Rue d' Hauteville με την περιπλάνηση στο Παρίσι, τα βιβλία, τις αναδρομές σε πρόσωπα και καταστάσεις, τις γάτες που αγνοούν τη φρικαλεότητα της ζωής («ας μην το ξεχνάμε, η ζωή δεν είναι δώρο, είναι αντίδωρο», σ. 195) και είναι «οι μόνες που ξέρουν να ζουν», ίσως γιατί μπορούν να καθορίζουν τα προσωπικά τους κάθε φορά όρια. Γιατί μπορεί να τις λένε εφτάψυχες ή όπως αλλιώς θέλουν, ωστόσο οι γάτες «δεν κλέβουν τράπεζες, δεν φαλκιδεύουν χαρτιά, δεν πλαστογραφούν» (σ. 51).
Στις σελίδες του βιβλίου έχει κανείς την ευκαιρία να φιλοσοφήσει πάνω στα όρια των ανθρώπινων σχέσεων («Αναρωτιέμαι τι γίνονται οι παλιοί μου φίλοι. Ποιος με θυμάται, ποιον θυμάμαι εγώ. Εγώ τους περιέχω όλους σαν ένα μεγάλο ντεπόζιτο», σ. 70) και της χρονικότητας που καθορίζει το ανθρώπινο τοπίο [«Ο κόσμος παλιά ήταν αυτός που ήταν. Ξέραμε μονάχα ό,τι βλέπαμε και ό,τι ζούσαμε. Ανήκαμε οργανικά στο περιβάλλον που ζούσαμε. Οχι όπως τώρα, που ζούμε κάπου και το μυαλό μας είναι αλλού(...)»].
Μέσα στο πλαίσιο όπου μνημειώνεται η ανθρώπινη δραστηριότητα, ο Βασιλικός αναλογίζεται την αποστολή του. Μοιάζει με αυτή του Φελίνι. Να διηγείται ιστορίες, να ταλανίζεται με τις λέξεις, όντας παράλληλα αποφασισμένος μέσα στο «συνεχές σκαμπανέβασμα της ζωής» (σ. 197) να ζει σύμφωνα με τη φύση και την ηλικία του, χωρίς να εκβιάζει καταστάσεις. Γιατί «παραβιάζοντας πόρτες κλειστές σπας και τις κλειδαριές» (σ. 160).
Από τις εκλεκτές ημερολογιακές του σημειώσεις αναδύεται ο «άλλος» Βασίλης Βασιλικός. Ο συγγραφέας που αγαπά το παρελθόν (θα ήταν μισός άνθρωπος αν δεν το αγαπούσε), χωρίς να μένει προσκολλημένος σε αυτό, ο συγγραφέας που σέβεται το έργο του, γνωρίζοντας όμως ότι τα έργα που αφήνουν οι άνθρωποι μοιάζουν με καρφιά στους άδειους τοίχους που κάποτε κρέμονταν τα κάδρα. Επόμενοι περιμένουν «να έρθουν, να τα σοβαντίσουν και να ξαναρχίσουν τη ζωή από την αρχή» (σ. 197). Σκέψεις που ενδεχομένως θα προκαλούσαν δυσθυμία χωρίς το αντίδοτο της γραφής, «που προσφέρεται στη φαντασία για να καλπάσει, να ιππεύσει τον Πήγασό της» (σ. 189). *
No comments:
Post a Comment