Monday, November 15, 2010

Η αυτοβιογραφία μιας εποχής

  • Arturo Barea
  • Ο Αντάρτης. Η αρχή + Η πορεία + Η φλόγα
  • εκδόσεις Γκοβόστη, μτφρ.: Δέσποινα Μάρκου, σ. 440 + σ. 408 + σ. 592, ευρώ 20 + ευρώ 20 + ευρώ 26
Στα ορόσημα της ισπανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα εγγράφεται η αυτοβιογραφική τριλογία του δημοσιογράφου και συγγραφέα Arturo Barea. Το μνημειώδες αυτό έργο γράφτηκε στην αρχή στα ισπανικά, εκδόθηκε όμως πρώτα στα αγγλικά, από τον εκδοτικό οίκο Faber & Faber του Λονδίνου, στα δύσκολα και σημαδιακά χρόνια μεταξύ 1941 και 1946. Η πρώτη έκδοση στην ισπανική γλώσσα κυκλοφόρησε το 1951 στο Μπουένος Αϊρες, ενώ στην ίδια την Ισπανία κυκλοφορούσε για πολλά χρόνια λαθραία, παρακάμπτοντας τη φριχτή λογοκρισία του καθεστώτος του Φράνκο, μέχρι το 1977 που κυκλοφόρησε επιτέλους νόμιμα. Πρόκειται για ένα έργο που επαινέθηκε ανεπιφύλακτα από τη διεθνή λογοτεχνική κριτική, για τη λεπτομερειακή περιγραφή των εσωτερικών και των εξωτερικών τοπίων, για την ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα, για τη λιτότητα του ύφους και τη σοφή οικονομία στη χρήση των εκφραστικών του μέσων, μα πάνω απ' όλα για την εξομολογητική αθωότητα που μόνο στους πολύ μεγάλους συγγραφείς απαντάται. Γιατί τι είναι άραγε ο λογοτέχνης, και δη ο πεζογράφος, αν όχι ο αψευδής μάρτυρας του καιρού του; Ακόμα κι όταν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ακόμα κι όταν βυθίζεται στον παραισθητικό κόσμο του ψυχισμού του, ακόμα κι όταν καταλύει τα όποια όρια μεταξύ «αντικειμενικού» και «υποκειμενικού» χωρόχρονου, ακόμα και βυθισμένος στην ενδεχόμενη ψυχονεύρωση και στα όποια ιδιωτικά του αδιέξοδα, ο καλός πεζογράφος γίνεται, θέλοντας και μη, καθρέφτης της κοινωνίας και υποκείμενος στα «ρεύματα» της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ο Arturo Barea γεννήθηκε το 1987 στο Μπαδαχόθ της Ισπανίας και πέθανε το 1957 στην Αγγλία, όπου είχε αυτοεξοριστεί από το 1938. Μένοντας ορφανός σε μια φτωχή λαϊκή οικογένεια, αναγκάζεται να ζήσει σε κατάσταση ομηρίας στο σπίτι μιας θείας του, ενόσω η μάνα του ξενόπλενε, τα άλλα του αδέλφια παράδερναν ανάμεσα σε ορφανοτροφεία και ανάδοχες οικογένειες, και η μάνα του δεν είχε το δικαίωμα ούτε καν να δείξει τρυφερότητα στον ευαίσθητο Αρθούρο, αφού η κτητική θεία τον θεωρούσε ατομική της περιουσία για αποκλειστική νομή και χρήση. Το παιδί δείχνει από νωρίς την ανυπότακτη φύση του. Το σκάει για να γίνει μπακαλόγατος, όμως κι εκεί η απότομη συμπεριφορά του εργοδότη θα τον οδηγήσει σε παραίτηση. Το ίδιο άδοξο τέλος θα έχει και η θητεία του ως μαθητευόμενου τραπεζικού υπαλλήλου. Οταν το αφεντικό τού ζητάει να πληρώσει ένα τζάμι που έσπασε με τη σφραγίδα του, παρότι ο συνεπής υπάλληλος είχε προειδοποιήσει τους προϊσταμένους του για τον ενδεχόμενο κίνδυνο και την ευθραστότητα του κρυστάλλου στην καθημερινή μονότονη καταπόνηση, τότε ο γεννημένος «αντάρτης» δεν διστάζει να εγκαταλείψει την ελπιδοφόρα κι αξιοζήλευτη τραπεζική του «καριέρα» και ν' αποχωρήσει ηρωικά για νέες περιπέτειες. Το άπιαστο ιδανικό της ελευθερίας τον οδηγεί στον Πόλεμο του Ριφ στο Μαρόκο, όπου φτάνει να εργάζεται ως αυτοδίδακτος τοπογράφος μηχανικός στη χάραξη δρόμων. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με τη διαφθορά των αξιωματούχων και νιώθει την αξιοπρέπειά του να συνθλίβεται γι' άλλη μια φορά στα γρανάζια ενός κατεστημένου που δεν μπορεί να ελέγξει και τον καταθλίβει μέχρι θανάτου. Φυσικά, δεν θα αντέξει για πολύ ούτε κι εκεί. Θα πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, θα καταφύγει στο Παρίσι, αρνούμενος όμως σθεναρά να θεωρηθεί πολιτικός πρόσφυγας, για να καταφύγει, τέλος, στην Αγγλία, όπου με την αμέριστη συμπαράσταση και υποστήριξη της δεύτερης συζύγου του, καταφέρνει να ζήσει εργαζόμενος ως δημοσιογράφος, να υπερνικήσει τα όποια προβλήματα υγείας τού προκαλούσε η νευρική υπερδιέγερση και να ολοκληρώσει τη μυθιστορηματική του αυτοβιογραφία πριν υποκύψει στο μοιραίο. Η τριλογία θεωρήθηκε τόσο ουσιαστική στην προσπάθεια απεικόνισης της κατάστασης στην Ισπανία του 20ού αιώνα όσο σημαντικά ήταν και τα έργα του Τολστόι για την κατανόηση της Ρωσίας του 19ου αιώνα. Η ικανότητα όμως του Arturo Barea να βουτάει σε βαθιά μαύρα νερά τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής ισπανικής ψυχής τον φέρνει περισσότερο κοντά στον Ντοστογιέφκσι και στον Γκόρκι. Κατάφερε να δώσει εναργείς φωτογραφικές περιγραφές των τοπίων όπου έζησε. Εδωσε «φωνή» στους απλούς ανθρώπους, αφού η μοίρα και οι επιλογές ζωής τον ανάγκασαν να ζήσει σαν ένας από αυτούς. Κι αυτό συντείνει στον ρόλο του ως μάρτυρα. Το μέρος ομιλεί αντί του όλου και εξ ονόματός του. Δεν βλέπει αφ' υψηλού τους συγχρόνους του «αθλίους». Συμπάσχει και συνταυτίζεται στο έπακρο. Εδώ όμως έγκειται και η αισθητική απόλαυση και η λύτρωση που χαρίζει στον αναγνώστη, αφού μέσα από την υπέρβαση του πόνου και της μιζέριας λάμπουν σαν ατόφιο χρυσάφι η χαρά της ζωής, οι μικροχαρές και οι μικρολύπες, που κάνουν ένα δειλινό ανεπανάληπτα θλιβερό και χαρούμενο συνάμα. Αυτή η προσωπική λογοτεχνική επίτευξη της χαρμολύπης, αυτός ο δραματικότατος «κλαυσίγελος», ο μελοδραματισμός που υπονομεύεται από τόνους ειρωνείας και αυτοσαρκασμού, η εμμονή στη λεπτομέρεια της περιγραφής μιας συκιάς στη μέση της ερήμου, που έχει βυθίσει τις υπεραιωνόβιες ρίζες της στον υδροφόρο ορίζοντα, δίνει σε αυτή τη μαρτυρία τη σφραγίδα ενός ιδιοφυούς Ισπανού, που αν και ήταν αυτοδίδακτος σε όλα του, ακόμα και στις ξένες γλώσσες που έμαθε να χειρίζεται άψογα, έφτασε να προταθεί για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο όμως δεν κέρδισε. Ηταν μάλλον ένας απόλυτα προσγειωμένος εργάτης (χειρώνακτας) της πένας, υπηρέτης της υψηλής τέχνης του Λόγου χωρίς ιδιαίτερες προσωπικές φιλοδοξίες. Το έβλεπε μάλλον σαν ένα αξιοπρεπές είδος βιοπορισμού, περισσότερο συμβατό με την κλίση του και τη φύση του, σε σχέση με άλλες δουλειές που είχε δοκιμάσει. Στη δουλειά του δημοσιογράφου και του κριτικού ήταν ανεξάρτητος και αδέσμευτος, προκλητικός και αμερόληπτος, με το θάρρος της γνώμης του και χωρίς υπόγειες προσπάθειες να συμπλεύσει με τα λογοτεχνικά κατεστημένα της εποχής του. Ενας άνθρωπος που μιλούσε με το «εγώ», αλλά δεν είχε υπεραναπτυγμένο το Εγώ του, από τους σεμνούς εκείνους (και σπάνιους) λογοτέχνες που είναι ταπεινότεροι από το έργο τους. Ο πολύς George Orwell έγραψε ότι η τριλογία αυτή είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος (The Observer, 1946). Είναι τέτοια η καθαρότητα της ψυχής και η τιμιότητα της ματιάς του ως αφηγητή, που θεωρεί υποχρέωσή του όχι μόνο να εξοφλήσει το χρηματικό χρέος στη φιλόξενη γαλλίδα ταβερνιάρισσα, που του είχε δώσει απεριόριστη πίστωση τον καιρό που ζούσε εξόριστος στο Παρίσι, αλλά και να δηλώσει την ευγνωμοσύνη του στο γραπτό του. Αν ήταν φανατικός Καθολικός, θα λέγαμε ότι παίρνει άριστα στο μυστήριο της εξομολόγησης. Οφείλουμε να του αποδώσουμε τα εύσημα της μέγιστης δυνατής λογοτεχνικής ειλικρίνειας, ακόμα κι όταν ενσωματώνει στην αφήγησή του ιστορικά γεγονότα που δεν τα είχε παρακολουθήσει με τα ίδια του τα μάτια, και δεν τα είχε βιώσει «στο πετσί του». Ηταν μοναχικός και δεκτικός στην κριτική, απ' όπου κι αν προερχόταν. Ισως γι' αυτό έγινε καλός κριτικός και ο ίδιος. Δέχεται με στωικότητα την αρνητική άποψη του γάλλου «ειδικού» που δούλευε σαν «αναγνώστης» σ' έναν γαλλικό εκδοτικό οίκο. Απ' όλη την προσβλητική επίθεση κατάλαβε ότι το βιβλίο του ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που δεν θα περνούσε απαρατήρητος, εάν και όποτε εκδιδόταν. Ο γάλλος εκδότης κράτησε το χειρόγραφο και δεν εξέδωσε ποτέ το βιβλίο, ο «αναγνώστης» είπε τίμια τις αντιρρήσεις του καταπρόσωπο στο συγγραφέα και ο συγγραφέας πέρασε στην ιστορία της ισπανικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας «με το σπαθί του». Ο,τι και να πούμε σήμερα εμείς, το έργο του Arturo Barea είναι εδώ και μας περιμένει, μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα από τη Δέσποινα Μάρκου, που αποδείχτηκε ιδιαίτερα προσεκτική στην απόδοση των υφολογικών «ημιτονίων» και των εκφραστικών αποχρώσεων του πολυεπίπεδου κειμένου. Ο «μέσος αναγνώστης» (και όχι μόνο ο «επαρκής αναγνώστης») θα απολαύσει την καταβύθιση σε αυτό το διαυγές έρεβος (ας μου συγχωρεθεί το οξύμωρο σχήμα) μιας από τις πιο σκοτεινές περιόδους του 20ού αιώνα.

Θα κλείσω μ' ένα μικρό απόσπασμα από το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας (την «Πορεία») κι από το 4ο κεφάλαιο με τίτλο «Η συκιά» (σ. 75): Ημουν καθισμένος πάνω σε μια από τις ρίζες της συκιάς και τα χτυπήματα δονούνταν μέσα μου σαν παράπονο. Το λυπόμουν το γέρικο δέντρο και θα 'θελα να το σώσω.

Πόσο σύγχρονο φαντάζει αυτό το κείμενο. Σαν να ακούμε έναν πνευματικό άνθρωπο του 21ου αιώνα που ανησυχεί για τις διασαλευμένες οικολογικές ισορροπίες και το μέλλον του πλανήτη. *

No comments: