Saturday, October 24, 2009

«H προγραμματισμένη ζωή είναι τυραννία»


  • Η ογκωδέστατη βιογραφία που κυκλοφορεί μας ταξιδεύει στον αλλόκοτο, γοητευτικό κόσμο του Γκυστάβ Φλωμπέρ

«Προσωπικά, το μόνο που θέλω περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο είναι ένα δωμάτιο με καλή θέρμανση, τα αγαπημένα μου βιβλία και όσο ελεύθερο χρόνο επιθυμώ». Αυτό ήταν το μεγάλο όνειρο ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Και η αλήθεια είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις είχε την τύχη να διαχειριστεί τη ζωή του κάπως έτσι. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην αστική οικογένεια του γιατρού Ασίλ-Κλεοφά Φλωμπέρ, αρχιχειρουργού στο νοσοκομείο Οτέλ-Ντιέ και της κατά εννέα χρόνια μικρότερή του Καρολίν. Ο Ασίλ-Κλεοφά ήταν ένας «γοητευτικός άντρας, με σκούρα αμυγδαλωτά μάτια, καμπυλωτά σαν φτερά φρύδια και μια μακριά λεπτή μύτη που πρόβαλλε αλαζονικά στη μέση του γεμάτου προσώπου του». Οσο για τη μητέρα του Γκυστάβ, την Καρολίν, «η μελαψή ομορφιά της την έκανε να μοιάζει με τσιγγάνα». Είναι πληροφορίες που διηγείται, συχνά με υπερβολικές λεπτομέρειες, ο βιογράφος του Φλωμπέρ, Φρέντερικ Μπράουν, στην ογκωδέστατη βιογραφία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Ενα βιβλίο που μας ταξιδεύει στον αλλόκοτο, γοητευτικό, δημιουργικό και ανατρεπτικό 19ο αιώνα της Ευρώπης, των γαλλικών γραμμάτων, της Γαλλικής Κομμούνας, των λογοτεχνικών αναζητήσεων, της αστικής κομψότητας.

Το βιβλίο που πρώτη παρουσιάζει η «Κ», δημοσιεύοντας και μερικά αποσπάσματα από τη σκέψη του Φλωμπέρ και όψεις από το περιβάλλον του, ξεκινάει από την περιγραφή της Ρουέν, της πόλης όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Γκυστάβ, από τις 13 Δεκεμβρίου 1821, οπότε ήρθε στον κόσμο, σε μια κομψή τριώροφη οικοδομή «που φαινόταν ψηλότερη γιατί βρισκόταν πάνω σε μια υπερυψωμένη βεράντα, στην οποία ανέβαινες από μια πεταλοειδή σκάλα».

Η Ζυλί και ο Μινιό

Αν αναζητεί κανείς τους ανθρώπους που τον έκαναν να λατρέψει την αφήγηση ιστοριών αυτοί είναι δύο πολλοί απλοί άνθρωποι του ευρύτερου περιβάλλοντος του Φλωμπέρ. Η γκουβερνάντα της οικογένειας Ζυλί και ο γείτονάς τους μπαρμπα-Μινιό. «Ο Γκυστάβ ήταν ένα ήσυχο παιδί, το οποίο, προαναγγέλλοντας τον εθισμένο στις πήλινες πίπες, μονόχνοτο συγγραφέα, περνούσε ώρες βυθισμένο στις σκέψεις του με ένα δάχτυλο χωμένο στο στόμα. Ηταν επίσης γνωστός για την ευπιστία του, και η οικογενειακή παράδοση περιλάμβανε την ιστορία ενός υπηρέτη στον οποίο είχε γίνει τσιμπούρι και ο οποίος για να τον ξαποστείλει του έλεγε “πήγαινε να δεις αν είμαι στο βάθος του κήπου ή στην κουζίνα”. Ο συνδυασμός αυτών των ιδιαιτεροτήτων -της ευπιστίας και της βαθιάς περισυλλογής του- τον καθιστούσε ιδανικό ακροατή. Διψώντας για ιστορίες, κρατούσε συντροφιά στη Ζυλί στην κουζίνα και στο δωμάτιο ραπτικής και, όταν εκείνη ήταν απασχολημένη, κατάφερνε τους άλλους υπηρέτες -υπήρχαν αρκετοί στο σπίτι- να τον διασκεδάσουν. Το δεύτερο πιο ασφαλές καταφύγιό του ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος, γνωστός ως μπαρμπα-Μινιό, ο οποίος έμενε απέναντι από το νοσοκομείο Οτέλ-Ντιέ. Ο Γκυστάβ ήταν καλοδεχούμενος στο σπίτι του ανά πάσα ώρα και στιγμή. Αμέσως μόλις έσκαγε μύτη από την οδό Λεκά, ο Μινιό, που φύλαγε καραούλι για τον μικρό του φίλο, τον καλούσε μέσα να ξεκινήσει η αφήγηση. Ιστορίες που δεν τέλειωναν ποτέ, και ο Μινιό, δάσκαλος από τη φύση του, δεν αποκλείεται μερικές φορές να τις έπλαθε έτσι, ώστε να κατέληγαν σε κάποιο ηθικό δίδαγμα. Αλλά εκείνες που έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση στον Γκυστάβ ήταν όλες βγαλμένες από τον “Δον Κιχώτη” που είχε μόλις κυκλοφορήσει σε μια περιληπτική έκδοση με δεκάδες εικονογραφήσεις, ιδανικές για χρωμάτισμα. Δεν χόρταινε να τις ακούει και να τις ξανακούει, και ο γεράκος, ευγνώμων χωρίς αμφιβολία που του είχε ανατεθεί το καθήκον αυτό, τον ικανοποιούσε ευχαρίστως.

“Κουβαλάμε ασυνείδητα στην καρδιά μας τα λείψανα των νεκρών προγόνων μας” έγραφε ο Φλωμπέρ πολλά χρόνια αργότερα. “Κάτι που θα μπορούσα να αποδείξω στη δική μου περίπτωση. Το ίδιο ισχύει και για τη λογοτεχνία. Βρίσκω όλες τις ρίζες μου στον Δον Κιχώτη, το βιβλίο που ήξερα απέξω πριν ακόμη μάθω να διαβάζω”», λέει ο βιογράφος του Φλωμπέρ, αφηγούμενος γλαφυρά κάθε στιγμή της ζωής του. Και συμπληρώνει ότι ο Φλωμπέρ ήταν τόσο καλός ακροατής, που δυσκολεύτηκε πολύ η μητέρα του να τον βάλει στην πειθαρχία να μάθει να διαβάζει μόνος του. «Ποιος ο λόγος να μάθω, εφόσον ο μπαρμπα-Μινιό ξέρει να διαβάζει;» έλεγε στη μητέρα του.

Πρώτη του μεγάλη αγάπη ήταν το θέατρο και σε ηλικία έντεκα ή δώδεκα χρόνων ήταν ήδη φανατικός γνώστης όλων των θεάτρων της Ρουέν, από τα πρόχειρα φτιαγμένα θεατράκια των πανηγυριών μέχρι τις σοβαρές θεατρικές σκηνές. Το θέατρο ήταν το πρώτο είδος γραφής που δοκίμασε, αλλά «μόλις άρχισε να κρατάει μια βουτηγμένη σε μελάνι πένα φτερού (οι μεταλλικές πένες ποτέ δεν τον βόλεψαν), δοκίμασε τη γραφή του σε κάθε λογοτεχνικό είδος. Σε ηλικία δέκα ετών ήταν ένας συγγραφέας με ήδη δημοσιευμένο έργο. Ενιωθε μεγάλη ικανοποίηση κρατώντας το κοινό του αιχμάλωτο με διαλόγους που είχε ο ίδιος γράψει για βοηθούς που μετά χαράς θα τους απήγγελλαν. Τα απογεύματα της Κυριακής καθιστούσε τον εαυτό του πόλο έλξης όλων των βλεμμάτων. Λαχταρούσε την επιδοκιμασία, και οι πνευματώδεις μιμήσεις του εξυπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό ακόμα καλύτερα από τα ρητορικά του κατορθώματα. Ο Γκυστάβ, ο μαγεμένος ακροατής, είχε ξαναγεννηθεί ως Γκυστάβ, ο μάγος του λόγου», συμπληρώνει πάλι ο βιογράφος του Φρέντερικ Μπράουν.

Ρομαντικός και εκκεντρικός

Η πρώτη αγάπη ήρθε όταν ήταν 14 ετών στο πρόσωπο μιας γυναίκας αρκετά μεγαλύτερής του, της Ελίζας Σλέσινγκερ. Ηταν η αφορμή για να γράψει το πρώτο του έργο, τις «Αναμνήσεις ενός τρελού», έναν αυτοβιογραφικό μονόλογο. Ενα έργο στο οποίο παρουσιάζει τον εαυτό «τρελό και θολωμένο, αν όχι ανισόρροπο, ενώ ταυτόχρονα καμαρώνει κρυφά, με την έπαρση του ρομαντικού, για την εκκεντρικότητα που στα μάτια του δρος Ελλις αποτελούσε ένδειξη των σοβαρών αδυναμιών του μυαλού και του χαρακτήρα του. Η αυστηρά προγραμματισμένη ζωή, δήλωνε, ήταν μια τυραννία που συνέβαλλε στο θάνατο της ψυχής. “Ποτέ δεν μου άρεσαν τα προγράμματα, τα χρονοδιαγράμματα, η ζωή που ρυθμίζεται με το ρολόι, όπου η σκέψη σταματά μόλις χτυπήσει το κουδούνι του σχολείου και το καθετί είναι καθορισμένο εκ των προτέρων για αιώνες και γενιές ολόκληρες» έλεγε ο Φλωμπέρ. Η φοβερή του απέχθεια στην προγραμματισμένη ζωή έγινε ιδιαίτερα φανερή στα φοιτητικά του χρόνια, όταν αναγκάστηκε να παρακολουθήσει -όχι για πολύ- τα μαθήματα της Νομικής Σχολής, την οποία απεχθανόταν. «Φαντάσου», έγραφε στην αδελφή του, όντας φοιτητής, «από τότε που σε άφησα δεν έχω διαβάσει ούτε μια αράδα γαλλικών, ούτε έξι τιποτένιους στίχους, ούτε μια αξιοπρεπή φράση. Οι “Εισηγήσεις” είναι γραμμένες στα λατινικά, και ο Αστικός Κώδικας σε μια γλώσσα που μοιάζει ακόμα λιγότερο με τα γαλλικά. Οι κύριοι που τον έγραψαν δεν διέθεταν καμία από τις αρετές που συμβόλιζαν οι Χάριτες. Εφτιαξαν κάτι τόσο στεγνό, τόσο δυσνόητο, τόσο δυσάρεστο και κατηγορηματικά συντηρητικό, όσο και τα έδρανα στην αίθουσα μελέτης, που όταν κάθεσαι πάνω τους ακούγοντας δικονομικές εξηγήσεις βγάζεις αιμορροΐδες».

Εκείνος προτίμησε να ασχοληθεί με κάτι εντελώς διαφορετικό στο πλαίσιο του γραπτού λόγου δίνοντας όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στο παγκόσμιο μυθιστόρημα μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα του γραπτού λόγου. Η βιογραφία του που μεταφράστηκε στα ελληνικά μάς γνωρίζει όλες αυτές τις όψεις του, τις αναζητήσεις του, τους δισταγμούς του, τους δρόμους της δημιουργίας του.

  • Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 25/10/2009
  • Η βιογραφία «Φλωμπέρ» του Φρέντερικ Μπράουν (μετ. Τζένη Κωνσταντίνου) μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο».

No comments: