Sunday, October 4, 2009

«Οι φιλόσοφοί μας δεν διαβάζουν»

  • Ο Λάκης Προγκίδης, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Εργαστήριο του Μυθιστορήματος», μας καλεί στην 11η Συνάντηση

Το «εργαστήριο του συγγραφέα» είναι μια έννοια γνωστή πλέον στο αναγνωστικό κοινό, όμως τι (μπορεί να) είναι ένα «εργαστήριο του μυθιστορήματος»; Οποιος φανταστεί έναν χώρο που στεγάζει τη «δημιουργική γραφή» ή μυεί επίδοξους συγγραφείς στα μυστήρια του μυθιστορήματος μάλλον θα απογοητευτεί. Το «Εργαστήριο του Μυθιστορήματος» (Atelier du roman) είναι το δημιούργημα του Λάκη Προγκίδη, ο οποίος, με έδρα το Παρίσι και μέσα από τις σελίδες του ομότιτλου περιοδικού, αναζητάει συστηματικά τους πολυδαίδαλους διαδρόμους που οδηγούν στις «μορφές της μεγάλης επικής αφήγησης σε σχέση με το σύνολο του πολιτισμού», όπως τις γνωρίσαμε από τον Θερβάντες μέχρι τον Μανν κι από τον Γκόμπροβιτς μέχρι τον Κούντερα. Παράλληλα με την περιοδική έκδοση, το «Εργαστήριο» διοργανώνεται σε ετήσια βάση, στο Ναύπλιο, μία Συνάντηση, ανοιχτή στο κοινό και τον διάλογο, «ως εργαστήριο αισθητικού προβληματισμού και όχι ως παράλληλες ανακοινώσεις ειδικών».

Με αφορμή την 11η Συνάντηση με θέμα «Φιλοσοφία και μυθιστόρημα» ο συγγραφέας και εκδότης μίλησε στην «Καθημερινή» για το εγχείρημα και τις προοπτικές του.

– Κύριε Προγκίδη, έπειτα από 10 διεθνείς Συναντήσεις του Atelier du roman, θα θέλαμε έναν πρώτο απολογισμό, με τα θετικά και τα αρνητικά (σχετικά με την ελληνική πραγματικότητα) του εγχειρήματος.

– Το Atelier du roman είναι ένα περιοδικό αισθητικού προβληματισμού και διαλόγου γύρω από την τέχνη του μυθιστορήματος. Μια φορά τον χρόνο, ο διάλογος στο χαρτί ζωντανεύει, γίνεται δημόσιος. Ορίζουμε ένα θέμα, που θεωρούμε ότι έχει σχέση με τα μυστήρια του μυθιστορήματος και στο Ναύπλιο τα κουβεντιάζουμε μεταξύ μας και με το κοινό. Το σημαντικότερο είναι η κοινή μας επιθυμία για την ουσιαστική κοινή δουλειά.

Με βάση τον παραπάνω στόχο, το γεγονός και μόνο, ότι οι Συναντήσεις συνεχίζονται, είναι το θετικότερο στοιχείο. Το αρνητικό; Δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να πείσουμε τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την τύχη της λογοτεχνίας, ότι δεν πρόκειται για ένα τυπικό συνέδριο, με συμμετοχή ειδικών που εκφωνούν παράλληλους μονολόγους.

– Η φετινή Συνάντηση αφορά τη φιλοσοφία και το μυθιστόρημα. Με ποιες προϋποθέσεις μπορούν να ξανασυναντηθούν αυτοί οι δύο «πυλώνες» του δυτικού πολιτισμού στην ύστερη νεωτερικότητα;

– Το όλο θέμα ξεκινά από μία κοινή διαπίστωση: οι φιλόσοφοι από τον Καρτέσιο μέχρι τον Χάιντεγγερ δεν ζυμώθηκαν αισθητικά με το μυθιστόρημα. Είναι σαν να λέμε, ότι ο Πλάτωνας ωρίμασε πνευματικά χωρίς να γευτεί τη μείζονα τέχνη της εποχής του, την τραγωδία. Θέλουμε λοιπόν κατ’ αρχάς να συζητήσουμε τούτη την «αναπηρία» της σύγχρονης φιλοσοφίας και τις επιπτώσεις της. Πριν λοιπόν τεθεί το ερώτημα της επανασυνάντησης με το μυθιστόρημα, πρέπει να διερευνηθεί εκείνο της μεταξύ τους απόστασης, κατά πρώτο λόγο πρακτική: οι φιλόσοφοί μας δεν διάβασαν και δεν διαβάζουν μυθιστόρημα. Μπορεί στο μέλλον; Δεν ξέρω. Τους το εύχομαι, διότι μόνο έτσι θα σταματήσουν να είναι διαχειριστές της γνώσης.

  • Πνεύμα και τέχνη

– Πόσο φιλόσοφος μπορεί να γίνει ο συγγραφέας, και πόσο συγγραφέας ο φιλόσοφος, ή, μήπως, εδώ εντοπίζεται η «παραδοσιακή διαμάχη» μεταξύ πνεύματος και τέχνης;

– Νομίζω ότι η φιλοσοφία από τα «γεννοφάσκια» της, στην επιθυμία της να ερμηνεύσει ή ν’ αλλάξει τον κόσμο, συμπεριφέρθηκε προς την τέχνη σαν σε αντίπαλο ή οπαδό και όχι σαν σε φίλο. Αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα οντολογικό, αυτή είναι η φύση της φιλοσοφίας. Οταν, όμως, περάσουμε από τη φύση του αντικειμένου στον άνθρωπο που το ασκεί, τότε ανακύπτει το ερώτημα: γιατί οι φιλόσοφοι αισθάνθηκαν πιο οικεία με την ποίηση και το θέατρο, και όχι με το μυθιστόρημα; Ας περιμένουμε τις πρώτες απαντήσεις στο Ναύπλιο.

– Τι κινδύνους κρύβει ενδεχομένως το εγχείρημα, όχι της «συνομιλίας», κυρίως σε επίπεδο κριτικής και θεωρίας, αλλά το «μπόλιασμα» του ενός πεδίου με στοιχεία του άλλου;

– Το «μπόλιασμα» είναι φύσει αδύνατον. Ευτυχώς! Το μόνο που λέω είναι, ότι ο άνθρωπος που φιλοδοξεί να λέγεται φιλόσοφος χρειάζεται να σκύψει στο μυθιστόρημα. Οχι για να το ιδιοποιηθεί ή για να το εξηγήσει, αλλά για ν’ ασκηθεί ο ίδιος στο «απορείν» και το «θαυμάζειν».

  • Λογοτεχνία και στοχασμός

– Ο στοχασμός αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη συστατικά της φιλοσοφίας, πόσο όμως μπορεί να είναι συμβατός με το λογοτεχνικό κείμενο;

– Εξαρτάται για ποιον ακριβώς «στοχασμό» και για ποιο «λογοτεχνικό κείμενο» μιλάμε. Ο δοκιμιακός στοχασμός, για παράδειγμα, συγγενεύει αρκετά με το μυθιστορηματικό στοιχείο, κι αυτό συζητήθηκε στην 8η Συνάντηση του Ναυπλίου, το 2006. Πάντως, μιλάμε για συγγένειες και για παράλληλες ευαισθησίες και όχι για δυνατότητες σύμβασης μεταξύ στοχασμού και λογοτεχνίας.

– Οι φιλόσοφοι έχουν δώσει εξαιρετικά «δείγματα γραφής», όταν τα κείμενά τους σχετίζονται κυρίως με τη φύση και την εν γένει περιπλάνηση, αν σκεφτούμε τον Πετράρχη («Ανάβαση στο Μοντ Βεντού»), τον Σοπενάουερ («Ταξειδιωτικά ημερολόγια»), τον Μονταίν («Δοκίμια»), ακόμα και τον Χάιντεγγερ, στο «Ταξείδι στην Ελλάδα». Στην κοινωνία, όμως, φαίνεται ότι η φιλοσοφία «δυσκολεύεται» να διεισδύσει, αν αναλογιστούμε ότι έργα όπως τα Minima Moralia σπανίζουν πλέον.

– Η φιλοσοφία στο σύνολό της παραμελώντας, να το πω έτσι, το μυθιστόρημα χάνει από τα μάτια της τον άνθρωπο. Εξαίρεση αποτελεί ο Σαρτρ, που θράφηκε αποκλειστικά σχεδόν με το μυθιστόρημα και που το υποβάθμισε, βέβαια, όσο κανένας άλλος, διότι στη θέση του «μυστηρίου» της ύπαρξης είδε το «σχέδιο».

– Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι λογοτεχνικά είδη, όπως η επιστημονική φαντασία πρωτίστως, ή το «νουάρ», κυρίως σε ζητήματα ηθικής, άπτονται του φιλοσοφικού στοχασμού;

– Βέβαια. Αλλά κατά τη γνώμη μου, μόνο στις σπάνιες εξαιρέσεις τους, διότι, χωρίς να γνωρίζω τον λόγο, στη μεγάλη τους πλειοψηφία πέφτουν γρήγορα στη μανιέρα.

– Να θεωρήσουμε τον Μπόρχες και τον Κούντερα ως δύο από τους τελευταίους συγγραφείς-φιλοσόφους;

– Για τον Μπόρχες, ο χαρακτηρισμός μού φαίνεται ότι στέκει. Τον Κούντερα θα τον έλεγα απλά μυθιστοριογράφο. Τα έργα του πρώτου μάς ανοίγουν τον δρόμο προς ορισμένα φιλοσοφικο-ποιητικά παράδοξα, του δεύτερου, προς κάποια παράδοξα της ύπαρξης. Το γεγονός, ότι ο Κούντερα ενσωματώνει στην τέχνη του το δοκίμιο, και δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, αν θυμηθούμε τον Τολστόι, αποδεικνύει τις τεράστιες αφομοιωτικές ικανότητες του μυθιστορήματος και τίποτα παραπάνω.

– Ενα τελευταίο ερώτημα: στην «εποχή των εικόνων» και της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας, μπορεί αυτή η «συνάντηση» να επιβιώσει με τα νέα μίντια;

– Τελευταίο, αλλά τεράστιο ερώτημα. Αξίζει νομίζω να του αφιερωθεί μία από τις προσεχείς μας Συναντήσεις στο Ναύπλιο. Για να το πω αλλιώς, νομίζω ότι η επικυριαρχία της εικόνας, έτσι όπως τη ζούμε στις μέρες μας, αλλάζει συθέμελα τα δεδομένα που μας κληροδοτεί η «μη συνάντηση» φιλοσοφίας και μυθιστορήματος.

  • Ο διαπολιτισμικός Νίκος Καζαντζάκης

«Αν η έννοια δεν είχε ευτελιστεί στις μέρες μας, θα χαρακτήριζα τον Νίκο Καζαντζάκη διαπολιτισμικό συγγραφέα. Ζήτησε, όσο ίσως κανένας άλλος πνευματικός άνθρωπος του 20ού αιώνα, να” τραφεί” απ’ όλους τους πολιτισμούς που κινδύνευαν από τη θανατερή εξέλιξη του δικού μας. Σε όλες τις μορφές, με τις οποίες καταπιάστηκε, θα βρούμε στον πυρήνα τους τούτη τη θεμελιακή ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου».

  • Μελετητής του μυθιστορήματος

Ο Λάκης Προγκίδης γεννήθηκε το 1947 στον Βόλο. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στη Θεσσαλονίκη, αλλά στη δεκαετία του ’80 εγκατέλειψε την επαγγελματική δραστηριότητα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αφιερώθηκε αποκλειστικά στη μελέτη της τέχνης του μυθιστορήματος.

Το 1993, ίδρυσε το τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό L’ Atelier du roman, το οποίο έκτοτε διευθύνει, με συνεργασίες από όλο τον κόσμο. Εχει γράψει πέντε δοκίμια, εκ των οποίων ένα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά («Η κατάκτηση του μυθιστορήματος. Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο», μτφρ.: Γ. Κιουρτσάκης, ΕΣΤΙΑ). Στις ίδιες εκδόσεις έχει δημοσιεύσει και μία μελέτη με τίτλο «Ο Παπαδιαμάντης και η Δύση». Προς το παρόν γράφει ένα δοκίμιο για τον Ραμπελαί.

  • Εργα του: Un �crivain malgr� la critique, Gallimard, 1989. De l’ autre c�t� du brouillard. Essai sur le roman fran�ais contemporain, Ed. Nota Bene, 2005.
  • Συνέντευξη στον Κωστα Θ. Καλφοπουλο, Η Καθημερινή, 04/10/2009

No comments: