Saturday, October 31, 2009

Η «επανένωση» 2 συγγραφέων

  • Απο τον Δημήτρη Δουλγεριδη, φωτογραφίες: Κανέλλα Τραγούστη, Ταχυδρόμος

  • TA NEA: Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009, Τελευταία ενημέρωση: 31/10/2009 09:17, Web-Only

Ο Ζβεν Ρεγκένερ γεννήθηκε στη Δυτική Γερμανία και ο Ίνγκο Σούλτσε στην πρώην Ανατολική. Έζησαν την Πτώση και τοποθέτησαν τους ήρωες των βιβλίων τους σε διαφορετικά «στρατόπεδα». Είκοσι χρόνια μετά, ανακαλούν το παρελθόν και στοιχηματίζουν για το μέλλον της πόλης τους.

Ζβεν Ρεγκένερ

Στο πιο γνωστό βιβλίο του, ο κεντρικός ήρωας πίνει μπίρες την ώρα που άλλοι κλέβουν πέτρες απ’ το Τείχος. Σε μια μπιραρία, άλλωστε, άκουσε και ο ίδιοςτην είδηση που άλλαξε την ιστορία της χώρας του. Είκοσι χρόνια μετά, αναρωτιέται «γιατί τόση υστερία με το Βερολίνο».

Η«Λαμπάντα» είναι το σάουντρακ της δικής μου 9ης Νοεμβρίου.

Την ώρα που έπεφτε το Τείχος, εγώ και η παρέα μου τα πίναμε στο μπαρ «Madonna», δίπλα σ’ ένα από τα σημεία ελέγχου (check points).

Εκεί μας βρήκε η είδηση, οπότε βγήκαμε για λίγο έξω, στην οδό Χάινριχ Χάινε. Τότε πρωτοείδα τους ξέφρενους πανηγυρισμούς Δυτικών και Ανατολικών. Αργότερα, όμως, ξαναμπήκαμε σε μια μπιραρία και χτυπιόμασταν μέχρι τελικής πτώσεως με τη «Λαμπάντα» που έπαιζε στο τζουκ μποξ.

Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν ένα από τα χειρότερα τραγούδια που έχω ακούσει ποτέ. Κι όμως... Ένα κομμάτι αυτών των εμπειριών κουβαλάνε μαζί τους και οι ήρωες στο «Μπλουζ του Βερολίνου», που επίσης βρίσκονται σε ένα μπαρ εκείνο το βράδυ.

Μια «αόρατη πόλη»: αυτό ήταν το Ανατολικό Βερολίνο για χρόνια.

Στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε τίποτα για τους «γείτονες». Μόνο το 1987, σε ηλικία 39 ετών, πήρα μια πρώτη ιδέα για τη διπλανή χώρα.

Τότε το συγκρότημά μου κι εγώ, οι Element of Crime, δώσαμε δύο ημι-παράνομες συναυλίες στη Zionskirche (Εκκλησία της Σιών) μαζί με αντιφρονούντες καλλιτέχνες της ανατολικής underground σκηνής. Η ιδέα ήταν του Σίλβιο Μέιερ, εμβληματικής μορφής εκείνη την εποχή στο Ανατολικό Βερολίνο.

Στην πρώτη συναυλία είχαν έρθει πολύ λίγοι, αλλά στη δεύτερη η εκκλησία ήταν γεμάτη. Απέξω ακούγαμε πολύ θόρυβο και κραυγές, νομίζοντας πως είναι η αστυνομία. Ήταν, όμως, περίπου 300 νεοναζί απ’ το Ανατολικό Βερολίνο που διαδήλωναν εναντίον μας.

Η εντύπωση που είχα απ’ την πόλη –όσο την έζησα– ήταν οι άθλιες συνθήκες ζωής, τόσο διαφορετικές από εκείνες του δυτικού τομέα. Και μια ατμόσφαρια ασφυκτικού ελέγχου ακόμη και στην παραμικρή κίνηση στο δημόσιο χώρο.

Αυτά ήταν βέβαια πράγματα που τα ακούγαμε.Ήταν η πρώτη φορά, όμως, που έβλεπα μπροστά μου τη δικτατορία που επικρατούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι μου...

Φτηνό μεθύσι και ενοίκιο με 20 μάρκα.

Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα στο Δυτικό Βερολίνο το 1982, όταν έφτασα κι εγώ απ’ το Αμβούργο. Μια ωραία εποχή, ειδικά αν ήσουν νέος. Πολλά πάρτι σε διαμερίσματα, ροκ μουσική και αβανγκάρντ στο δρόμο.

Το πιο συνηθισμένο θέαμα ήταν οι πλανόδιοι τρομπετίστες. Όλοι μπορούσαν να παίξουν με όλους, γεγονός που το δοκίμασα από πρώτο χέρι. Έβλεπες έναν άγνωστο μουσικό για πρώτη φορά και κολλούσες δίπλα του. Άσε που μπορούσες να μεθύσεις με ελάχιστα μάρκα.

Τότε δούλευαν πολλοί νέοι στα μπαρ και δεν το ’χαν σε τίποτε να κεράσουν μία ή δύο μπίρες στους νεοφερμένους, όπως εγώ που είχα ήδη αφήσει πίσω μου τη Βρέμη και το Αμβούργο.

Δεν ήταν καθόλου μικρές πόλεις αυτές –το Αμβούργο είχε 1,8 εκατομμύρια κατοίκους–, αλλά για εμένα μητρόπολη τότε σήμαινε υπόγειος σιδηρόδρομος. Η μεγάλη μου απογοήτευση τελικά ήταν ότι το Δυτικό Βερολίνο δεν είχε καθόλου τραμ. Ευτυχώς είχε ακόμη το Ανατολικό.

Δεν είμαστε ούτε Λονδίνο ούτε Παρίσι.

Το Λονδίνο είναι όντως το κέντρο της Αγγλίας. Εκεί είναι συγκεντρωμένα όλα τα media, οι τράπεζες, οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Το ίδιο σημαίνει και το Παρίσι για τη Γαλλία, που έχει μια «συγκεντρωτική» κουλτούρα, ή η Αθήνα για την Ελλάδα.

Αντίθετα, η κουλτούρα της Γερμανίας είναι «αποκεντρωτική». Το Βερολίνο είναι μια μεγάλη πόλη, αλλά εκεί ζει μόνο το 5% του συνολικού πληθυσμού. Κέντρο των τραπεζών είναι η Φρανκφούρτη, του Τύπου το Αμβούργο, της τηλεόρασης η Κολονία, των εκδοτικών οίκων το Μόναχο.

Από τις 30 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Γερμανίας, εξάλλου, καμία δεν έχει την έδρα της στο Βερολίνο. Το αντίθετο συμβαίνει, ωστόσο, με την τέχνη και τους νεαρούς καλλιτέχνες, που έχουν να κερδίσουν από το χαμηλό κόστος ζωής. «Poor, but sexy», όπως λέει και ο δήμαρχος της πόλης, ο Βόβεραϊτ.

Έχω βαρεθεί τις θεωρίες για το Βερολίνο.

Oύτε καν θυμάμαι την τελευταία προφητεία που έχει ξεστομίσει κάποιος για «το σπουδαίο μέλλον ή την πρωτοπορία αυτής της πόλης». Έχω βαρεθεί, επίσης, τους ειδικούς γύρω από την πόλη.

Να σας πω την αλήθεια, συνήθως απορρίπτω τις προσκλήσεις των Γερμανών δημοσιογράφων που θέλουν ντε και καλά να με παρουσιάσουν σαν εξπέρ.

Γι’ αυτό γουστάρω τους ίδιους τους Βερολινέζους που κάθονται και ακούν όλη αυτή την υστερία για την πόλη τους –«πόσο κοντά είναι στο Λονδίνο, πόσο μοιάζει με το παλιό Παρίσι»–, αλλά στο τέλος πίνουν μια μπίρα ακόμη στην υγειά τους.

Είναι πολύ cool οι Γερμανοί μετά την επανένωση.

Και ευτυχώς. Είναι κάτι που το γουστάρω. Δεν ψάχνουν την «ταυτότητά» τους ούτε ενός νέου τύπου «γερμανικότητα», την οποία πρέπει να προβάλουμε στους υπόλοιπους Ευρωπαίους.

Ευτυχώς, ούτε στη λογοτεχνία διακρίνω μια τέτοια τάση. Αυτό που θέλουν όλοι είναι να προκύψει ό,τι καλύτερο μετά την επανένωση.

INFO
Γεννήθηκε στη Βρέμη το 1961. Το 1985 ίδρυσε το συγκρότημα Element of Crime και πριν από 8 χρόνια έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στο Βερολίνο λίγο πριν από την Πτώση του Τείχους. Στα ελληνικά κυκλοφορεί ως «Το μπλουζ του Βερολίνου» από τις Εκδόσεις «Άγρα».

Ίνγκο Σούλτσε

Γεννήθηκε στη Δρέσδη του «υπαρκτού» το 1962. Από το 1993 ζει στο Βερολίνο και θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της γενιάς του. Στα βιβλία του το 1989 είναι το ιστορικό φόντο για τις καθημερινές ιστορίες Ανατολικογερμανών που κοιμούνται στην «πατρίδα» τους και ξυπνάνε σε μια νέα χώρα.

Ημουν στο κρεβάτι, όταν ξεκίνησε η Πτώση του Τείχους.

Μέχρι να σηκωθώ ήταν παρελθόν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν –πώς να το πω;–λιγάκι υστερόβουλη. «Τώρα θα δραπετεύσουν όλοι στη Δύση και κανείς δεν θα έρθει στη διαδήλωση», την οποία είχαμε προετοιμάσει για τις 12 Νοεμβρίου.

Εδώ πρέπει να πω ότι για μένα ακόμη σημαντικότερη μέρα ήταν η 9η Oκτωβρίου. Τότε πολλοί Ανατολικογερμανοί πήραμε μια ιστορική απόφαση στη Λειψία. Μια ειρηνική επανάσταση στους δρόμους υπέρ ενός καλύτερου σοσιαλισμού.

Είχαμε αγωνία αν η κατάσταση θα κατέληγε σε μια κινεζικού τύπου λύση. Κατεβήκαμε επτά χιλιάδες διαδηλωτές και μπροστά σ’ αυτό το μέτωπο της σιωπηλής εξέγερσης το κράτος έκανε πίσω. Χωρίς την 9η Oκτωβρίου στη Λειψία δεν θα φτάναμε στην 9η Νοεμβρίου του Βερολίνου.

«Η παραδεισένια Δύση».

Αυτό έλεγαν αρκετές φορές μεταξύ τους ο παππούς και η γιαγιά μου στο πατρικό σπίτι.

Όσα άκουγα στις διηγήσεις τους έμοιαζαν βγαλμένα από παραμύθι: κυλιόμενες σκάλες, αυτοκινητάκια της Matchbox, τουβλάκια Lego, παιδικές σοκολάτες, βενζινάδικα που δεν κλείνουν ποτέ, γρήγορα αυτοκίνητα, μεγάλοι δρόμοι χωρίς λακκούβες, ταξίδια στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα.

Από την άλλη, αυτά που μαθαίναμε στο σχολείο για τη Δυτική Γερμανία ήταν ότι είχε μεγάλη ανεργία, διακρίσεις στην εργασία, σκάνδαλα, νεοναζί και αδίστακτους επιχειρηματίες.

Πρέπει να μιλάμε για συγχώνευση και όχι για ένωση των δύο Γερμανιών.

Και αυτό με έναν τρόπο σημαίνει και «προσχώρηση» των προβλημάτων από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία.

Γι’ αυτό ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει σχετικά μ’ εκείνη την περίοδο είναι οι «Μηχανικοί» (1996) του Φόλκερ Μπράουν. Σε αυτό περιγράφει πώς κάποιοι προνομιούχοι εργάτες χάνουν τη δουλειά τους, παρόλο που βελτιώνεται το βιοτικό τους επίπεδο. Ξαφνικά η αγορά εργασίας τούς ξεβράζει. Τους περιθωριοποιεί.

Το Βερολίνο μοιάζει με ένα τεράστιο «πειραματικό» εργαστήριο.

Τραβάει κοντά του πολλούς νέους, οι οποίοι μεταφέρουν επιρροές απ’ τον υπόλοιπο κόσμο και θέλουν να δημιουργήσουν κάτι δικό τους.

Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι σ’ αυτή την τάση παίζουν ρόλο το φτηνό ενοίκιο και οι ελεύθεροι χώροι προς εκμετάλλευση. Πέρα απ’ όλα αυτά, πάντως, αγαπώ την πόλη λόγω των τριών κτιρίων όπερας, των τριών λογοτεχνικών οίκων και των πολλών κινηματογράφων.

Δεν γνώριζα κανέναν Βερολινέζο όταν έφτασα εκεί, στα τέλη Νοεμβρίου του 1989.

Όλοι έρχονταν από άλλες πόλεις της Γερμανίας και αυτό ήταν μια ανακούφιση. Δεν υπήρχε ένας κλειστός κύκλος ανθρώπων που έπρεπε να μάθεις τα χούγια τους, αλλά άγνωστοι –άρα ίσοι– μεταξύ αγνώστων.

Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό θύμιζε κάπως τη Νέα Υόρκη. Κατά τ’ άλλα, είναι παρακινδυνευμένο να συγκρίνεις το Βερολίνο με την αμερικανική μητρόπολη. Δεν οδηγεί πουθενά.

Έτσι κι αλλιώς, έχω από παλιά πρόβλημα με τη φράση που της κολλάνε: «Όποιος τα καταφέρει εδώ τα καταφέρνει παντού». Πολλοί που «τα έχουν καταφέρει» δεν με ενδιαφέρουν καθόλου στην καθημερινή ζωή, ενώ έχω ανάγκη πολλούς που φαινομενικά «τα έχουν θαλασσώσει» μέσα στην κοινωνία.

«Oι ζωές των άλλων» δεν μου άρεσαν ως ταινία, αλλά ως εκεί.

Εκείνο που με εξόργισε ήταν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν σαν εργαλείο μιας άποψης. Το καθεστώς κρατικής ασφάλειας σαφώς και ήταν καταδικαστέο, αλλά η περιγραφή για την Ανατολική Γερμανία δεν εξαντλείται εκεί.

Υπήρχαν αρκετά θετικά στοιχεία σε εκείνο το καθεστώς, όπως η ιατρική περίθαλψη, στοιχεία που η Δύση έπρεπε να εκμεταλλευτεί όταν έπεσε το Τείχος. Υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει ξεκάθαρα πώς άλλαξαν πραγματικά οι ζωές των άλλων.

Το 1988 πουλούσες ένα σπίτι και αγόραζες ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Δύο χρόνια μετά το αυτοκίνητο είχε χάσει ήδη την αξία του και αυτό απ’ το οποίο όλοι κέρδιζαν χρήματα ήταν οι πωλήσεις ακινήτων.

Η γερμανική λογοτεχνία μετά το 1989 ανακάλυψε περισσότερα θέματα, επειδή η ίδια μας η ζωή έγινε πιο ενδιαφέρουσα, πολύπλευρη και πιο περίπλοκη. Δεν ξέρω καν εάν η Πτώση κόστισε τελικά κάτι στην κουλτούρα της Ανατολικής Γερμανίας.

Είναι σίγουρο ότι βραχυπρόθεσμα κερδίσαμε από την έλλειψη λογοκρισίας. Όταν η κουλτούρα δεν λειτουργεί υπέρ της κοινωνίας συλλογικά, τότε κερδίζει το άτομο.

Ψήφισα την Αριστερά (Die Linke) του Λαφοντέν, επειδή ήθελα να διαμαρτυρηθώ εναντίον των Σοσιαλδημοκρατών που έκοψαν κάθε γέφυρα συνεργασίας μαζί του από πριν. Αυτό με πείσμωσε – δεν κατάλαβα ποτέ την αιτία μιας τέτοιας απόφασης. Νομίζω ότι για πολλούς τέτοιους λόγους οι Χριστιανοδημοκράτες παρέμειναν στην κυβέρνηση.

INFO

Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία του «33 στιγμές ευτυχίας» (μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, 2001), «Απλές ιστορίες» (μτφρ. Αλεξάνδρα Παύλου, 2000) «Καινούριες ζωές» (2008) και «Το κινητό» (2009).

No comments: