- Στέλλα Παναγιωτοπούλου
- Εξοδος προς την Καππαδοκία
- εκδόσεις Το Ροδακιό, σ. 192, ευρώ 17,04
Ο τίτλος του βιβλίου της Στέλλας Παναγιωτοπούλου και η φωτογραφία εξωφύλλου -αεροπλάνο της Ολυμπιακής εν πτήσει- προϊδεάζουν για ένα ταξιδιωτικό σε μια από τις περισσότερο διαφημιζόμενες περιοχές της Τουρκίας. Πρόκειται για την Καππαδοκία, προαιώνιο γέννημα του κάποτε ηφαιστειογενούς Αργαίου όρους, την οποία, οι περιηγητές, από τον 18ο αιώνα που την ανακάλυψαν, την ανήγαγαν σε κατ' εξοχήν προς Ανατολάς αξιοθέατο. Ετσι και παρέμεινε, κέντρο περιηγητισμού για εκλεκτικούς, μέχρι που μεταμορφώθηκε σε τουριστικό προορισμό μείζονος ενδιαφέροντος. Πράγματι, το θέμα του βιβλίου είναι ένα ταξίδι στην Καππαδοκία. Οσοι, όμως, αναμένουν μακριές περιγραφές αυτού του σεληνιακού τοπίου, που αποτελεί εσαεί αίνιγμα των γεωλόγων, μάλλον θα απογοητευτούν. Επίσης, θα διαψευστούν οι προσδοκίες των μυημένων, που πιθανώς να προσβλέπουν σε σεφερικού τύπου περιγραφές για τις διάσπαρτες στην Καππαδοκία υπόσκαφες κατασκευές χριστιανικής λατρείας. Είναι αυτές που σήμερα εικονίζονται στη διαφημιστική αφίσα του τουρκικού οργανισμού τουρισμού, με μια αιθέρια ύπαρξη σε πρώτο πλάνο και λεζάντα «ατελείωτο παραμύθι». Παρόμοιες προσδοκίες, ωστόσο, θα ήταν παράλογες από ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται στο σημερινό αναγνωστικό κοινό. Στον πρόλογο, που έγραψε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Σεφέρη «Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας», το 2000, «αναρωτιέται πώς μπορεί ποτέ οι πληθυσμοί μιας σημερινής καταναλωτικής κοινωνίας να καταλάβουν τη φωνή των πιστών, που αδιάκοπα τη διαβάζουμε καταγραμμένη σχεδόν παντού στα καππαδοκικά μοναστήρια: Κύριε, βοήθει! Ή, σωστότερα, ΚΕΒΟΪΘΙ». Το ίδιο ισχύει για τον σημερινό αναγνώστη, που κατά πάσα πιθανότητα θα έπληττε με τις ποιητικές και ιστορικού βάθους περιγραφές του Σεφέρη, «αιώνιου νοσταλγού της χαμένης μάνας του, της Ανατολής», και πάλι κατά Λορεντζάτο.
«Πετροκομμένα» χαρακτηρίζει τα μοναστήρια ο Σεφέρης και προσθέτει: «Ντόπια λέξη που θα ευχόμουν να μη χαθεί». Η λέξη μπορεί να μη χάθηκε, αλλά ποτέ δεν διανθίζει το λεξιλόγιο με το οποίο ένας ταξιδιώτης εκφράζεται. Αυτός, τις όποιες θαυμαστικές διαθέσεις τις εξωτερικεύει με μία και μοναδική φράση: το απόλυτο τοπίο. Ενώ την ανοίκεια αίσθηση, που μπορεί να του προκαλεί το αχανές αυτού του ιδιόμορφου τοπίου, τη συνοψίζει με έναν άλλο πασπαρτού αγγλισμό: στη μέση τού πουθενά. Στο μυθιστόρημα, οι περιγραφές της Καππαδοκίας είναι λιγοστές και ακριβείς, παραμένουν ωστόσο σε γενικευτικές θεάσεις του τοπίου. Κατά τα άλλα, αναπαράγεται το λεκτικό και ο τρόπος τού σκέπτεσθαι των ηρώων, δηλαδή των σημερινών καλλιεργημένων και ευκατάστατων, με τους απαραίτητους ξενισμούς τους. Οσο για το θρησκευτικό φορτίο, που φέρει ο τόπος, αυτό γίνεται αντιληπτό μεταφυσικά και αόριστα, σαν κάποια μοίρα. Η ουσιαστικά πρωτοεμφανιζόμενη Παναγιωτοπούλου -γιατί ποιος θυμάται το πρώτο της βιβλίο, μια νουβέλα προ δεκαπενταετίας- στήνει ένα μυθιστόρημα που ανταποκρίνεται, σχεδόν απόλυτα, στις ευαισθησίες του σημερινού κοινού.
Το χρονικό άπλωμα του μυθιστορήματος είναι οκτώ ημέρες, όση η διάρκεια ενός προγραμματισμένου ομαδικού ταξιδιού στην Καππαδοκία, που τοποθετείται τον Αύγουστο του 2007. Οπως συνηθίζεται σε παρόμοια ταξίδια, συμπίπτει με τον Δεκαπενταύγουστο, από 10 μέχρι 17 του μηνός. Παρασκευή φεύγουν αεροπορικώς από Αθήνα για Κωνσταντινούπολη και Παρασκευή γυρίζουν, όσοι γυρίζουν. Η ομάδα είναι εννεαμελής, με δέκατο μέλος τον αρχηγό, ρόλο που αναλαμβάνει ένας πανεπιστημιακός. Την επιλογή αυτή τη δικαιολογεί το πολιτιστικό φορτίο της περιοχής, μόνον που η συγγραφέας ελάχιστα την εκμεταλλεύεται για να πλουτίσει την αφήγηση με ανάλογου τύπου αναφορές. Τα εννέα πρόσωπα έχουν επιλεγεί αντιπροσωπευτικά ως προς τις επαγγελματικές τους ασχολίες και τις οικογενειακές τους καταβολές. Στη ζωή τους η Καππαδοκία παίζει καταλυτικό ρόλο, επισπεύδοντας τις, έτσι κι αλλιώς, κυοφορούμενες εξελίξεις. Συμβάλλει σε αυτό και ο συγχρωτισμός του ομαδικού τρόπου συμβίωσης, στον οποίο υποχρεώνουν παρόμοια ταξίδια. Η συγγραφέας, ωστόσο, για να επιτείνει τις προστριβές, υιοθετεί ήρωες ανά ζεύγη. Τέσσερα ζεύγη και μια μόνη γυναίκα, για να υπάρχει το περιθώριο ενός ειδυλλίου με τον ιδιόρρυθμο αρχηγό. Διαφορετικό το παρελθόν του κάθε ζεύγους, ώστε να καλύπτεται και πάλι ένα ευρύ φάσμα. Τα δύο μετρούν τριακονταετή έγγαμο βίο, όπου το ένα ευτυχεί, ενώ το άλλο χρειάζεται ένα σκούντημα για να χωρίσει. Το τρίτο ζεύγος, με πενταετή έγγαμη συμβίωση, βρίσκεται σε ασταθή ισορροπία, που μπορεί να οδηγήσει είτε σε ναυάγιο είτε σε απρόσκοπτον πλουν με την αναδιάταξη εντός της δυάδας των σχέσεων εξουσίας. Οσο για το τέταρτο, είναι από εκείνα τα ευκαιριακά ζεύγη παλαιών εραστών, που ξανασμίγουν μόνο για το ταξίδι, το οποίο, ωστόσο, ενδέχεται να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις.
Κοινωνιολόγος η Παναγιωτοπούλου, καταρτίζει ένα υποδειγματικό σύνολο για την ανίχνευση σχέσεων και συμπεριφορών. Οι ηλικίες ποικίλλουν. Γύρω στα πενήντα όσοι μετρούν πολυετή συμβίωση, με τον ένα σύζυγο να έχει περάσει τα εξήντα, ήδη στη σύνταξη, με όλα τα συμπαρομαρτούντα προβλήματα. Οι υπόλοιποι βρίσκονται στην ηλικία των σαράντα. Κατά την ανατομία των σχέσεων, προστίθενται και εκείνες ανάμεσα σε γονιούς και τέκνα, ιδωμένες από την πλευρά αμφοτέρων. Το σημαντικότερο, διαφέρουν οι λόγοι του ταξιδιού, στενά συνδεδεμένοι με το πώς βλέπουν οι ταξιδιώτες την Τουρκία, καθώς ποικίλλουν και οι εθνότητες. Την ομάδα απαρτίζουν, εκτός των Ελλήνων, μια Αμερικάνα ιρλανδικής καταγωγής και ένας Καππαδόκης Τούρκος, εγκατεστημένος μονίμως στην Ελλάδα. Ως καταλύτης, η Καππαδοκία δεν δρα μόνο μέσω του εξωτικού τοπίου, αλλά και ως άλλοτε ποτέ κοιτίδα Ελληνισμού. Ενας από τους ήρωες είναι τρίτης γενιάς απόγονος προσφύγων, από τους ανταλλάξιμους του 1924. Εκείνους που με τις διηγήσεις τους πέρασαν στα παιδιά και τα εγγόνια τους τη νοσταλγία για τις αποκαλούμενες στην εποχή τους «χαμένες πατρίδες». Τόσο ο Τούρκος όσο και ο Ελληνας αναζητούν τα πατρικά τους στην Καρβάλη ή Γκέλβερι και την Τζαλέλα ή Ευμορφοχώριο. Για την αποκατάσταση της συμμετρίας, στο πατρικό του ο Ελληνας βρίσκει εγκατεστημένο έναν τρίτης γενιάς απόγονο Τουρκοκρητικού, που είχε έρθει και εκείνος με την ανταλλαγή. Το αποτέλεσμα της συνάντησης, όπως θα αναμενόταν από ένα σημερινό μυθιστόρημα, είναι η δημιουργία μιας στενής φιλίας.
Η συγγραφέας δεν κουράζει με τις αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων, καθώς τις συνδέει με τα ερεθίσματα που δίνει ο τόπος, αλλά και οι αναμεταξύ τους συζητήσεις. Ο αφηγητής κινείται κυκλοτερώς, παρουσιάζοντας εκ των ένδον σκέψεις και ψυχολογικές μεταπτώσεις ενός εκάστου, τις οποίες συμπληρώνει με εύστοχες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις. Είναι ένας αφηγητής που δεν φείδεται κατανόησης ακόμη και για τους πιο δυσάρεστους χαρακτήρες. Στις ιστορίες όλων των ηρώων λανθάνει κάποιο επιμύθιο, ερμηνευτικό της συμπεριφοράς τους. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, η ψυχολόγος της ομάδας. Παρουσιάζεται επαναστάτρια και απελευθερωμένη, αλλά αποδεικνύεται άβουλη και ανασφαλής, στο σημείο να αποδέχεται το χαστούκι του Τούρκου συζύγου της. Συμπεριφορά που ερμηνεύεται με το ότι πρόκειται για τη δεύτερη γενιά εκείνων των αυστηρών κομμουνιστών, που επιβίωσαν, κουβαλώντας εσαεί «τη μυρουδιά της ήττας».
Το ταξιδιωτικό μέρος του μυθιστορήματος ακολουθεί την καθιερωμένη διαδρομή, έχοντας ως κέντρο εξόρμησης το τουριστικό Γκέρεμε. Τα Κόραμα του Σεφέρη, που το '50 ήταν ένα ασήμαντο χωριό δίπλα στον μοναστηριακό χώρο. Τότε η διανυκτέρευση γινόταν σε χάνι του Ουργκούπ ή Προκόπι, και αργότερα, μέχρι και τη δεκαετία του '80, σε ξενοδοχείο. Η ταξιδιωτική ομάδα επισκέπτεται, εκτός από το Γκέρεμε, την κοιλάδα της Ιχλάρα ή Περίστρεμμα, τη Μαλακοπή και προχωρά νοτιοανατολικά, εκτός Καππαδοκίας, προς την οροσειρά του Ταύρου, αναζητώντας το πρωτόγονο πρόσωπο της Τουρκίας. Εκεί, το ταξιδιωτικό γίνεται περιπετειώδες και η αντοχή των ανδρών δοκιμάζεται από οδικά και άλλα ατυχήματα, ενώ των γυναικών από το ερωτικό κάλεσμα νεαρών Τούρκων. Μπορεί η Παναγιωτοπούλου να μην περιγράφει ούτε μια τοιχογραφία υπόσκαφης εκκλησίας, δείχνει, όμως, το αναπαραστατικό ταλέντο της στις ερωτικές σκηνές, που καλύπτουν όλο το φάσμα του γυναικείου αισθησιασμού. Οι σκηνές στα χαμάμ μάς θύμισαν αντίστοιχες από τα μυθιστορήματα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Καθόλου τυχαίο, αφού και οι δύο έρχονται από τη μεριά της Καβάλας.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που με πιο πρόδηλο τίτλο και πιο φανταχτερό εξώφυλλο πιθανόν να κέρδιζε το πλατύ αναγνωστικό κοινό. Οπως και να έχει, πιστεύουμε να υπάρχει κάποιο κοινό που θα εκτιμήσει τη διακριτική αισθητική της έκδοσης και μαζί το σπανίζον πλέον πολυτονικό.
No comments:
Post a Comment