Βιβλιοθήκη, Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011
Ο συγγραφέας γεννήθηκε σ' ένα λιβάδι με κίτρινες μαργαρίτες. Μάζευε τα άνθη τους κάθε καλοκαίρι μαζί με τους φίλους και τις φίλες του, ξεδιάλεγαν τα καλύτερα, τα περνούσαν σε μια κλωστή και έφτιαχναν περιλαίμια με το λαμπερό απαύγασμα του θερινού ήλιου μοιρασμένο απλόχερα από τη φύση στα πέταλα των κίτρινων ανθέων.
Ολοι μαζί φορούσαν τα χειροποίητα κοσμήματά τους στους υδάτινους λαιμούς τους. Επειτα από λίγες μέρες τα άνθη της μαργαρίτας έπαιρναν να μαραίνονται. Ηταν ακριβώς τότε που ο συγγραφέας ξεκρεμούσε το κολιέ με τα λουλούδια από τον λαιμό του και μαδούσε τις μαργαρίτες με την απαντοχή της αγάπης. Μ' αγαπά δεν μ' αγαπά, μ' αγαπά δεν μ' αγαπά... Τα πέταλα δεν τα πέταγε. Τα μάζευε σ' ένα μικρό και καθαρό βαζάκι μαρμελάδας. Με μια ιδιότυπη, δικής του επινόησης, μέθοδο συγκέντρωσης των χυμών τους, έφτιαχνε ένα άρωμα. Ηταν το «άρωμα της αγάπης». Ετσι το ονόμαζε ο συγγραφέας. Προέκυπτε, εξάλλου, από το παιχνίδι αναζήτησης της πολυπόθητης αγάπης. Μ' αγαπά δεν μ' αγαπά, μ' αγαπά δεν μ' αγαπά... Εκτοτε, όποτε συναντούσε αυτό το άρωμα, κυνηγούσε να βρει την πηγή του. Ηταν μόνος του, ένα παράξενο παιδί που αποζητούσε την αγάπη. Νιώθει ευτυχής που κάποια μέρα γνώρισε τον θεό και γνώρισε την αγάπη του. Ο συγγραφέας σχημάτισε τη δική του εκδοχή γι' αυτόν και αποφάσισε να του δώσει την αξία της πηγής όλων των αρωμάτων. Τα πάντα οδηγούσαν σε εκείνον. Ινα ώσιν εν.
Τον Λάβκραφτ, τον Λωτρεαμόν, τον Πόε, τον Ρεμπώ, τη Ζυράννα, τον Λειβαδίτη, τον Τρακλ, τον Χρονά...
Από τους λογοτέχνες, αυτών και αρκετών άλλων στοχαστών τη σκέψη ερωτεύτηκε ο συγγραφέας. Οταν τον άγγιξε η άβυσσος για να του διδάξει τη σοφία, τη διόραση και τη διάκριση, έφτιαξε έναν ερεβώδη τόπο για να ζει. Το ηλιοτρόπιο υπακούοντας στο φαινόμενο του φωτοτροπισμού στρέφει τον ανθό του πάντοτε προς τον ήλιο. Ο συγγραφέας υπακούοντας τους νόμους της ιδιάζουσας φωτοταξίας του έχει το πρόσωπό του βυθισμένο στο σκοτάδι. Το βλέμμα του τρεμοπαίζει ηδονικά στην ταχύτητα του σκαρδαμυγμού, η ψυχή του βουτάει στις λέξεις των μεγάλων ερώτων του. Δεν υπάρχει σκοτάδι χωρίς φως. Υπάρχει το φως που φυλαγμένο πρέπει να παραμείνει στο σκοτάδι. Το μαύρο αναγάλλιασμα του συγγραφέα στους κόσμους των βιβλίων των αγαπημένων του συγγραφέων μοιάζει με το απάγκιο που βρίσκει ο περιπλανώμενος, μες στο δριμύ ψύχος, ασκεπής. Αν κάτι έμαθε από τη ζωή ο συγγραφέας, είναι πως στη νύχτα ή μέσα στο προσωπικό σκότος μιας ταραγμένης ψυχής κρύβονται τα πιο μαύρα και τα πιο λαμπρά μαργαριτάρια. Λίθοι που περιμένουν έναν σωστό αλιευτή για ν' ανατείλουν. Είναι τόσο όμορφα και λαμπερά τα βλέμματα-ήλιοι αγάπης των ανθρώπων στο σκοτάδι, όσο να απορείς για τα ηλιοτρόπια που ψάχνουν το φως μέσα στην ημέρα.
Από τους λογοτέχνες, αυτών και αρκετών άλλων στοχαστών τη σκέψη ερωτεύτηκε ο συγγραφέας. Οταν τον άγγιξε η άβυσσος για να του διδάξει τη σοφία, τη διόραση και τη διάκριση, έφτιαξε έναν ερεβώδη τόπο για να ζει. Το ηλιοτρόπιο υπακούοντας στο φαινόμενο του φωτοτροπισμού στρέφει τον ανθό του πάντοτε προς τον ήλιο. Ο συγγραφέας υπακούοντας τους νόμους της ιδιάζουσας φωτοταξίας του έχει το πρόσωπό του βυθισμένο στο σκοτάδι. Το βλέμμα του τρεμοπαίζει ηδονικά στην ταχύτητα του σκαρδαμυγμού, η ψυχή του βουτάει στις λέξεις των μεγάλων ερώτων του. Δεν υπάρχει σκοτάδι χωρίς φως. Υπάρχει το φως που φυλαγμένο πρέπει να παραμείνει στο σκοτάδι. Το μαύρο αναγάλλιασμα του συγγραφέα στους κόσμους των βιβλίων των αγαπημένων του συγγραφέων μοιάζει με το απάγκιο που βρίσκει ο περιπλανώμενος, μες στο δριμύ ψύχος, ασκεπής. Αν κάτι έμαθε από τη ζωή ο συγγραφέας, είναι πως στη νύχτα ή μέσα στο προσωπικό σκότος μιας ταραγμένης ψυχής κρύβονται τα πιο μαύρα και τα πιο λαμπρά μαργαριτάρια. Λίθοι που περιμένουν έναν σωστό αλιευτή για ν' ανατείλουν. Είναι τόσο όμορφα και λαμπερά τα βλέμματα-ήλιοι αγάπης των ανθρώπων στο σκοτάδι, όσο να απορείς για τα ηλιοτρόπια που ψάχνουν το φως μέσα στην ημέρα.
Αυτό το βιβλίο είναι σ' ένα πολύ μικρό ποσοστό μια βιωματική και σ' ένα πολύ μεγαλύτερο μυθοπλαστική συλλογή διηγημάτων. Ο συγγραφέας του ανήκει στην ομάδα που πιστεύει πως μύθος δεν υπάρχει αν δεν υπάρχει το βιωμένο αντίστοιχό του. Μια σειρά βιωμένων εμπειριών είναι ο πυρήνας της κάθε ιστορίας. Η αραίωση των εμπειριών από τα αφηγματικά παιχνίδια είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να ξεδιαλύνεις τον μύθο από τα συμβάντα. Ο συγγραφέας για περίπου τρία χρόνια έζησε σαν περιπλανώμενος ηδονοθήρας. Μεγάλο πλήθος φαντασμάτων τον διεκδικούσε, βάδιζε γύρω του και κοιμόταν μ' αυτόν αγκαλιά στο κρεβάτι του. Οι άνθρωποι δήωναν το σώμα του, σώμα με τη σωματική του βούληση νεκρή. Σαν βρικόλακες τον πλησίαζαν και απομυζούσαν τη ζωτική του ψυχή, την ορμή του τής λίμπιντο. Στο τέλος, αφού καταφάγανε τις σάρκες του συγγραφέα, εκείνος απώλεσε για μεγάλη περίοδο το προσωπικό άρωμα τού δέρματός του και της ψυχής του. Η σάρκα του έγινε βορά σε ερωτομανείς υπηρέτες. Την έλιωσε όλη μέσα στην ηδυπάθειά του. Οπως οι φεβιωνίτες άγιοι, ξόδεψε όλο του το σπέρμα και το αίμα. Πλήρης σε απολαύσεις των αισθήσεων έγινε μόνο πνεύμα. Το σώμα του «νεκρό» και μυροβόλο έγινε ένδυμα για μια ψυχή που δέεται προς τον θεό. Τούτο το βιβλίο αποτελεί μια προσπάθεια του συγγραφέα να εξηγήσει αυτή την απελπισμένη τριετία της ζωής του.
Ο συγγραφέας έγραψε το βιβλίο του αυτό στον τάφο του μητροπολίτη Καλλίνικου. Ο τάφος αποτελείται από έναν δοξαστικό οβελίσκο αφιερωμένο στον θεό και μια λιτή ταφόπλακα, με χαραγμένα πάνω της τα στοιχεία του μητροπολίτη. Εγχάρακτες, επίσης, στην ταφόπλακα είναι οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου του μεγάλου ιερέα. Το πράσινο θρασομάνημα περιμετρικά του τάφου πηγάζει από τη γόνιμη γη της αγιότητας του πατέρα. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς η ύπαρξη της όασης στη μέση της άγριας πόλης που τη φιλοξενεί. Μόνο με την αποδοχή της αγιότητας του ενταφιασμένου μπορείς να καταλάβεις το παράδοξο της ύπαρξης της όασης στην «έρημο» του τσιμέντου και των εξωνημένων καρδιών των ανθρώπων της μικρής και άγριας πόλης. Ο συγγραφέας ξεκινούσε με τα τετράδιά του από το σπίτι του και βάδιζε προς τον τόπο της ταφής. Ηταν την ώρα που έπαιρνε να δύει ο ήλιος. Με το λυκόφως περνούσε το μικρό ενετικό κάστρο της πόλης του, προσπερνούσε κάτι αρχαία κτίσματα και έφτανε στη γαληνεμένη όαση. Τοποθετούσε τα τετράδιά του πάνω στον τάφο και έγραφε μέχρι αργά τη νύχτα. Το φως του καντηλιού, που κάποιος φρόντιζε κάθε πρωί να το ανάβει, ήταν αρκετό να φέγγει τα ανεξίτηλα σημάδια του συγγραφέα πάνω στις λευκές κόλλες χαρτιού. Ο συγγραφέας ένιωθε κάτι άνωθεν να μπλέκεται μέσα στα δάχτυλά του και τους κυκεώνες των σκέψεων του. Ασπάζεται απολύτως την άποψη του Αντρέ Ζιντ, την οποία διατυπώνει με σαφή τρόπο στο έργο του Paludes, λέγοντας πως εκείνο που τον ενδιαφέρει κυρίως από ένα έργο, είναι ότι μπήκε χωρίς τη θέληση του συγγραφέα του και το οποίο αποκαλεί «η μερίδα του Θεού». Αυτή τη διαπίστωση του Αντρέ Ζιντ ο συγγραφέας την έβλεπε να πραγματώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, εκεί, στον τάφο του μητροπολίτη.
Ο συγγραφέας σε αυτό το τελευταίο βιβλίο του εμφανίζεται πιο γαληνεμένος από ποτέ. Ο αναίτιος θυμός και κυνισμός των προηγούμενων βιβλίων γίνεται κατανόηση και αποδοχή για κάθε ανθρώπινη και φυσική εκδήλωση της κτίσης. Δεν τον ενδιαφέρει να σκιαμαχεί με τις προφητικές ενατενίσεις του. Περισσότερο θέλει να πείσει τον αναγνώστη για τη δύναμη της γλώσσας της αλήθειας. Μια γλώσσα που περιέχει με μοναδικό τρόπο την αγωνιστική ενέργεια όλων των αιματηρών και αναίμακτων εξεγέρσεων και μαχών στην ανθρώπινη ιστορία. Χωρίς περισπασμούς, ο συγγραφέας προσπαθεί να μιλήσει για αρχέτυπα του κόσμου, για την άπειρη φύση του «νεογέννητου» ανθρώπου και την προσπάθεια διατήρησης της φύσης αυτής μέσα στους περιορισμούς του κόσμου. Μια προσπάθεια που ευοδώνεται στη θεληματική μείωση του «εγώ» κάθε φορά που συναντάμε σύμπαντα άλλων ανθρώπων. Ο συγγραφέας μιλάει για τη θαυματουργή επιρροή μιας συγκλονιστικής, έστω και πρόσκαιρης, συνάντησης με κάποιον άγιο. Τα χρόνια που προηγήθηκαν της συγγραφής του βιβλίου προσπάθησε να βρει τον άγιο μέσα του και να καθυποτάξει τη δαιμονική του πλευρά. Καρπός αυτής της επίπονης ασκητικής είναι ετούτο το βιβλίο.
No comments:
Post a Comment