Ελευθεροτυπία, Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011
«Δεν σκεφτόμαστε όπως αναπνέουμε», είχε πει ο πάντα ερωτηματικός στοχαστής Κώστας Αξελός (26 Ιουνίου 1924-4 Φεβρουαρίου 2010), ο οποίος δεν ζητούσε να δώσει παγιωμένες και σαν έτοιμες από καιρό απαντήσεις στα ερωτήματα. «Να μην περιμένετε μία απάντηση για να τη βάλετε στην τσέπη σας», προέτρεπε το πολυπληθές ακροατήριό του, το οποίο στην πλειονότητά του απαρτιζόταν από νέες και νέους, οι οποίοι επιμόνως προσδοκούσαν έτοιμες λύσεις, τις «ηρωικές» εποχές, που κυριαρχούσαν ο μαρξισμός και ο φροϊδισμός.
«Η απάντηση είναι ερωτηματική, πιο ερωτηματική από την ερώτηση» ακουγόταν ο λόγος του ως απόφθεγμα και αντί ο Κώστας Αξελός να διαφωτίζει, συσκότιζε το νόημα και ακουγόταν η κατάρρευση της επικοινωνίας. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κινεζική σκέψη πάντοτε τον συγκινούσε, με φανερή και ανυπόκριτη προτίμηση στον φυσιοκράτη Λάο Τσε του «Τάο Τε Κινγκ» και όχι στον τεχνοκράτη Κομφούκιο των «Αναλέκτων».
«Στάσου εκεί που αρχίζει το σκοτάδι της ύπαρξης και φώναξε στο κενό. Σίγουρα θα σου απαντήσει». Αυτό το απόφθεγμα, που αποδίδεται στον Λάο Τσε, είναι η υπέρβαση των δυϊσμών, εν προκειμένω του φωτός και του σκότους ως αντιθετικών δυνάμεων. Η ένωσή τους είναι εκεί που σβήνει το ένα και ανάβει το άλλο. Ο λόγος αυτός δεν είναι εξουσιαστικός, θεσμικός. Είναι ανοιχτός, με ορίζοντα το παιχνίδι με όρους ανιδιοτέλειας, πριμοδοτεί τον ελεύθερο και αποκαθαρμένο από επιστημονικότητα, σχολαστικότητα και ακαδημαϊκότητα στοχασμό, με αλισίβα τον αρχαιοελληνικό Λόγο, με λάμδα κεφαλαίο. Η σκέψη του Κώστα Αξελού ανατρέχει στην ετυμολογική ερμηνεία της λέξης Λόγος, όπου σε μια λέξη ηχεί η μουσική της γλώσσας και η δομή της σκέψης.
Πάνω σ' αυτόν τον αργαλειό σκέψης υφαίνεται και ξηλώνεται το τελευταίο βιβλίο «Αυτό που επέρχεται, ιστορία μιας προσέγγισης» του Κώστα Αξελού, που θα κυκλοφορήσει, σε λίγες μέρες, και στα ελληνικά. Το μετέφρασε η επί τρεις δεκαετίες σύντροφός του, δημοσιογράφος και μεταφράστρια του έργου του Κατερίνα Δασκαλάκη και θα το εκδώσει ο κύριος εκδότης του, η «Εστία». Τον πρόλογο υπογράφει η διδάκτορας Σερβάν Ζολιβέ. Η πρωτότυπη έκδοση κυκλοφόρησε το 2009 στα γαλλικά, από τις εκδόσεις «Les Belles Lettres». Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε αριθμημένα από το 1 ώς το 342 αποσπάσματα, που είναι διατυπωμένα με τη μορφή του αφορισμού, εκεί όπου η σκέψη παιχνιδίζει, ανοιγοκλείνει ως σύγχρονος Ηράκλειτος.
Ο άνθρωπος ποτέ δεν απομακρύνθηκε από την επιθυμία του ουρανού, αλλά επειδή λόγω της βαρύτητας αναγκάζεται να πατάει πάνω στη γη, το κάλεσμα αυτό παραμένει μετέωρο. Γιατί δεν αφηνόμαστε στην ταλάντωσή του από έλλειψη τόλμης. Ετσι: «Αυτό το κάλεσμα κι άλλα καλέσματα που είναι η ηχώ του μας φαίνονται αόριστα, συγκεχυμένα, διάχυτα. Τα χαρακτηρίζει μια άκαμπτη αυστηρότητα».
Τι είναι το πολυπόθητο επερχόμενο; Τι σημαίνει το επέρχεσθαι; Πώς το παρόν προϋποθέτει το παρελθόν και αποτελεί σημείο εκκίνησης για το μέλλον; Η απάντηση: «Το μέλλον, ριζωμένο στο παρελθόν, διασχίζει απ' άκρου σ' άκρον το παρόν και μένει αυτό που είναι να έλθει, να προσεγγίσει, να επέλθει». Το επερχόμενο, χωρίς να έχει τίποτα ανθρωπομορφικό, μόνο του τρέχει, για να συναντήσει το σημείο ενότητας του παρελθόντος - παρόντος - μέλλοντος:
«Αυτή, όμως, η ενότητα, δεν είναι μία πρώτη και έσχατη εξουσία, επειδή μέσα σ' αυτό και απ' αυτό ακριβώς αναδύονται, κυριαρχούν και κατακρημνίζονται οι εξουσίες. Τόποι και εποχές του επερχόμενου, με συνέχεια και ασυνέχεια, εμπνέουν τις προσεγγίσεις αυτού που μας επερωτά, καθώς ορισμένες από τις προσεγγίσεις αυτές συνιστούν ισχυρές στιγμές που ανακύπτουν καλύπτοντας το σύνηθες τετριμμένο, το οποίο ούτε μπορεί ούτε θέλει να μας εγκαταλείψει εντελώς, το οποίο ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε να εγκαταλείψουμε εντελώς, επειδή είναι πολύ βαθιά κρυμμένα τα μυστικά της κοινοτοπίας». Δηλαδή, όταν προσπαθούμε να συλλάβουμε τα τρία σημεία του οριζόντιου χρόνου δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το γνωστό, το οποίο αν και τετριμμένο από τη χρήση του, ωστόσο δεν μπορούμε να το πετάξουμε από πάνω μας.
Ακούγεται συχνά ότι ζούμε το τέλος της Ιστορίας. Ο Κώστας Αξελός το διατυπώνει διαφορετικά, αλλά εννοεί το ίδιο πράγμα: «Ζούμε και πεθαίνουμε το πέρας των νέων χρόνων, ένα πέρας το οποίο πιθανώς θα διαρκέσει ακόμη πολύ. Υφιστάμεθα τη διαδικασία αυτή στην οποία και συμβάλλουμε, αυτός είναι ο ορίζοντάς μας και πρέπει ακριβώς πέρα απ' αυτόν τον ορίζοντα -και μάλιστα ξεπερνώντας την ιδέα του ορίζοντα- να κοιτάξουμε προς την κατεύθυνση αυτού που αναδύεται και προσεγγίζει, συλλαμβάνοντάς μας».
Εν τούτοις μας λείπει η αυτοσυνειδησία, αφού σκέψη και πράξη διαρκώς απομακρύνονται, με θύμα την ίδια τη ζωή μας: «Στραμμένοι προς τη σκέψη χωρίς να είμαστε ικανοί να κάνουμε ν' αναδυθεί εκείνο που πάντοτε είναι ζωντανό μέσα σ' αυτήν, στον καταναγκασμό μιας επικαιρότητας που οι ρυθμοί είναι όλο και πιο γρήγοροι, τυφλοί σ' αυτό που περισσότερο από του να είναι παρόν - απόν, υποδεικνύει ένα πέραν της παρουσίας και της απουσίας, συσκοτισμένοι από το προσερχόμενο και, ταυτοχρόνως, διστακτικοί απέναντι σ' αυτό που είναι να έλθει, σ' αυτό που έχει ανάγκη από μας και που θα παραμείνει πάντοτε ατελές, καθώς το μέτρο της τελειότητας δεν μπορεί παρά να λείπει, είμαστε, με δυο λόγια, και παραμένουμε αρκούντως κλειστοί στο άνοιγμα που ήδη προσφέρεται και που κρύβεται μαζί».
Η έννοια του επερχόμενου επανέρχεται στον ακροτελεύτιο στοχασμό με τον αρ. 342, που αποτελεί και την έξοδο από το «Αυτό που επέρχεται»: «Μετέωρα, λοιπόν, με και παρ' όλες τις μείζονες καταφάσεις, παραμένουν αυτό που προσεγγίζει, το ανείπωτο και το μυστικό του κενού συγχρόνως, ενώ το λέγειν και το πράττειν και αυτό που δεν μας εγκαταλείπει είναι αντιμέτωπα με το καθημερινό και το υπερκαθημερινό, και καμιά εικονικότητα δεν θα μπορέσει να κάνει έτσι ώστε αυτό που επέρχεται να μην είναι και να μη μένει μετέωρο».*
No comments:
Post a Comment