- Eξ αφορμης
- Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 26 Δεκεμβρίου 2010
Πολύ πριν από το Google Street View, η λογοτεχνία, πάντα ένα βήμα μπροστά από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ήξερε να καταγράφει και να αποτυπώνει την κίνηση στους δρόμους της μητρόπολης. «Ιδού κάποια κάλαντα που άκουσα να τραγουδούν στη Rue de Buci. Δεν γνωρίζω από πού προέρχονται. Εν πάση περιπτώσει, είναι πολύ αγροτικά κι όλο νοστιμιά», σημειώνει ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ το 1918 στον «Περιπατητή των δύο όχθεων. Οδοιπορικό στο Παρίσι», που παρουσιάζεται περίπου έναν αιώνα μετά και στα Eλληνικά (εκδ. Φαρφουλάς, σε μετάφραση, επιμέλεια και με εισαγωγή Ν. Σταμπάκη, απ’ όπου δεν λείπει και ο «δικός μας» Ζαν Μωρεάς), καθώς αιφνιδιάζει ευχάριστα την ούτως ή άλλως ισχνή εγχώρια βιβλιογραφία, η οποία έχει σταματήσει κάπου ανάμεσα στα «Παρισινά γράμματα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου και στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη» του Γ. Ν. Πεντζίκη.
Ο, τι πάντως, στα ίχνη του Απολλιναίρ, καταφέρνουν τα 3Β (Beaudelaire, Balzac, Benjamin), ν’ απλώσουν δηλαδή πάνω στον χάρτη της πόλης τη μεμβράνη της λογοτεχνίας και του δοκιμίου, ανοίγοντας τον δρόμο στους σουρεαλιστές (Μπρετόν, Αραγκόν), αλλά και τους «καταστασιακούς», το ωθεί στα άκρα ο Ζωρζ Περέκ με το «Εργαστήριο της δυνητικής λογοτεχνίας» (OuLiPo), συνθέτοντας το «Δοκίμιο για τον εντοπισμό ενός χώρου στο Παρίσι».
Στην Πλατεία του Αγίου Σουλπικίου, ο Περέκ επιδιώκει να «περιγράψει το σύνηθες: ό, τι δεν σημειώνει κανείς γενικά, αυτό που περνάει απαρατήρητο, που δεν έχει καμία σημασία, ό, τι συμβαίνει όταν δεν συμβαίνει τίποτα εκτός από τον χρόνο, τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα και τα σύννεφα», δηλαδή ό, τι σαράντα χρόνια μετά απορροφάει μέσω δορυφόρου η χοάνη του «παντογνώστη Google».
O «απόγονος του Απολλιναίρ» σημειώνει με ακρίβεια εντομολόγου επί τρεις μέρες από τρία διαφορετικά Café της γειτονιάς, ό, τι κινείται κι ό, τι δεν κινείται γύρω από το οπτικό του πεδίο. Οι καταγραφές του δομούνται πάνω σε τέσσερα μέρη: τη χαρτογράφηση και τις συντεταγμένες του χώρου, τη σημειο-κειμενική προσέγγιση (γράμματα της αλφαβήτου, σύμβολα, αριθμοί κ. λπ.) και τέλος, τα δίκτυα επικοινωνίας και συγκοινωνίας, με ιδιαίτερη αδυναμία στα λεωφορεία της γραμμής), κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει «ένα παιδί που τσουλάει το αυτοκινητάκι του στη βιτρίνα του Café (ελαφρύς θόρυβος)», αλλά κι ένα «σχέδιο μιας ταξινόμησης των ομπρελλών σύμφωνα με το σχήμα, τον τρόπο λειτουργίας, τα χρώματά τους, το υλικό τους…», σε μία προ-εθνογραφική προσέγγιση του αστεακού τοπίου ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία με έμφαση στις «μικρο-καταστάσεις».
Κλείνοντας τα βιβλία, ο αναγνώστης - περιπατητής επιστρέφει στη σημερινή Αθήνα, η οποία, παρά τον εορταστικό διάκοσμο και τις όποιες (μεγαλόπνοες ή ψευδεπίγραφες) παρεμβάσεις σχεδιάζονται, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ευρωπαϊκή μητρόπολη, όπως τον 19ο αιώνα δεν κατάφερε να γίνει «δεύτερο Μόναχο», παρά τον οθωνικό σχεδιασμό της «αθηναϊκής τριλογίας». Ομως, όπως ο Απολλιναίρ στα «Χριστούγεννα στη Rue de Buci» καταγράφει εξαντλητικά τα κάλαντα ως «τα πλέον ιδιάζοντα μνημεία της θρησκευτικής και λαϊκής παράδοσης», η πόλη επιστρέφει σαν μνήμη από οικογενειακές γιορτές και σχολικό αναγνωστικό. Κι αυτό στις μέρες μας δεν είναι πάντα αυτονόητο.
No comments:
Post a Comment