Η Αλκη Ζέη στοιχημάτισε με τον χρόνο και τη λογοτεχνία για τα παιδιά. Πέρασαν σαράντα επτά χρόνια από το πρώτο μυθιστόρημά της, «Το καπλάνι της βιτρίνας» του 1963, που εξακολουθεί να διαβάζεται και το 2010 σαν να σταμάτησε το ημερολόγιο.
Ο λογοτεχνικός κόσμος της «γιαγιάς» της παιδικής βιβλιοφιλίας απλώθηκε σαν θετική ενέργεια, που δεν λέει να ξεθυμάνει, μ' άλλα δύο πολυδιαβασμένα βιβλία της: τα «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» και «Κοντά στις ράγιες».
Το τελευταίο βιβλίο της, «Σπανιόλικα παπούτσια και άλλες ιστορίες» («Καστανιώτης»), αποτελείται από αυτοβιογραφικά θραύσματα, νοσταλγικά ενσταντανέ από το παρελθόν της, μικρά εγκώμια για χαμένους φίλους, πάντα με έμφαση στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Ανάμεσα στα πρόσωπα που περνούν σαν σε «ταμπλό βιβάν», οι Διδώ Σωτηρίου, Νίκος Καββαδίας, Πέλος Κατσέλης, Γιάννης Μαρής, Γιάννης Τσαρούχης.
«Για την Αντίσταση και τον Εμφύλιο αρχίσαμε να μιλάμε μόλις μετά τη μεταπολίτευση κι αυτό έγινε δειλά δειλά. Πολύ αργότερα, η λογοτεχνία τόλμησε να αγγίξει αυτά τα θέματα. Ετσι, υπάρχουν ακόμα πολλά κενά. Αλλά τώρα που καταλάγιασαν τα πάθη και τα μίση, θα ξεκαθαρίσουν πολλές σκέψεις και θα δούμε την αληθινή Ιστορία».
«Ο Γιώργος με τον Νίκο Γκάτσο έκαναν πολλή παρέα και ήταν για μας τα νεαρά κορίτσια πραγματικά ένα μεγάλο σχολείο να τους ακούμε να συζητούν για θέατρο, λογοτεχνία, ποίηση. Οσο για τους χαρακτήρες τους, ήταν τελείως διαφορετικοί. Αλλωστε η αδελφή μου κι εγώ ήμασταν η μέρα με τη νύχτα. Για να περιγράψω τους χαρακτήρες τους και τις διαφορές τους, δεν θα μου έφτανε ούτε μία σελίδα της εφημερίδας».
«Με είχε εντυπωσιάσει ως παρουσία. Δεν ήξερα τη φιλία της με τον Γιώργο, που κράτησε ώς τον θάνατό του. Βλέποντάς τους μια στιγμή τόσο κοντά, πίστεψα πως υπήρχε κάτι μεταξύ τους πέρα από φιλία. Ημουν έτοιμη να παραδώσω τα όπλα. Η σχέση μου με τον Γιώργο μόλις είχε ξεκινήσει και πήγαινα να πιστέψω αυτό για το οποίο με πείραζε η αδελφή μου. "Αλήθεια, τι σου βρίσκει!"».
«Για τον Κάρολο Κουν ένιωθα δέος. Η αφοσίωσή του στο θέατρο ήταν συγκλονιστική».
«Νιώθω μεγάλη αγάπη για το παρελθόν και δεν θέλω να ξεχάσω ούτε στιγμή από ό,τι έζησα. Δεν μένω όμως προσκολλημένη στο παρελθόν. Αντίθετα, η πορεία της ζωής μου με κάνει να κατανοώ καλύτερα το σήμερα».
«Οι προσδοκίες μου δικαιώθηκαν, γιατί ο σκοπός μου ήταν να συναντήσω τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Αλλο αν δεν βρήκα εκεί τον επίγειο Παράδεισο, όπως μας είχαν κάνει να πιστεύουμε. Ο Γιώργος, όμως, και οι από παλιά φίλοι που βρήκα εκεί, με στήριξαν και με βοήθησαν. Δεν μετάνιωσα για τίποτα».
«Τον πρώτο καιρό όλοι ήμασταν μια γροθιά και, άσχετα με το πού ανήκε κάποιος πολιτικά, αγωνιζόμασταν όλοι ενάντια στη χούντα. Η διχόνοια άρχισε με τη διάσπαση του κομμουνιστικού κόμματος. Φίλοι και σύντροφοι, που παλέψαμε μαζί σε δύσκολους καιρούς, δεν λέγαμε ούτε καλημέρα! Ευτυχώς που οι στενοί μας φίλοι κι εμείς ήμασταν στην ίδια αντιδογματική πλευρά».
«Εχω περάσει πολύ δύσκολους καιρούς στη ζωή μου. Παραδείγματος χάριν, όταν επί χούντας αυτοεξοριστήκαμε οικογενειακώς στο Παρίσι με δύο μικρά παιδιά και ελάχιστα οικονομικά μέσα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν κατανοώ τις δυσκολίες τις σημερινές, για όσους τις πρωτογνωρίζουν. Καταλαβαίνω και τον φόβο τους και την αγωνία τους. Κι όμως γι' αυτούς τους τρομαγμένους και απελπισμένους μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου, όταν ένα κατάμεστο θέατρο, κυρίως από νέα παιδιά, πήγε ν' ακούσει μία ηθοποιό να διαβάζει μία ραψωδία από την ομηρική "Ιλιάδα", στη συγκλονιστική μετάφραση του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη. Θέλω να ελπίζω...»
«Ως μια καλή συγγραφέα!» *
- Οι περισσότερες αυτοβιογραφικές σελίδες σας αναφέρονται στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου; Τι πιστεύετε, έχουμε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μας με αυτή την ιστορική περίοδο ή παραμένουν ακόμη ανοιχτοί;
«Για την Αντίσταση και τον Εμφύλιο αρχίσαμε να μιλάμε μόλις μετά τη μεταπολίτευση κι αυτό έγινε δειλά δειλά. Πολύ αργότερα, η λογοτεχνία τόλμησε να αγγίξει αυτά τα θέματα. Ετσι, υπάρχουν ακόμα πολλά κενά. Αλλά τώρα που καταλάγιασαν τα πάθη και τα μίση, θα ξεκαθαρίσουν πολλές σκέψεις και θα δούμε την αληθινή Ιστορία».
- Ο άνθρωπός σας ήταν ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνονοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου. Την ίδια ακριβώς εποχή που τον γνωρίζετε, η αδελφή σας συνδέεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο. Τι κοινά στοιχεία είχαν και σε ποια διέφεραν;
«Ο Γιώργος με τον Νίκο Γκάτσο έκαναν πολλή παρέα και ήταν για μας τα νεαρά κορίτσια πραγματικά ένα μεγάλο σχολείο να τους ακούμε να συζητούν για θέατρο, λογοτεχνία, ποίηση. Οσο για τους χαρακτήρες τους, ήταν τελείως διαφορετικοί. Αλλωστε η αδελφή μου κι εγώ ήμασταν η μέρα με τη νύχτα. Για να περιγράψω τους χαρακτήρες τους και τις διαφορές τους, δεν θα μου έφτανε ούτε μία σελίδα της εφημερίδας».
- Αναφέρεστε στην Ελένη Χατζηαργύρη, όταν έπαιζε τον ρόλο της Ρεβέκκας στο «Ρόσμερσχολμ» του Ιψεν, στο Θέατρο Τέχνης. Γιατί επιμένετε σ' αυτήν κι όχι σ' άλλη ηθοποιό; Μήπως, επειδή προς στιγμήν νομίσατε ότι είχε σχετιστεί με τον Σεβαστίκογλου;
«Με είχε εντυπωσιάσει ως παρουσία. Δεν ήξερα τη φιλία της με τον Γιώργο, που κράτησε ώς τον θάνατό του. Βλέποντάς τους μια στιγμή τόσο κοντά, πίστεψα πως υπήρχε κάτι μεταξύ τους πέρα από φιλία. Ημουν έτοιμη να παραδώσω τα όπλα. Η σχέση μου με τον Γιώργο μόλις είχε ξεκινήσει και πήγαινα να πιστέψω αυτό για το οποίο με πείραζε η αδελφή μου. "Αλήθεια, τι σου βρίσκει!"».
- Ο Κάρολος Κουν από τα χρόνια της Κατοχής, που τον πρωτογνωρίσατε, είχε κιτρινισμένα δάχτυλα από το τσιγάρο. Επίσης, σας έκανε εντύπωση ότι έβαζε τη δουλειά σε προτεραιότητα: «Είχε καταλάβει, φαίνεται, πως δεν ήμουν εμπόδιο στον Γιώργο και θα 'ρχόμουνα μετά τον Στανισλάφκσι, τον Βαχντάνγκοφ, τον Μέγερχολμ και τον Ταΐροφ», αναφέρετε. Τι εικόνα αποκομίσατε από τον Κουν;
«Για τον Κάρολο Κουν ένιωθα δέος. Η αφοσίωσή του στο θέατρο ήταν συγκλονιστική».
- Μεγαλώσατε σ' ένα αστικό σπίτι και σε μία πρώην αστική γειτονιά, Λευκωσίας και Λήμνου στην πλατεία Αμερικής. Στο σπίτι σας έρχονταν συχνά ο Πέλος Κατσέλης και ο Γιάννης Μαρής. Σήμερα, στα ίδια στενά περπατούν μαύροι μικροπωλητές. Νοσταλγείτε το παρελθόν; Τις μεταμορφώσεις τού σήμερα πώς τις αντιμετωπίζετε;
«Νιώθω μεγάλη αγάπη για το παρελθόν και δεν θέλω να ξεχάσω ούτε στιγμή από ό,τι έζησα. Δεν μένω όμως προσκολλημένη στο παρελθόν. Αντίθετα, η πορεία της ζωής μου με κάνει να κατανοώ καλύτερα το σήμερα».
- Η αυτοεξορία στην πρώην Σοβιετική Ενωση δικαίωσε τις προσδοκίες σας; Μήπως μετανιώσατε, καθώς οι πρώην σύντροφοί σας δεν σας αντιμετώπισαν ισότιμα;
«Οι προσδοκίες μου δικαιώθηκαν, γιατί ο σκοπός μου ήταν να συναντήσω τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Αλλο αν δεν βρήκα εκεί τον επίγειο Παράδεισο, όπως μας είχαν κάνει να πιστεύουμε. Ο Γιώργος, όμως, και οι από παλιά φίλοι που βρήκα εκεί, με στήριξαν και με βοήθησαν. Δεν μετάνιωσα για τίποτα».
- Με την έλευση της δικτατορίας επιλέξατε να ζήσετε στο Παρίσι. Πώς σας φέρθηκαν οι αυτοεξόριστοι Ελληνες; Λειτουργούσαν με όρους σύμπνοιας ή ασκούσαν το προσφιλές «σπορ» της φυλής μας, τη διχόνοια;
«Τον πρώτο καιρό όλοι ήμασταν μια γροθιά και, άσχετα με το πού ανήκε κάποιος πολιτικά, αγωνιζόμασταν όλοι ενάντια στη χούντα. Η διχόνοια άρχισε με τη διάσπαση του κομμουνιστικού κόμματος. Φίλοι και σύντροφοι, που παλέψαμε μαζί σε δύσκολους καιρούς, δεν λέγαμε ούτε καλημέρα! Ευτυχώς που οι στενοί μας φίλοι κι εμείς ήμασταν στην ίδια αντιδογματική πλευρά».
- Ολη αυτή η ανακατωσούρα, που έχει προκύψει τον τελευταίο χρόνο, δεν έχει δαγκώσει μόνο την τσέπη μας, αλλά και την ψυχολογία μας. Ποια είναι η δική σας αντιμετώπιση;
«Εχω περάσει πολύ δύσκολους καιρούς στη ζωή μου. Παραδείγματος χάριν, όταν επί χούντας αυτοεξοριστήκαμε οικογενειακώς στο Παρίσι με δύο μικρά παιδιά και ελάχιστα οικονομικά μέσα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν κατανοώ τις δυσκολίες τις σημερινές, για όσους τις πρωτογνωρίζουν. Καταλαβαίνω και τον φόβο τους και την αγωνία τους. Κι όμως γι' αυτούς τους τρομαγμένους και απελπισμένους μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου, όταν ένα κατάμεστο θέατρο, κυρίως από νέα παιδιά, πήγε ν' ακούσει μία ηθοποιό να διαβάζει μία ραψωδία από την ομηρική "Ιλιάδα", στη συγκλονιστική μετάφραση του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη. Θέλω να ελπίζω...»
- Οι μελλοντικές γενιές πώς θα θέλατε να σας θυμούνται;
«Ως μια καλή συγγραφέα!» *
No comments:
Post a Comment