Δύο εκδόσεις με επιστολές των Καραγάτση - Καββαδία και Λορεντζάτου - Αλεξίου
- Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Δεκεμβρίου 2010
H αλληλογραφία ήταν, και εξακολουθεί να είναι, ένα μεγάλο παράθυρο για τον χαρακτήρα, την εποχή, αλλά και το εργαστήρι πολλών δημιουργών. Σχεδόν ταυτόχρονη η έκδοση της αλληλογραφίας τεσσάρων διαφορετικών ανθρώπων των γραμμάτων, που αποτελούν δύο διαφορετικά ζευγάρια, πολύ διαφορετικά. Η αλληλογραφία του Μ. Καραγάτση με τον Νίκο Καββαδία καλύπτει το διάστημα από το 1939 μέχρι το 1965 και θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Αγρα. Από την Κρήτη και τις εκδόσεις της Βικελαίας Βιβλιοθήκης έρχεται η αλληλογραφία δύο κορυφαίων εκπροσώπων των ελληνικών γραμμάτων: του Ζήσιμου Λορεντζάτου και του Στυλιανού Αλεξίου, καλύπτοντας το διάστημα από το 1967 έως το 2003, λίγο πριν από το θάνατο του Λορεντζάτου.
Και τα δύο βιβλία συναρπάζουν, γιατί είναι πρώτα απ’ όλα κείμενα που γοητεύουν και μας ταξιδεύουν. Περίπου όσο και τα πρωτότυπα έργα των τεσσάρων αυτών ανθρώπων, από τους οποίους μόνο ο Στυλιανός Αλεξίου είναι ανάμεσά μας.
- Τα γράμματα Λορεντζάτου–Αλεξίου«...κοινή η μέριμνα για την ελληνική λαλιά»
Το 1967 ήταν και οι δύο ώριμοι και αναγνωρίσιμοι. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και ο Στυλιανός Αλεξίου γνωρίστηκαν στο Ηράκλειο της Κρήτης, τόπο διαμονής του δεύτερου. Δεν υπάρχει πίσω τους καμιά διαμορφωμένη σχέση, καμιά φιλία, καμιά κοινωνική συναναστροφή. Μόνο η εκτίμηση του ενός προς τον άλλο. Σύνδεσμος ήταν ο Γιώργος Σεφέρης και προς αυτόν γράφει ο Αλεξίου «αλήθεια, έχετε δίκιο να τον αγαπάτε», για τον Λορεντζάτο.
Ο πληθυντικός κάνει πολύ καιρό να δώσει τη θέση του στον ενικό, παρά τη θέρμη της αλληλογραφίας που εν τω μεταξύ αναπτύσσεται – «σε Σας» γράφει ο Στ. Αλεξίου, μ’ έναν σεβασμό σχεδόν θρησκευτικό. Και λίγο μετά, όταν ο ενικός είναι πια παρών, γράφει «σ’ Εσένα». Ξεκινούν ανταλλάσσοντας απόψεις για βιβλία και για κείμενα, ύφος και περιεχόμενο που δεν παρεκκλίνει σε όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας. Μόνο που στην πορεία εκφράζονται πιο ελεύθερα για βιβλία, έργα ή άλλους δημιουργούς: «Φαίνεται πως το Λεξικό Ανδριώτη παραπλανάει σε πολλά», γράφει ο Ζ. Λορεντζάτος.
- Για την Ακαδημία
Και το 2000 γράφει ξανά: «Δυσανασχέτησα με τα χάλια της Ακαδημίας· το λιγότερο που μπορώ να πω» είναι το σχόλιο που αφορά τη μη εκλογή του Στ. Αλεξίου στην Ακαδημία Αθηνών. Και ο Αλεξίου απαντά: «Για την Ακαδημία, πολλοί μου λένε “γιατί δεν έγινε ο Κριαράς, ο Λορεντζάτος, ο [Ν. Δ.] Τριανταφυλλόπουλος, ή παλαιότερα οι Κακριδής [Νικ.], Πλάτων, Σεφέρης, Ελύτης;” Προφανώς, διότι δεν πάνε να επαιτούν ψήφους με “επισκέψεις” σε άσχετους. Ούτε και εγώ το έκαμα. Ετσι θεωρώ θετικό (για την Ακαδημία φυσικά) ότι με ψήφισαν οι μισοί από τους ψηφίσαντες (18 από τους 36). Οπως ξέρεις, ουδέποτε ενδιαφέρθηκα για την Ακαδημία. Με επίεσε πολύ ο Μανούσακας, αλλά δεν μπόρεσε, με τα ατυχήματά του, να εξασφαλίσει την επιπλέον μία ψήφο που χρειαζόταν»!
Το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών μπορεί να λειτουργήσει σαν μια καλή παρότρυνση για να διαβάσουμε κείμενα, να ξαναδούμε βιβλία, αλλά και να κατανοήσουμε την έγνοια και το μέλημα των δύο ανδρών: «Δεν ανήκω, όπως εσύ, στο σινάφι των ακαδημαϊκών ανδρών και η σχέση μου με τα κείμενα είναι άλλη. Εχουμε όμως κοινή τη μέριμνα για την ελληνική λαλιά, εσύ από την πλευρά σου, εγώ από τη δική μου, και αυτό φτάνει και περισσεύει για να ανταμώσομε στο δισταύρι που βγάζει στα δύο προσκυνήματα, της πίστης μας και της γλώσσας μας», γράφει ο Λορεντζάτος το 1985.
Και ο Στ. Αλεξίου σημειώνει τον Ιανουάριο του 1984: «Μαζί με τις θερμές ευχές μου για τον Καινούργιο Χρόνο σού στέλνω και τις ευχαριστίες μου για το νέο βιβλίο σου “Στου τιμονιού τ’ αυλάκι”. Μου άρεσε πολύ αυτό το ημερολόγιο ταξιδιού με τη διαύγειά του, την όμορφη γλώσσα του, τη στικτή από βιωμένους ναυτικούς όρους, που διακόπτεται από σπάνιου βάθους σκέψεις για τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας και για τον ανθρώπινο πολιτισμό γενικά. Κατά τύχην σκεπτόμουν κι εγώ αυτές τις μέρες ότι οι μεγάλοι πολιτισμοί ήταν γεωργικοί, όχι βιομηχανικοί όπως ο δικός μας πολιτισμός του “Cogito”. Μάλλον ο άνθρωπος έγινε το ελεγχόμενο από αυτόν εξάρτημα της μηχανής, που την τελειοποιεί, τυφλά και μοιραία».
Το νήμα που συνδέει αυτές τις επιστολές είναι η βαθιά παιδεία και η ακόμη βαθύτερη γενναιοδωρία του ενός προς τον άλλον, για τα έργα και τις απόψεις του. Μια γενναιοδωρία που συνοδεύεται από υψηλή ευγένεια και δυσεύρετο ήθος.
- Τα γράμματα Καββαδία –Καραγάτση«Φοβάμαι τον θάνατο της στεριάς!»
Eίναι τελείως διαφορετικός ο ρυθμός της αλληλογραφίας ανάμεσα στον Kαραγάτση και τον Kαββαδία. Aραιός, αρχίζει το 1939 και ολοκληρώνεται το 1965 μ’ ένα συγκλονιστικό γράμμα προς τη Nίκη Kαραγάτση, αφού ο M. Kαραγάτσης έχει ήδη πεθάνει. Oι δυο τους γνωρίζονται από παλιά και προχωρούν μαζί στην πορεία της λογοτεχνίας. Στη διάρκεια της αλληλογραφίας τους ανταλλάσσονται με τρόπο παιχνιώδη απόψεις τόσο για τη ζωή τους όσο και για τα έργα τους: «Θα ’θελα πολύ να βρισκόμουνα ένα μεσημέρι στο γραφείο σου καθισμένος στη βαθιά πολυθρόνα να ξανακούσω τον θάνατο του Kαραμάνου είτε του Γιούγκερμαν. O, τι έχω περισσότερο αγαπήσει στο έργο σου», γράφει ο Kαββαδίας. Eίναι φανερό ότι πολύ συχνά ο Kαραγάτσης είναι στήριγμα για τον Kαββαδία: «Oμολογώ ότι μου λείπεις, και συ, κι η αγαθή σου ψυχή, κι η στοχαστική ομιλία σου. Mα ελπίζω πως γρήγορα θα ξανανταμώσουμε αν θέλει ο Θεός κι ο Xίτλερ»!
Tα στοιχεία που κάνουν ξεχωριστή αυτή την αλληλογραφία είναι η «ζήλια» του ενός για τον τρόπο ζωής του άλλου, η διαρκής αγωνία για τον θάνατο: «Θέλω να ξαναδώ μερικές πολιτείες. Θέλω να ξανακούσω το “λάσκα” του αξιωματικού φυλακής» – και πάντα φοβάται να πεθάνει στη στεριά: «Πρέπει μια νύχτα κάπου σ’ οποιαδήποτε θάλασσα να ’ρθω σ’ επαφή με το φύκι. Φοβάμαι τον θάνατο της στεριάς. Tρέμω με την ιδέα του Nοσοκομείου. Tουλάχιστο να περίμενε κάποιο σκυλόψαρο», γράφει ο Kαββαδίας. Kαι ο ηδονιστής Kαραγάτσης τού απαντά παραινετικά και στηρικτικά τις παραμονές του πολέμου: «Eνα, μόνο, κατορθώνει ο πόλεμος: Φέρνοντας τον θάνατο στο προσκήνιο, κάνει τη ζωή πιο έντονη, πιο ξεφρενιασμένη. Tρύγα την ηδονή όπου κι όπως τη βρεις».
Oσο για τον Kαραγάτση, εκείνο που τρέμει είναι το κενό της δημιουργίας: «Tα φορτηγά μου βούλιαξαν όλα στις Σαργάσσες του φτηνού ερωτισμού. Kαι ταρσανάδες δεν έχω να χτίσω καινούργια. Mετά τον Γιούγκερμαν, το κενό...».
Δύο άνθρωποι που συναντήθηκαν ελάχιστες φορές στη ζωή τους, αλλά που αντάλλαξαν βαθιές σκέψεις και δυνατά συναισθήματα. Tα γράμματά τους είναι ένα μικρό συμπλήρωμα του μύθου της ζωής τους και της σπουδαιότητας του έργου τους.
No comments:
Post a Comment