Η κρίση στην Παιδεία και την Οικονομία πλήττει, όχι μόνο την αγορά, αλλά και τη συγγραφή του βιβλίου, αφού, χρόνια τώρα, δεν φροντίσαμε να διαλυθεί μια παρεξήγηση που κινδυνεύει να ριζώσει για τα καλά και η οποία καταργεί τη διάκριση αυθεντικής και δήθεν λογοτεχνίας.
Γι' αυτό φταίνε, ίσως, και οι λάτρεις της λογοτεχνίας, που δεν θεωρούν απαραίτητο να εξηγήσουν τι είδους ευχαρίστηση δοκιμάζουν διαβάζοντας αυθεντικά λογοτεχνικά έργα. Μπορεί να έχουν δίκιο: τα μεγάλα έργα κανείς δεν μπορεί να σου τα επιβάλει, τα ανακαλύπτεις, ψάχνοντας. Από την άλλη, ίσως κρίνουν αφ' υψηλού, με ματιά αλαζονική. Γιατί κανείς δεν βγαίνει να ψάξει, αν δεν υπάρξει κάποιο έναυσμα που να τον σπρώξει να εγκαταλείψει την πεπατημένη για το άγνωστο.
Το άγνωστο, φυσικά, δεν είναι στα βιβλία με τις γρήγορες θεαματικές πωλήσεις, που τα ξετινάζεις μέσα σε μία μέρα και που γι' αυτό δεν αντέχουν στον χρόνο, αλλά σ' εκείνα που δυσκολεύεσαι στην αρχή να ακολουθήσεις τον δρόμο που σου ανοίγουν. Τέτοια κείμενα που προς στιγμή μας ξεβολεύουν, για να μας οδηγήσουν σιγά σιγά σ' έναν τόπο άγνωστο για μας, μέχρι τότε· μας δημιουργούν την όρεξη για πράγματα ουσίας, διευρύνουν τον νοητικό μας ορίζοντα, κάτι γίνεται και αρχίζουν να ζωντανεύουν πολύτιμα κέντρα του εγκεφάλου που η καθημερινή λογιστική τα έσυρε στην κατατονία.
Αντιθέτως, τα λογοτεχνικά κατασκευάσματα που καταναλώνονται μόλις κυκλοφορήσουν, δεν είναι τόσο αθώα όσο νομίζαμε, γιατί βοηθούν τη μαζική κουλτούρα να εισβάλει στην κουλτούρα που διαχρονικά δημιουργεί ένας λαός για να πάρει τη θέση της, με αποτέλεσμα να συνεργούν στην αλλοτρίωση και στη χειραγώγησή του.
Εν μέσω κρίσης, λοιπόν, που ενδέχεται να αναγκάσει τους εκδότες να ενδιαφερθούν ακόμη περισσότερο για την ευπώλητη, πλην, όμως, δήθεν λογοτεχνία, δεν θα έβλαπτε να γράφονταν έστω και λίγες γραμμές για γνήσια έργα της ποίησης και της πεζογραφίας, που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στο εμπόριο και που όταν εξαντληθούν, κινδυνεύουν να μην επανεκδοθούν. Γιατί καθώς το γλωσσικό αισθητήριο ατονεί συνεχώς, με τον κίνδυνο να εκλείψει, ενδέχεται, μέσα στην τόση ευπώλητη σαβούρα, η επανέκδοση έργων της τέχνης του λόγου να κριθεί απολύτως ασύμφορη. Το αμέσως επόμενο βήμα σ' αυτή την πτωτική πορεία των αξιώσεών μας θα ήταν να κριθεί ασύμφορη και η λειτουργία των δημόσιων βιβλιοθηκών.
Σε μια τόσο δυσοίωνη προοπτική ενδέχεται το κοινό που διάβαζε με ευχαρίστηση, πριν από χρόνια, κείμενα του Κόντογλου ή του Θράσου Καστανάκη, ή μυθιστορήματα, όπως λ.χ. τη Διασπορά ή το Πλατύ ποτάμι του Μπεράτη, του Μαξ Φρις Το όνομά μου ας είναι Γκαντενμπάιν ή το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ, σήμερα, και πολύ περισσότερο αύριο, να μην τα αγοράσει ούτε να τα διαβάσει, ακόμη κι αν τυχαία ξετρυπώσει, από κάποιο ράφι βιβλιοπωλείου, την επανέκδοσή τους Δεν είναι που άλλαξαν οι καιροί και τα γούστα. Είναι που υποβαθμίστηκαν τόσο πολύ η έννοια του κριτηρίου και το αίσθημα του ωραίου μέσα στον σημερινό τεχνοκρατούμενο κόσμο, που κατά πάσα πιθανότητα μόνον αθλιότητες θα μπορούμε πλέον να λέμε, να ακούμε, να κάνουμε ή να παθαίνουμε.
Αν πρέπει, επομένως, να αναρωτηθούμε για το τι μεσολαβεί και η αυθεντική λογοτεχνία κινδυνεύει να γίνει κι αυτή είδος υπό εξαφάνιση, θα πρέπει, εκτός των άλλων, να συμπεριλάβουμε στον κατάλογο των αιτίων και τον ρόλο που παίζει η δήθεν λογοτεχνία εκούσα-άκουσα στη χειραγώγηση του αναγνωστικού κοινού και της κοινωνίας ευρύτερα. Οι νεότεροι λ.χ. αναγνώστες, ενώ συνεχίζουν κι αυτοί να διαβάζουν, δεν ξέρουν πια τι είναι καλό να διαβάσουν, μαθημένοι στις ευκολίες της μαζικής κουλτούρας που χωνεύει αδιακρίτως τα πάντα. Το πνεύμα της μαζικότητάς της τη μόνη αριστοκρατία που μπόρεσε και εξαφάνισε είναι αυτή των ελεύθερων πνευμάτων, πράγμα που τείνει να καταστρέψει όλα όσα μεσολαβούν για την διάπλαση ήθους και γούστου.
Γιατί, κρίνοντας την ποιότητα με κριτήριο την εμπορικότητα, η μαζική κουλτούρα μετατρέπει τους αναγνώστες σε θύματά της. Αντί να ενισχύσει την κρίση τους, καταπατά την κριτική δύναμή τους, ώστε να μην μπορούν να διακρίνουν το αυθεντικό από το ψεύτικο, το ουσιαστικό από το ανούσιο, το ευτελές από το άξιο λόγου, ούτως ή άλλως δυσδιάκριτα χάρη στις υψηλές επιδόσεις της τεχνικής.
Με τα κατασκευάσματα που προσποιούνται τις λογοτεχνικές δημιουργίες, θα νόμιζε κανείς ότι συμβαίνει ό,τι και με τις ψεύτικες τσάντες που προσποιούνται τις ακριβές· διαβάζοντάς τα, ο αναγνώστης γλιτώνει κόπο, όπως και ο καταναλωτής αγοράζοντας τες γλιτώνει χρήματα. Οτι το χρήμα είναι το κατ' εξοχήν τέχνημα αποφυγής του κόπου και του χρόνου που απαιτούν όλα τα δύσκολα εγχειρήματα, των καλλιτεχνικών μη εξαιρουμένων, είναι πια σ' όλους γνωστό. Γλιτώνοντας κόπο και χρόνο, γλιτώνουμε, σωματική και ψυχική καταπόνηση και μαζί όλα εκείνα τα πολύτιμα που δύσκολα κτώνται, συμπεριλαμβανομένης της παιδείας, της αισθητικής απόλαυσης, της ευαισθησίας.
Με αυτήν τη διάθεση, είτε εκδίδουμε πλοκές που βοηθούν τους αναγνώστες να σκοτώσουν απλώς και μόνον την ώρα τους είτε τους λέμε παραμύθια που διεγείρουν τη νάρκη τους· και στις δύο περιπτώσεις, τους οδηγούμε στην αποβλάκωση που προκαλεί ανασφάλεια. Μύρια όσα κακά έπονται. Γιατί θέλει πολύ χρόνο για να γίνεις νοήμων και ευαίσθητος. Και μόνον το ένα δέκατο, ίσως, και λιγότερο αυτού του χρόνου αρκεί για να γίνει κανείς απαθής και ανόητος.
Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείνει κανείς ότι δεν είναι τόσο εύκολο να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το ψεύτικο ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό μας, αφού οι ίδιοι άνθρωποι ζούμε στιγμές αληθινές και άλλες, ψεύτικες. Εδώ μπορεί να θυμίσει κανείς ότι, αντίθετα με την ύπαρξη μας που τη σέρνουμε ή την πλάθουμε έως την τελευταία στιγμή, μέσα σε ωραίες και άθλιες καταστάσεις, για τη δημιουργία ενός έργου λογοτεχνίας την αποκλειστική ευθύνη την έχει ο δημιουργός του, και πως το έργο, κόντρα στις δικές μας φενάκες, ολοκληρώνεται, δεν διορθώνεται , δεν ξεγίνεται και δεν ξαναγίνεται.
ΥΓ.: Αφορμή να σκεφτώ την ανάγκη να γράφονται μικρά σημειώματα για μεγάλα έργα της λογοτεχνίας στάθηκε άρθρο που υποστήριζε πόσο κακός συγγραφέας υπήρξε ο Βικτόρ Ουγκό. Διαβάζοντάς το, απόρησα πώς είναι δυνατόν τα τόσα αισθήματα που προκάλεσε αυτό το θρυλικό βιβλίο σε τόσες γενιές αναγνωστών, και τις τόσο θετικές κριτικές που αφιέρωσαν στον Ουγκό μεγάλοι δημιουργοί, από τον Μποντλέρ, τον Βαλερί, κ.ά., ο συγγραφέας του άρθρου να τα αντιπαρέρχεται τόσο εύκολα; *
No comments:
Post a Comment