Καρδινάλιοι στην Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού. «Η εκδοχή του Ευαγγελίου που πρόσφερε η Β' Σύνοδος του Βατικανού διαθέτει ανθρώπινο και πολιτικό βάρος» γράφει ο Τέρι Ιγκλετον... Ο βρετανός λογοτεχνικός κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον υπερασπίζεται τη χριστιανική πίστη απέναντι στους νεοαθεϊστές. [της ΛΑΜΠΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΕΛΗ, ΤΟ ΒΗΜΑ: 18/12/2011]. «Σε µια εποχή που η πολιτική Αριστερά βρίσκεται σε δεινή ανάγκη για καλές ιδέες, ο λόγος της θρησκείας θα µπορούσε να προσφέρει πολύτιµες εναισθητικές γνώσεις για την ανθρώπινη χειραφέτηση» υποστηρίζει ο κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον. Βρετανός της εργατικής τάξης ο οποίος ανατράφηκε ως κοινός ρωµαιοκαθολικός ιρλανδικής καταγωγής, µε το βιβλίο του Λογική, πίστη και επανάσταση εµφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής της θρησκευτικής πίστης, εν προκειµένω της χριστιανικής, απέναντι στη νέα σχολή ενός µανικού αθεϊσµού, που εντοπίζεται στα πρόσωπα και στα κείµενα του βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς και του δηµοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς – του διδύµου «Ντίτσκινς», όπως τους αποκαλεί χάριν συντοµίας.
Στη µετανεωτερική εποχή η θρησκεία βρίσκεται παντού σε άνοδο, το ενδιαφέρον όµως είναι ότι ξαναγίνεται δηµόσια και συλλογική και τείνει συχνά να πάρει πολιτική µορφή – φαίνεται πως είναι πάλι έτοιµη να ξεσηκώσει και να σκοτώσει. Κοσµικοί διανοούµενοι τύπου Ντίτσκινς ανασκουµπώθηκαν για να πολεµήσουν αυτό το σκοτεινό, ανορθολογικό πρόσωπο της θρησκείας.
Ο Ιγκλετον δεν αρνείται ότι η θρησκεία έχει υπάρξει µια «βρωµερή ιστορία µισαλλοδοξίας,δεισιδαιµονίας, ευσεβών πόθων και καταπιεστικής ιδεολογίας» και ότι ο χριστιανισµός έχει προδώσει τις επαναστατικές του καταβολές περνώντας από το πλευρό των απόκληρων στο πλευρό ψευδόµενων πολιτικών, διεφθαρµένων τραπεζιτών και φανατικών νεοσυντηρητικών. Εκείνο όµως που πυροδοτεί την πολεµική τού αταλάντευτου µαρξιστή Ιγκλετον είναι το γεγονός ότι οι πολέµιοι του θρησκευτικού φονταµενταλισµού δεν ασκούν καµία κριτική στον παγκόσµιο καπιταλισµό, ο οποίος δηµιουργεί τα αισθήµατα άγχους και ταπείνωσης που τρέφουν τον φονταµενταλισµό. Πολύ βολικά, οι κληρονόµοι του φιλελευθερισµού και του ∆ιαφωτισµού ξεχνούν ότι έχουν επίσης προδώσει τις θεωρητικές τους διακηρύξεις, όπως αποδεικνύουν η βίαιη υπεξαίρεση της ελευθερίας και της δηµοκρατίας στο εξωτερικό, ο ρατσισµός, η αποικιοκρατία, οι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι, η Χιροσίµα, το απαρτχάιντ, η υποταγή στους σκοπούς του εµπορικού κέρδους.
Επιστρατεύοντας στο οπλοστάσιό του θεολόγους, πολιτικούς επιστήµονες, ιστορικούς, φιλοσόφους και λογοτέχνες, από τον Θωµά τον Ακινάτη ως τον Μαρξ, τον Φρόιντ, τον Λακάν, τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, τον Τσαρλς Τέιλορ, τον Αλέν Μπαντιού, τον Μίλτον και τον Τόµας Μαν, ο Ιγκλετον τονίζει ότι οι σχέσεις µεταξύ γνώσης και πίστης είναι περίπλοκες, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγµατα τα οποία δεν παραµερίζουν το ένα το άλλο. Η φανατική θρησκευτική πίστη της µετανεωτερικής εποχής άνθησε ακριβώς επειδή η λογική έγινε υπερβολικά κυριαρχική και εργαλειακή, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να ευδοκιµήσει στο έδαφός της ένα έλλογο είδος πίστης. Αυτός όµως δεν είναι λόγος για να αρνηθούµε την πίστη εξ ολοκλήρου.
Το όραµα του φιλελεύθερου ανθρωπισµού για ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι εφικτό, καταλήγει ο Ιγκλετον, µόνο µέσω της αντιµετώπισης του χειρότερου εαυτού µας µέσα από µια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης και ριζικής αναδηµιουργίας, µια διαδικασία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά, «τραγικούανθρωπισµού». Η θρησκεία, εκτιµά ο βρετανός θεωρητικός, θέτει ερωτήµατα για ζωτικά ζητήµατα, για τον θάνατο, τον πόνο, την αγάπη, την αυτοαλλοτρίωση, για τα οποία η σηµερινή κοινωνία και η πολιτική σιωπούν και ο Ιγκλετον αποφασίζει εδώ να κηρύξει το τέλος σε αυτή την «πολιτικά παραλυτική συστολή».
Στη µετανεωτερική εποχή η θρησκεία βρίσκεται παντού σε άνοδο, το ενδιαφέρον όµως είναι ότι ξαναγίνεται δηµόσια και συλλογική και τείνει συχνά να πάρει πολιτική µορφή – φαίνεται πως είναι πάλι έτοιµη να ξεσηκώσει και να σκοτώσει. Κοσµικοί διανοούµενοι τύπου Ντίτσκινς ανασκουµπώθηκαν για να πολεµήσουν αυτό το σκοτεινό, ανορθολογικό πρόσωπο της θρησκείας.
Ο Ιγκλετον δεν αρνείται ότι η θρησκεία έχει υπάρξει µια «βρωµερή ιστορία µισαλλοδοξίας,δεισιδαιµονίας, ευσεβών πόθων και καταπιεστικής ιδεολογίας» και ότι ο χριστιανισµός έχει προδώσει τις επαναστατικές του καταβολές περνώντας από το πλευρό των απόκληρων στο πλευρό ψευδόµενων πολιτικών, διεφθαρµένων τραπεζιτών και φανατικών νεοσυντηρητικών. Εκείνο όµως που πυροδοτεί την πολεµική τού αταλάντευτου µαρξιστή Ιγκλετον είναι το γεγονός ότι οι πολέµιοι του θρησκευτικού φονταµενταλισµού δεν ασκούν καµία κριτική στον παγκόσµιο καπιταλισµό, ο οποίος δηµιουργεί τα αισθήµατα άγχους και ταπείνωσης που τρέφουν τον φονταµενταλισµό. Πολύ βολικά, οι κληρονόµοι του φιλελευθερισµού και του ∆ιαφωτισµού ξεχνούν ότι έχουν επίσης προδώσει τις θεωρητικές τους διακηρύξεις, όπως αποδεικνύουν η βίαιη υπεξαίρεση της ελευθερίας και της δηµοκρατίας στο εξωτερικό, ο ρατσισµός, η αποικιοκρατία, οι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι, η Χιροσίµα, το απαρτχάιντ, η υποταγή στους σκοπούς του εµπορικού κέρδους.
Επιστρατεύοντας στο οπλοστάσιό του θεολόγους, πολιτικούς επιστήµονες, ιστορικούς, φιλοσόφους και λογοτέχνες, από τον Θωµά τον Ακινάτη ως τον Μαρξ, τον Φρόιντ, τον Λακάν, τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, τον Τσαρλς Τέιλορ, τον Αλέν Μπαντιού, τον Μίλτον και τον Τόµας Μαν, ο Ιγκλετον τονίζει ότι οι σχέσεις µεταξύ γνώσης και πίστης είναι περίπλοκες, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγµατα τα οποία δεν παραµερίζουν το ένα το άλλο. Η φανατική θρησκευτική πίστη της µετανεωτερικής εποχής άνθησε ακριβώς επειδή η λογική έγινε υπερβολικά κυριαρχική και εργαλειακή, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να ευδοκιµήσει στο έδαφός της ένα έλλογο είδος πίστης. Αυτός όµως δεν είναι λόγος για να αρνηθούµε την πίστη εξ ολοκλήρου.
Το όραµα του φιλελεύθερου ανθρωπισµού για ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι εφικτό, καταλήγει ο Ιγκλετον, µόνο µέσω της αντιµετώπισης του χειρότερου εαυτού µας µέσα από µια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης και ριζικής αναδηµιουργίας, µια διαδικασία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά, «τραγικούανθρωπισµού». Η θρησκεία, εκτιµά ο βρετανός θεωρητικός, θέτει ερωτήµατα για ζωτικά ζητήµατα, για τον θάνατο, τον πόνο, την αγάπη, την αυτοαλλοτρίωση, για τα οποία η σηµερινή κοινωνία και η πολιτική σιωπούν και ο Ιγκλετον αποφασίζει εδώ να κηρύξει το τέλος σε αυτή την «πολιτικά παραλυτική συστολή».
No comments:
Post a Comment