Στο κινηματογραφικό σινάφι ο Λάκης Παπαστάθης είναι πρόσωπο γνωστό. Δίνει το αρχικό του στίγμα ως νεαρός «μικρομηκάς» (στην πρώτη εκείνη θητεία - μαθητεία ξεχωρίζουν τα «Γράμματα από την Αμερική» το 1972) και ως ανήσυχος παραγωγός: συνιδρύει το 1970 την εταιρεία Cinetic προωθώντας το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ με σειρά πολιτιστικών εκπομπών, από τις οποίες το «Παρασκήνιο» καταγράφει σταθερά και υπεύθυνα από το 1976 έως σήμερα την ελληνική πνευματική ζωή. Θεατρόφιλος, συμμετείχε σε αρκετά πειράματα μεικτού θεάματος, συνδυάζοντας τον κινηματογραφικό με τον σκηνικό είτε τον μουσικό λόγο (συμπράττοντας π.χ. με την ομάδα του Ελεύθερου Θεάτρου ή με τον Δ. Σαββόπουλο στα πρώτα πολυθεάματά του). Αργότερα ξεδιπλώνει τη δική του μυθολογία με τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους («Τον καιρό των Ελλήνων» 1981, «Θεόφιλος» 1987, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» 2001, «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» 2010).
Γεννημένος στον Βόλο (1943) και μεγαλωμένος στη Μυτιλήνη (κάνει αντίστροφα το ταξίδι του Θεόφιλου από τη Μυτιλήνη στον Βόλο), έρχεται στην Αθήνα μετά το τέλος του γυμνασίου και ανδρώνεται στο καλλιτεχνικό κλίμα της δεκαετίας του '60: βιβλία, ταινίες, παραστάσεις, συζητήσεις, ιδεολογικές ανησυχίες οξύνουν και οργανώνουν την ευαισθησία του. O φιλμικός του λόγος δείχνει το υπόστρωμα των διαβασμάτων και των προβληματισμών του. Ομολογεί ότι ξεκίνησε να κάνει κινηματογράφο επηρεασμένος από τη λογοτεχνία και πως, τελευταία, κάνει λογοτεχνία καθορισμένη από τον κινηματογραφικό τρόπο αφήγησης. Η συνήθεια της γραφής άρχισε παράλληλα με το γύρισμα του Βιζυηνού του και απέδωσε τα αφηγήματα του πρώτου βιβλίου («Η νυχτερίδα πέταξε», 2002). Εικόνες του παρελθόντος ανασύρονται από αλλοτινούς βιορυθμούς και αντικρύζονται με αποτυπώσεις ακριβείας του παρόντος. Εκπληξη για την είσοδο του κινηματογραφιστή στα χωράφια της λογοτεχνίας - αναμενόμενο βήμα για όσους παρακολουθούσαν την πορεία του από τον λόγο στην εικόνα, από το πλάνο στην αφήγηση. Επόμενη σοδειά, τα διηγήματα της «Ησυχης» (2005) με την ίδια εμμονή στην ανάδειξη της λεπτομέρειας, την τοποσήμανση αγαπημένων χώρων, την αναφορά σε φίλους που χάθηκαν, σε ιστορίες βιωμένες ή αναδιηγημένες.
Τα δεκαεννέα κείμενα του παρόντος τόμου ανοιγοκλείνουν και πάλι το διάφραγμα της αφήγησης αναπολώντας διαλυμένες συντροφιές, μετρώντας απόντες, συλλογικές προσπάθειες και μοναχικά αδιέξοδα. Τα περισσότερα διατηρούν τον χαρακτήρα του στιγμιότυπου, της ακαριαίας καταγραφής μιας σκηνής με διεσταλμένο ωστόσο το προοπτικό βάθος της. Η πειθαρχημένη προετοιμασία για έναν θεατρικό ρόλο βρίσκεται στον πυρήνα του εκτενέστερου αφηγήματος (τιτλοφορώντας και ολόκληρο το βιβλίο) δίνοντας τον τόνο του καλλιτεχνικού βιώματος στις ποικίλες εκδοχές του: μαρτυρίες και ιστορίες του προσκηνίου και του παρασκηνίου, εστιασμένες στη φευγαλέα μαγεία του σκηνικού συμβάντος που ενδέχεται να έχει μέλλοντα διαρκείας• μνήμες ερασιτεχνικών θιάσων στο νησί, δροσερά χρόνια του Ελεύθερου Θεάτρου στο Αλσος Παγκρατίου, βραδιές στον «Μαγεμένο Αυλό» με ιερουργό τον Χατζιδάκι, συνεστιάσεις γύρω από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τελετές πένθους για όσους (πολλούς) έφυγαν, επιφανείς και αφανείς - άλλωστε το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη της Αρτεμούλας Δαμιανού, συντρόφου του σκηνοθέτη της «Ευδοκίας».
Κιβωτός αναμνήσεων; Νέκυια; Θα μπορούσε κανείς να το δει και έτσι. Είναι πάντως καρεδάκια από το ντοκιμαντέρ μιας πλούσιας ζωής, με χαρές και λύπες, στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να γίνεται θεατής της ζωής των άλλων, ενίοτε και της δικής του.
No comments:
Post a Comment