- 60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΔΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ
Στις 31 Αυγούστου του 1941 η Μαρίνα Τσβετάγιεβα κρεμάστηκε από την αγχόνη που είχε από καιρό ετοιμάσει
Κι επέζησα μαθαίνοντας τα φωτεινά περάσματα/ Εκεί που οι φλόγες σου δαγκώνουν τους μηρούς μου/Και τα πλευρά μου οι ρόδες σου συνθλίβουν/ Μια τέτοια γυναίκα δεν ντρέπεται να πεθάνει./Μια τέτοια γυναίκα ήμουν κι εγώ.
Ann Sexton (1960)
Στις 31 Αυγούστου του 1941, στη μακρινή Γιελαμπούκ της παγωμένης Σιβηρίας, μια εξαθλιωμένη γυναίκα κρεμάστηκε από την αγχόνη που είχε από καιρό ετοιμάσει: η Μαρίνα Τσβετάγιεβα.
Η ζωή τής Τσβετάγιεβα υπήρξε μια ζωντανή μαρτυρία κατά του ολοκληρωτισμού (1892-1941), μια υπόμνηση του πόσο η ανθρωπότητα κρύβει κάτω από απόλυτους δρόμους για τον (θρησκευτικό, πολιτικό, οικονομικό, ερωτικό) «παράδεισο» την πιο στέρεη οδό για την κόλαση. Γι' αυτό και η μνήμη της, όπως και κάθε ανθρώπου που έζησε μεστά, πατά με το ένα πόδι στην ατομική δημιουργία και με το άλλο στη συλλογική πράξη.
Η Τσβετάγιεβα, αυτή η τεντωμένη χορδή, που, όπως γράφτηκε, δεν ηχούσε παρά κάτω από πίεση, έγραψε ποιήματα, λυρικές πρόζες και αφηγήματα, «στα οποία στάλαξε σταγόνα σταγόνα» τη μαρτυρία μιας εποχής και τη ζωή της. Με φόντο τη συγκλονιστική Μόσχα του καιρού της και σε δεύτερο πλάνο κυρίως το Παρίσι και την Πράγα, κατέγραψε μια τραγική γενιά που τα όνειρά της ήταν από ουρανό, μα τα φτερά της από χώμα... Ερεμπουργκ και Μάντελσταμ, Μαγιακόφσκι και Ρίλκε, Αχμάτοβα και Παστερνάκ, το μοσχοβίτικο θέατρο και η παρισινή διανόηση, η ρωσική και ιδίως ρωσοεβραϊκή εμιγκράτσια της Πράγας, μια Ευρώπη που κρατούσε την ανάσα της μπροστά στη φυλλορροή τής κομμουνιστικής ελπίδας και την άνοδο της ναζιστικής απειλής, συνιστούν έναν παρανοϊκό και σπαρακτικό την ίδια ώρα καμβά μιας ζωής που αρνήθηκε, στην κυριολεξία, να συνδέσει την τραγικότητα με τη μιζέρια, δηλαδή με την ταπείνωση, την παθητικότητα και το συμβιβασμό, επιλέγοντας, όταν πια ένιωσε πως είχε παίξει και είχε χάσει τα πάντα, έναν ενεργητικό, στιγμιαίο θάνατο από έναν πολυεπίπεδο «αργό χαμό».
Η αντίσταση και η παραφορά που επέδειξε ενάντια σε μια κοινωνία που (όπως και οι πιο light «αστικοδημοκρατικές», ιδίως στην εποχή μας) ήταν τόσο υποκριτική, ώστε να σπάει τα δάχτυλα όσων, ανεβασμένοι στον προμηθεϊκό βράχο, προσπαθούσαν να σκαλίσουν με τα νύχια το φως, μεταφέρει (διά του λόγου) ένα μήνυμα άξιο λόγου και στην εποχή μας. Οπως και άλλοι ομότεχνοι/ες της γενιάς της, γνώρισε πως ο σισύφειος βράχος που ανεβοκατεβαίνει στο βουνό κερδίζει το βάρος του από την κενότητά του, από το μη βάρος του, αλλά τη ματαιότητα αυτή, δεν τη χρησιμοποίησε ως αφορμή παθητικότητας μα ως έναυσμα εύρεσης (ή επανεφεύρεσης) φωτεινών περασμάτων σε μια (ακόμη) σκοτεινή εποχή.
Αποφασισμένη να δια-σώσει ό,τι πετούν οι «ήσυχοι -ή δήθεν ανήσυχοι- καλοενταγμένοι», μιλώντας τούτοι άλλοτε για «Θεό» και «Ηθική» κι άλλοτε για «Ιδεολογία», αποφασισμένη να διασώσει δηλαδή το δήθεν «μικρό» και το ουσιαστικά «αλλότριο», τις χαμένες λέξεις: Ολα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα,/Ολα πρέπει να καούν στη φωτιά μου,/Τραβάω σαν μαγνήτης τη ζωή και το θάνατο/Για να τα προσφέρω, μικρό δώρο, στη φωτιά μου./Στη φλόγα αρέσουν τα πράγματα που δεν έχουν βάρος·/Τα κλαδιά του περασμένου χρόνου, οι κορόνες, οι χαμένες λέξεις.../Και θα ξαναγεννηθείτε πιο καθαροί από τη στάχτη..../Καίγομαι στα σίγουρα, καίγομαι μέχρι να γίνω στάχτη.... γράφει.
Οταν μαθαίνει μέσα σε δύο χρόνια το θάνατο από διώξεις και ασθένειες του άνδρα της και του γιου της, και της Σόνετσκα, της «αγαπημένης», κι ενώ βιώνει έναν σκληρό αποκλεισμό, νιώθει -μόλις στα 49 της- πως έχει έρθει η ώρα. Με το θάνατο της κάνει μια δημόσια ιδιωτική αλλά και απόλυτα πολιτική πράξη. Και αφήνει πίσω τους μόχθους μιας γενιάς με μεγάλα στοιχήματα και τους σπασμένους καθρέφτες μιας ζωής, πρόσωπα που «δεν θα μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς». Οχι δίχως κόπο. Αλλά κι εκείνη τη φράση που 'χε αντιγράψει σε μια στιγμή ευφορίας στην επαναστατημένη Μόσχα των νιάτων της, που έκανε «την έφοδο στον ουρανό»: «Ενα ολόκληρο λεπτό ευδαιμονίας! Δεν είναι άραγε αρκετό για μια ολόκληρη ζωή;».
No comments:
Post a Comment